Πελάγια Νησιά
«της γαρ Σικελίας εκ του κατά μεσημβρίαν μέρους νήσοι τρείς πρόκεινται πελάγιοι, και τούτων εκάστη πόλιν έχει και λιμένας δυναμένους τοϊς χειμαζομένους σκάφεσι παρέχεσθαι την ασφάλειαν και πρώτη μέν έστιν η προσαγορευομένη Μελίτη», Διόδωρος Σικελιώτης [80-20 π.Χ] αρχαίος Έλληνας ιστορικός και συγγραφέας.
Σε ταχυδρομικές κάρτες η Λαμπεδούσα των Πελάγιων Νησιών [Lampedusa isola].
Στο νοτιότερο τμήμα της Ιταλίας συναντάμε μία συστάδα νησιών που ανήκουν στην αφρικανική ήπειρο. Γεωγραφικά, αποτελούν ένα ιταλικό θαλάσσιο θύλακα στην υφαλοκρηπίδα της Τυνησίας.
Το όνομα τους προέρχεται από ελληνικό θαλασσογραφικό όρο, υποδηλώνει ανοιχτή θάλασσα μακριά από την ακτή. Μακριά από το Αιγαίο, αυτά τα νησάκια φέρουν το όνομα της υπέρτατης θεότητας του υγρού στοιχείου, του θαλασσοκράτορα Πελάγιου.
Ο Ποσειδώνας είχε τη δύναμη να ελέγχει τόσο την θάλασσα όσο και την ξηρά ακόμη και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Μεσογείου.Είναι η γλώσσα της ψυχής, σε όλους του λαούς αυτής της γης.
Οι Ρωμαίοι έλεγαν τα νησιά Pelagiae insulae. Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, το 1800 τα νησιά ήταν μια βρετανική αποικία, η Βρετανική Λαμπεντούζα.
Η Λαμπηδούσα των Ελλήνων ναυτικών είναι ιταλικό νησί που βρίσκεται μεταξύ της Σικελίας και των ακτών της Τυνησίας.
Πρόκειται για την αρχαία Λεπάδουσσα νήσο, όπως την περιγράφουν ο Στράβων και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος.Ανήκει στην συστάδα των Πελαγίων νήσων.
Ως «πελαγονήσι» υπήρξε από την αρχαιότητα σταθμός ανεφοδιασμού των ναυτικών λαών όπως των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων. Τα ξακουστά «λαμπηδιανά» σφουγγάρια ξεχώριζαν για την ομορφιά τους και την ιδιαίτερη ζήτησή τους.
Τα Πελάγια νησιά μεταξύ Μάλτας και Τυνησίας, νότια της Σικελίας αποτελούνται από την Λαμπεντούζα την Λαμπιόνε και την Λινόζα.
Από τα 3 νησιά μόνο η Λινόζα είναι ηφαιστειακής προέλευσης, ενώ η Λαμπεντούσα είναι ένα horst [κέρας] που αναδύεται από την αφρικανική υφαλοκρηπίδα.
Ο Leandro Alberti[1567] επισημαίνει για την Λινόζα: «Ο Πλίνιος εξακολουθεί να αναφέρει αυτό το νησί στην όγδοη κεφαλή του τρίτου βιβλίου, ονομάζοντας το Αιθούσσα, και ομοίως Αιγούσα».Το επιβεβαιώνει επίσης ο Έλληνας Στράβων.
Η Λινόζα [Linosa] έχει έκταση 5,4 τ.χλμ. και πληθυσμό 433 κατοίκους. Βρίσκεται στο κέντρο της Μεσογείου 160 χλμ. νότια της Σικελίας και 160 χλμ. ανατολικά της Τυνησίας. Είναι το δεύτερο μεγαλύτερο, σε έκταση, νησί του συμπλέγματος των Πελαγίων με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη.
Ένας θρύλος, ελάχιστα γνωστός αλλά συναρπαστικός, τοποθετεί τη μυθική Ατλαντίδα στο κανάλι της Σικελίας, μεταξύ του νησιού Λινόζα και του κόλπου της Σύρτης.Ο Enzo Di Pasquale, στο «Mysteries, Crimes and Secrets of Sicily» ανέφερε το καλοκαίρι του 1957 ότι κατά την διάρκεια των εξερευνήσεων του βυθού βρήκαν ενδείξεις για την ύπαρξη της.Το 2010 πλοία του λιβυκού ναυτικού ανακάλυψαν στον ίδιο χώρο, υπολείμματα κτιρίων, θραύσματα γλυπτών και υλικών, όπως και διάφορα άλλα. Πρόκειται για μία ακόμη θέση όπου έχει προταθεί η ύπαρξη του μυθικού βασιλείου του Πλάτωνα.
Το νησί χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα ως προσωρινή κατοίκηση. Αρκετοί πολιτισμοί έχουν αφήσει ίχνη από τα περάσματα τους, όπως οι Φοίνικες, Έλληνες και οι Άραβες.
Στην αρχαιότητα ήταν καταφύγιο για όσους διέσχιζαν το Mare nostrum: είναι βέβαιο ότι οι Ρωμαίοι την είχαν χρησιμοποιήσει ως βάση κατά τους Πουνικούς Πολέμους και λείψανά τους παραμένουν στις 150 στέρνες που κατασκευάστηκαν για τη συλλογή του βρόχινου νερού.
Το όνομα Lenusa εμφανίζεται τον 16ο αιώνα μ.Χ από τον Δομινικανό Tommaso Fazello. Το όνομα Linosa, από την άλλη, γεννήθηκε το 1845 μάλλον από τον ιππότη Bernardo Maria Sanvisente.Το 1845 έφτασαν 40 άτομα που ίδρυσαν τον πρώτο οικισμό.
Το νησί Λινόζα, στο σύστημα graben του Στενού της Σικελίας, στο μέσο της διαδρομής μεταξύ Σικελίας και Τυνησίας, είναι η εξοχή ενός μεγάλου υποθαλάσσιου ηφαιστείου.
Το νησί περιέχει πολλά μονογενετικά ηφαιστειακά κέντρα, τόσο εκρηκτικά όσο και τύπου στρόμπολι, καθώς και κώνους με ροές λάβας ηλικίας 1,06-0,53 εκ. χρόνων.Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, υπήρξαν τρία κύρια ηφαιστειακά επεισόδια.Η πρώτη φάση ανέπτυξε υδρομαγματικούς κώνους σκωρίας και δακτυλίους τόφφων μαφικής σύστασης. Η δεύτερη φάση περιλάμβανε τόσο διαχυτική όσο και εκρηκτική υδρομαγματική δραστηριότητα, παράγοντας ροές σκωρίας και λάβας. Η τρίτη φάση παρήγαγε ροές βασαλτικής λάβας, σκωρίες και ορισμένες υδρομαγματικές αποθέσεις, κατά τη διάρκεια της οποίας σχηματίστηκαν οι μεγαλύτεροι κώνοι στο νησί.Η εκρηκτική δραστηριότητα σταμάτησε πριν από περίπου 2500 χρόνια.
Γεωδίφης
Πηγή-Δάμος ο Κώιων,2021
Η γεωγραφία των Πελάγιων Νησιών.
Πελάγια Νησιά, 1943.