ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Αλλούβια : Όρος που καθιερώθηκε από τον Jameson το 1808 και αφορά ομάδα χαλαρών πετρωμάτων που αποτελείται από άμμο, χαλίκια, άργιλο κλπ.
Αλπική: Περίοδος της Γήινης ιστορίας που περιλαμβάνει την δημιουργία της οροσειράς των Άλπεων και την καταστροφή του ωκεανού της Τηθύος.
Αλυκή: Πρόκειται για έδαφος που περιέχει κοιτάσματα αλατιού που σχηματίσθηκαν από αβαθείς λίμνες οι οποίες ήταν αρκετά κοντά σε ωκεανούς, ώστε να συγκεντρώνουν αλμυρό νερό και οι οποίες αργότερα αποκόπηκαν από την θάλασσα. Η αργή εξάτμιση του νερού των λιμνών αφήνει πίσω του τους κρυστάλλους του αλατιού.
Ανάστροφο ρήγμα: Ρήγμα παράλληλα στο οποίο ,τα πετρώματα πάνω από το ρήγμα κινούνται προς τα πάνω, σε σχέση με τα από κάτω πετρώματα. Ανάλογα της γωνίας κλίσης του χαρακτηρίζεται ως εφίπευση (>45?) ή επώθηση (<45?)
Ανδεσίτης: Ηφαιστειακό πέτρωμα, προϊόν λιθοποίησης λάβας από μάγμα γρανιτικού τύπου σε ζώνες σύγκλισης λιθοσφαιρικών πλακών .
Ανθρωπόκαινος: νέα γεωλογική εποχή εξαιτίας των γεωλογικών αλλαγών που επιφέρει η ανθρώπινη δραστηριότητα.
Αντίκλινο: πτυχή κυρτού σχήματος σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, δηλαδή που τα σκέλη της κλίνουν εκατέρωθεν του κορυφαίου προς τα κάτω.
Απόκλιση πλακών: Η κίνηση απομάκρυνσης δύο γειτονικών πλακών που συνήθως συνοδεύεται από την δημιουργία υποθαλάσσιας οροσειράς( μεσοωκεάνια ράχη ).
Απολίθωμα: Οποιαδήποτε ένδειξη ζωής του παρελθόντος βρίσκεται μέσα στα πετρώματα. Πρόκειται για υπολείμματα ζώων ή φυτών θαμμένα και διατηρημένα σε πετρώματα που σχηματίστηκαν πριν από την δική μας γεωλογική εποχή.
Απόλυτη χρονολόγηση: Η χρονολόγηση ενός γεωλογικού γεγονότος (π.χ. ηλικία μεταμόρφωσης ενός πετρώματος) , με βάση τα ραδιενεργά στοιχεία που περιέχονται σε ορισμένα πετρώματα.
Αποσάθρωση: Χημική ή φυσική διεργασία με την οποία τα πετρώματα μέσα ή κοντά στην γήινη επιφάνεια, εξαιτίας των ατμοσφαιρικών συνθηκών ,αλλάζουν χρώμα, δομή ,συνοχή, σύσταση με μικρή ή καθόλου μετακίνηση από την αρχική τους θέση.Δια μέσου της διαδικασίας αυτής τα πετρώματα μετατρέπονται σε άμμο ή σε λεπτό χώμα. Με το πέρασμα του χρόνου όλο και περισσότερο μέρος του πετρώματος τρώγεται και στη θέση του μένει μόνο άμμος και λεπτό χώμα.
Άργιλος: Είδος χώματος που αποτελείται κατά το πλείστον από ορυκτά της αργίλου (καολινίτης, μοντμοριλλονίτης, ιλλίτης) και χλωρίτη. Το μέγεθος των κόκκων των ορυκτών είναι μικρότερο των 0.002 mm.
Ασβεστόλιθος: Ιζηματογενές πέτρωμα, αποτελούμενο κυρίως ή αποκλειστικά από το ορυκτό ασβεστίτης (CaC03).
Ασθενόσφαιρα: Το υποκείμενο της λιθόσφαιρας στρώμα της Γης, που χαρακτηρίζεται από πλαστικορροϊκή κατάσταση της ύλης λόγω των εκεί υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων.
Αστρονομία: Επιστήμη που μελετά τα ουράνια σώματα.
Αφανισμός: Πλήρης καταστροφή (εξόντωση) ενός είδους όπως των δεινοσαύρων από φυσικά ή άλλα αίτια.
Ατμόσφαιρα: Μάζα αερίων που περιβάλλει τη Γη κυρίως από άζωτο και οξυγόνο. Εκτείνεται τουλάχιστον μέχρι τα 200 km πάνω από τη στάθμη της θάλασσας .
Βάθυνση ωκεανού: Το λιωμένο πέτρωμα που βρίσκεται μέσα στον μανδύα της γης κινείται σταθερά. Το καυτό ελαφρύτερο πέτρωμα του μανδύα ανεβαίνει και το ψυχρότερο βαρύ πέτρωμα καταβυθίζεται. Το καυτό υγρό πέτρωμα ωθείται προς τα πάνω μέσα από τα ρήγματα του ωκεανού σχηματίζοντας μια οροσειρά κάτω από το νερό που ονομάζεται μεσοωκεάνια ράχη ενώ ταυτόχρονα σχηματίζονται μεγάλες κοιλάδες που ονομάζονται τάφροι καθώς ο μανδύας καταβυθίζεται. Έτσι ενώ από την μια πλευρά έχω διεύρυνση του ωκεανού(Ατλαντικός) από την άλλη έχω στένεμα ενός άλλου(Ειρηνικός).Τα βαριά τμήματα κινούνται προς τα κάτω σχηματίζοντας έτσι βαθιές υποθαλάσσιες κοιλάδες και τάφρους.
Βαθυσκάφος: Υποβρύχιο όχημα παρατηρητήριο που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των ωκεανών.
Βακτηρίδιο: Μονοκύτταρος μικροοργανισμός.
Βαρίσκιος: Προσδιορισμός που παραπέμπει στο μεγάλο ορογενετικό κύκλο του Ανώτερου Παλαιοζωικού (βαρίσκια οροσειρά /, παραμόρφωση ,/ μεταμόρφωση). Συνώνυμο: ερκύνιος
Βαρύτητα: Η δύναμη που έλκει τα σώματα προς το κέντρο της Γης.
Βασάλτης: Ηφαιστειακό πέτρωμα με μικρούς κρυστάλλους, που αποτελεί το κύριο πέτρωμα του ωκεάνιου φλοιού, ενώ στη χέρσο απαντάται και ως μέλος των οφιολιθικών συμπλεγμάτων .
Βασαλτικό μάγμα: Πρωτογενές μάγμα που προέρχεται από την ασθενόσφαιρα και κατεξοχήν συνδέεται με όρια απόκλισης πλακών και κρυσταλλούμενο σχηματίζει γάββρους στο βάθος και βασάλτες στον ωκεάνιο πυθμένα .
Benioff ζώνη: Η επικλινής ζώνη όπου εδρεύουν οι εστίες των μεγάλων σεισμών σε περιοχές σύγκλισης λιθοσφαιρικών πλακών. Ουσιαστικά ταυτίζεται με την τεκτονική επαφή μεταξύ της υποβυθιζόμενης και της προωθούμενης πλάκας .
Βιόσφαιρα: Το γήινο σύστημα που περιλαμβάνει τμήματα της λιθόσφαιρας, της υδρόσφαιρας και της ατμόσφαιρας στα οποία φιλοξενούνται ζώντες οργανισμοί .
Γάββρος: Πλουτώνιο πέτρωμα με μεγάλους κρυστάλλους, που αναπτύσσεται κάτω από τους βασάλτες του ωκεάνιου φλοιού, ενώ στη χέρσο απαντάται και ως μέλος των οφιολιθικών συμπλεγμάτων .
Γαλαξίας: Μία μεγάλη ομάδα εκατομμυρίων αστεριών, που αποτελούν ένα σύστημα. Ο γαλαξίας στον οποίο ανήκει ο πλανήτης μας περιλαμβάνει περίπου 1 τρισεκατομμύρια αστέρια.
Γεωγραφία: Η περιγραφική επιστήμη που ουσιαστικά ασχολείται με τη σημερινή εικόνα της γήινης επιφάνειας, δηλαδή τα φυσικά και ανθρωπογενή χαρακτηριστικά της .
Γεωδυναμική: Είναι κλάδος των γεωεπιστημών, στον οποίο επιχειρείται να εξηγηθούν τα παρατηρούμενα φυσικά φαινόμενα, που αφορούν τον πλανήτη μας, με όρους των βασικών αρχών. Με το πέρασμα του χρόνου, ο όρος έχει πάρει πολλές σημασίες για να καταλήξει να περιλαμβάνει τις απόψεις όλων των δυναμικών διαδικασιών, που συμβαίνουν μέσα και πάνω στη Γη. Σκοπός της είναι να ερμηνεύσει αυτά τα γεγονότα με όρους της φυσικής και της χημείας.
Γεωθερμική βαθμίδα: Η τιμή αύξησης της θερμοκρασίας ανά km από την επιφάνεια της Γης προς το βάθος, που είναι διαφορετική από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με τη θερμική ροή και τη θερμική αγωγιμότητα των πετρωμάτων.
Γεωκεντρισμός: Η παλαιά αντίληψη ότι η Γη είναι το κέντρο του ουράνιου κόσμου, με τον Ήλιο και τους άλλους πλανήτες σε περιστροφή γύρω από αυτήν.
Γεωλογία: Η επιστήμη φαινομένων και διαδικασιών που εκτυλίχθηκαν κυρίως στο στερεό φλοιό της Γης αλλά και των άλλων πλανητών, από την περίοδο του σχηματισμού των μέχρι σήμερα .Διερευνά ένα πολύ μεγάλο και σημαντικό κομμάτι του φυσικού μας κόσμου. Εξ ορισμού μελετά ουσιαστικά το στερεό φλοιό της Γης πάνω στον οποίου ζούμε, κινούμαστε και δημιουργούμε. Αν και αρκετές γεωλογικές έννοιες έχουν την αρχή τους στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, στον Αριστοτέλη και στο Θεόφραστο, στο Στράβωνα και άλλους πρωτοπόρους της ανθρώπινης σκέψης, η συστηματική όμως μελέτη και η αποσαφήνιση πολλών λειτουργιών της Γης ξεκίνησαν ουσιαστικά στα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ μια λογική αντίληψη και ενιαία άποψη για το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων εμφανίστηκε μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα.
Γεωλογική τομή: Η απεικόνιση κατά κατακόρυφο επίπεδο της διάταξης των πετρωμάτων μιας περιοχής από την επιφάνεια μέχρι κάποιο βάθος, που σχεδιάζεται με βάση τα δεδομένα του γεωλογικού της χάρτη .
Γεωλογικό στρώμα: Η αρχικά οριζόντια στιβάδα ιζηματογενούς πετρώματος, που διαφοροποιείται εμφανώς σε σχέση τόσο με το υπερκείμενο όσο και το υποκείμενο του από τη λιθολογία, το χρώμα, τα εγκλειόμενα απολιθώματα και άλλα χαρακτηριστικά .
Γεωλογικός χρόνος: Η γεωκεντρική διάσταση του χρόνου, που ανάγεται δηλαδή στην τάξη μεγέθους των 4, 6 δισεκατ. ετών της ηλικίας της Γης.
Γεωσύγκλινο: αύλακα του στερεού φλοιού που καλύπτεται από θάλασσα.
Γεώσφαιρα: Το θεμελιώδες σύστημα της Γης, δηλαδή η λιθώδης ανόργανη γήινη σφαίρα στο σύνολο της, που μέσω του ανώτερου στρώματος της (λιθόσφαιρα) έρχεται σε επαφή με τα τρία άλλα επιφανειακά συστήματα (υδρόσφαιρα, ατμόσφαιρα, βιόσφαιρα).
Γεωχρονολογική κλίμακα: Ο τυποποιημένος και διεθνώς αποδεκτός πίνακας ταξινόμησης του γεωλογικού χρόνου σε συγκεκριμένες και οριοθετημένες επιμέρους υποδιαιρέσεις (αιώνες, περιόδους κτλ.), μέσα από συνδυασμό σχετικών και απόλυτων χρονολογήσεων παγκοσμίως.
Γνεύσιος: Έντονα μεταμορφωμένο πέτρωμα με μεγάλους κρυστάλλους που προέρχεται από την από καθολική μεταμόρφωση των γρανιτών..
Γρανίτης: Πέτρωμα με μεγάλους κρυστάλλους που σχηματίζεται από κρυστάλλωση γρανιτικού μάγματος βαθιά μέσα στο φλοιό σε χώρους σύγκλισης / σύγκρουσης λιθοσφαιρικών πλακών .
Γρανιτικό μάγμα: Δευτερογενές μάγμα από ανάτηξη πετρωμάτων σε ζώνες σύγκλισης / σύγκρουσης πλακών. Από τη σταδιακή ψύξη του στο βάθος σχηματίζονται πλουτώνια σώματα γρανιτών και διοριτών και στην επιφάνεια ηφαιστειακά σώματα ανδεσιτών και ρυολίθων .
Διάβρωση: Η φθορά του εδάφους εξαιτίας της απομάκρυνσης των υλικών και μεταφορά των προϊόντων με κάποιο ρευστό μέσο προς διαδοχικά χαμηλότερους χώρους και τελικά στη θάλασσα.
Διαγένεση: Το σύνολο των μηχανικών, χημικών και βιολογικών διεργασιών που κυρίως κατατείνουν στη μετατροπή ενός χαλαρού ιζήματος σε συμπαγές πέτρωμα.
Διάκλαση: Τεκτονική επιφάνεια θραυσιγενούς χαρακτήρα, χωρίς διαταραχή της συνέχειας των πετρωμάτων εκατέρωθεν αυτής.
Διαπλάτυνση: Ο ατλαντικός ωκεανός πλαταίνει περίπου 2,5-3 εκατοστά τον χρόνο. Καθώς αυτός διευρύνεται οι ήπειροι της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής απομακρύνονται μεταξύ τους όπως τα κομμάτια μιας πλαστελίνης
Διαπερατό πέτρωμα: Πέτρωμα που επιτρέπει τη διέλευση και κυκλοφορία του νερού (ή άλλου ρευστού) διαμέσου της μάζας του.
Δίνη: Περιστροφική κίνηση του νερού ή του αέρα η οποία προκαλείται από ρεύματα ή ανέμους.
Δίαυλος: φυσική ή τεχνητή δίοδος(πέρασμα) σε θάλασσα ή λίμνη.
Διορίτης: Πλουτώνιο ολοκρυσταλλικό ενδιάμεσης (ασβεστοαλκαλικής) σύστασης, από κρυστάλλωση στο βάθος μάγματος γρανιτικού τύπου σε ζώνες σύγκλισης λιθοσφαιρικών πλακών .
Δολομίτης: Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από ανθρακικό μαγνήσιο. Οι καταρράκτες οφείλουν την ύπαρξη τους στους δολομίτες(από τα πιο αινιγματικά πετρώματα). Στο παρελθόν ο πλανήτης παρήγαγε ασταμάτητα αλλά ξαφνικά σταμάτησε. Ο καταρράκτης είναι αποτέλεσμα τήξης αρχαίων παγετώνων. Το γείσο του καταρράκτη είναι από δολομίτη και γεννιέται λόγω βαρύτητας και τεκτονικής.
Δορυφόρος: Ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τον πλανήτη.
Εβαπορίτες: Χημικά ιζηματογενή πετρώματα που τα ορυκτά τους καθίζησαν στον πυθμένα ρηχής θάλασσας λόγω εξάτμισης του νερού στο οποίο ήταν διαλυμένα Παραδείγματα εβαποριτών θεωρούνται ο γύψος, ο ανυδρίτης ,αλίτης και άλλα.
Έδαφος: Σε κλίμακα Γης το λεπτό επίστρωμα των επιφανειακών πετρωμάτων του φλοιού από χαλαρά προϊόντα της αποσάθρωσης και διάβρωσης αυτών (πεδόσφαιρα). Σε τοπική κλίμακα η συσσώρευση ασύνδετων υλικών (χαλίκια, άμμος, ιλύς, άργιλοι, οργανική ύλη), μεταφερμένων ή μη, που επικαλύπτουν συμπαγή πετρώματα μιας περιοχής.
Είδος: Η κατώτερη μονάδα διαίρεσης των οργανισμών που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Όλα τα μέλη ενός είδους έχουν παρόμοια εμφάνιση και αναπαράγονται επιτυχώς μεταξύ τους.
Έκπλυση: Η απόσπαση και μεταφορά τω· διαλυτών συστατικών ενός εδάφους από το νερό που κατεισδύει διαμέσου της μάζας του .
Εκταφή: Τεκτονική διεργασία με την οποία θαμμένα πετρώματα φτάνουν στην επιφάνεια της γης.
Ένταση σεισμού: Ποιοτικό μέτρο ισχύος ενός σεισμού, που προσδιορίζεται σε βαθμούς της κλίμακας Mercalli ανάλογα με τις επιπτώσεις του στον άνθρωπο και τις κατασκευές του, και διαφέρει από περιοχή σε περιοχή του χώρου που επλήγη
Εξέλιξη : Βαθμιαία αλλαγή των χαρακτηριστικών ενός σώματος και μετάβαση του ,σε μια πιο σύνθετη δομή
Εξωτερικοί πλανήτες: Η τετράδα των μεγάλων πλανητών που βρίσκονται πέραν των εσωτερικών σε σχέση με τον Ήλιο (κατά σειράν: Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας).
Επίκεντρο σεισμού: Η κατακόρυφη προβολή της εστίας του σεισμού πάνω στη γήινη επιφάνεια, με άλλα λόγια η κοντινότερη γεωγραφική περιοχή στο σεισμό.
Επίκληση: Μετατόπιση της θαλάσσιας ακτογραμμής και των γειτονικών της οικοσυστημάτων, προς την ξηρά.
Επιστήμη : Το σύνολο των μεθοδικών γνώσεων που αναφέρονται σε ένα συγκεκριμένο κύκλο φαινομένων.
Επιφάνεια της Γης: Το όριο ανάμεσα στη λιθόσφαιρα και τα τρία υπερκείμενα αυτής συστήματα (υδρόσφαιρα / ατμόσφαιρα / βιόσφαιρα).
Επιφανειακή απορροή: Το νερό που ρέει επιφανειακά στη χέρσο με τη βαρύτητα και μέσω των υδρογραφικών δικτύων καταλήγει τελικά στη θάλασσα.
Εποχή : Μονάδα μέτρησης του γεωλογικού χρόνου που αποτελείται από επιμέρους περιόδους.
Εποχή των παγετώνων : Περίοδος κατά την οποία ένα μεγάλο μέρος της Γης καλύπτεται από πάγους.
Επώθηση: Η ολίσθηση και τεκτονική τοποθέτηση μιας μάζας πετρωμάτων (αλλόχθονη ενότητα) πάνω σε μια άλλη (σχετικά αυτόχθονη), που αποτελείται από τελείως διαφορετικά πετρώματα σε σχέση με την πρώτη .
Ερπυσμός: Η βραδύτατη μεν (της τάξης mm/έτος) αλλά συνεχής μετακίνηση μιας χαλαρής αποσαθρωμένης εδαφικής μάζας σε επικλινή επιφάνεια λόγω βαρύτητας.
Εστία σεισμού: Το σημείο κάτω από την επιφάνεια της Γης που πρωτοεκδηλώθηκε η θραύση και μετακίνηση των πετρωμάτων του σεισμογόνου χώρου και άρχισε η σεισμική δόνηση.
Εστιακό βάθος σεισμού: Η κατακόρυφη απόσταση εστίας - επικέντρου ενός σεισμού, δηλαδή το βάθος που έγινε ο σεισμός
Εσωτερικοί πλανήτες: Η τετράδα των λιθωδών πλανητών που βρίσκονται σε πλησιέστερη θέση ως προς τον Ήλιο (κατά σειράν: Ερμής, Αφροδίτη, Γη, Άρης).
Εφελκυσμός: Οριζόντιο τέντωμα τμημάτων της λιθόσφαιρας που σχηματίζει κανονικά ρήγματα και βυθίσματα.
Εφίππευση: Η ολίσθηση και τεκτονική τοποθέτηση μιας μάζας πετρωμάτων πάνω σε μια άλλη που δομείται από τα ίδια πετρώματα.
Ηλιακό σύστημα: Το σύνολο των πλανητών που περιφέρονται γύρω από ένα αστέρι. Το ηλιακό σύστημα της Γης περιλαμβάνει εννιά πλανήτες οι οποίοι βρίσκονται σε τροχιά γύρω από τον ήλιο.
Ηλιοκεντρισμός: Η θεμελιώδης αρχή της αστρονομίας που πρωτοδιατυπώθηκε από τον Αρίσταρχο το Σάμιο (280 π. Χ.), ότι δηλαδή η Γη και οι άλλοι πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο.
Ήλιος :Το φωτεινό ουράνιο σώμα που αποτελείτο κέντρο του ηλιακού μας συστήματος. Επιπλέον ονομάζουμε κάθε ουράνιο σώμα το κέντρο κάποιου ηλιακού συστήματος.
Ηπειρωτικός φλοιός: Ο τύπος στερεού φλοιού που δομεί τις ηπείρους και την υφαλοκρηπίδα τους και είναι παχύτερος κι ελαφρότερος σε σχέση με τον ωκεάνιο φλοιό .
Ηφαιστειακό πέτρωμα: Πυριγενές πέτρωμα από ψύξη - στερεοποίηση λάβας που εκχύθηκε από ηφαίστειο στη γήινη επιφάνεια και από λιθοποίηση υλικών που εκτινάχθηκαν σε μια ηφαιστειακή έκρηξη (π.χ. πυροκλαστικά) .
Ηφαιστειακό τόξο: Τόξο ενεργών ηφαιστείων πάνω στην προωθούμενη πλάκα κατά τη σύγκλιση πλακών, από το λιώσιμο της υποβυθιζόμενης πλάκας σε μεγάλα βάθη.
Ηφαίστειο: Σχισμή στην γήινη επιφάνεια απ’ όπου βγαίνει κατά καιρούς λάβα που προέρχεται από τα έγκατα της γης. Πολλοί αρχαίοι λαοί πίστευαν ότι τα ηφαίστεια ήταν θεοί.
Θαλάσσιο ίζημα : Πετρώματα που σχηματίζονται σε θαλάσσιο περιβάλλον.
Θερμικό ασθενοσφαιρικό ρεύμα: Βραδύτατη ανακυκλούμενη ροή ύλης στα πετρώματα της θερμής πλαστικορροϊκής ασθενόσφαιρας, που κατευθύνει την κίνηση των λιθοσθαιρικών πλακών που επιπλέουν πάνω της.
Θερμοκρασία: Ο βαθμός θερμότητας ενός σώματος.
Θεωρία: Σύνολο μεθοδικά οργανωμένων κανόνων που ερμηνεύει κάποια γεγονότα.
Θηλαστικό: Η ανώτερη βαθμίδα των σπονδυλωτών, που περιλαμβάνει και τους ανθρώπους.
Ιγκνιμβρίτης είναι ηφαιστειακό πέτρωμα και αποτελεί παραδοσιακό δομικό υλικό. Σχηματίζεται από απόθεση πυροκλαστικών ροών που είναι πλούσιες σε σωματίδια και αέρια τα οποία ρέουν γρήγορα από ένα ηφαίστειο. Αποτελείται από ένα πολύ καλά ταξινομημένο μείγμα ηφαιστειακής τέφρας και ελαφρόπετρας, συνήθως με διάσπαρτα λίθινα θραύσματα. Η τέφρα αποτελείται από θραύσματα γυαλιού και θραύσματα κρυστάλλων.
Ίζημα: Στην καθημερινή γλώσσα σημαίνει κατακάθι και σχηματίζεται με την καθίζηση συστατικών που αιωρούνται ή είναι διαλυμένα στο νερό σε κατάλληλα έγκοιλα που ονομάζονται λεκάνες.
Ιζηματογενές: Πέτρωμα που σχηματίζεται από στερεοποίηση χαλαρών ιζημάτων που αποτίθονται σε ένα ρευστό μέσο.
Ισοστασία: Η ίση προς τα πάνω και κάτω κίνηση του φλοιού της γής.
Ισοϋψής γραμμή: Καμπύλη γραμμή πάνω στον τοπογραφικό χάρτη μιας περιοχής, που ενώνει σημεία της επιφάνειας με το ίδιο απόλυτο υψόμετρο.
Καινοζωικός αιώνας: Αιώνας της ιστορίας της Γης, που άρχισε πριν από 65 εκατ. χρόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Χαρακτηρίζεται από καινούριες μορφές ζωής, που οι περισσότερες υπάρχουν και σήμερα .
Καλδέρα: Η λεβητοειδούς σχήματος εγκατακρημνισιγενής μορφή, που σχηματίζεται σ' ένα ηφαίστειο όταν σωριαστεί το κορυφαίο τμήμα του λόγω απώλειας στήριξης, συνήθως μετά από μία εξαιρετικά μεγάλη έκρηξη
Καληδόνιος: Προσδιορισμός που παραπέμπει στο μεγάλο ορογενετικό κύκλο του Κατώτερου Παλαιοζωικού (καληδόνια οροσειρά / παραμόρφωση / μεταμόρφωση).
Κανονικό ρήγμα: Κεκλιμένο ρήγμα, όπου το υπερκείμενο ρηξιτέμαχος έχει κατέλθει σε σχέση προς το υποκείμενο (κίνηση δηλαδή συμβατή με τη βαρύτητα) σε εφελκυστικό πεδίο τάσεων .
Καταστροφισμός: Το δόγμα ότι ξαφνικά και βίαια καταστροφικά γεγονότα που καταγράφονται στη Βίβλο εξηγούν την προέλευση του κόσμου και την εξέλιξη της ζωής .
Κατείσδυση: Το νερό που εισχωρεί από την επιφάνεια της Γης προς το υπέδαφος και κατά ένα μέρος κατακρατείται κοντά στην επιφάνεια, ενώ το υπόλοιπο κατέρχεται ακόμα βαθύτερα, σχηματίζοντας τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες .
Κατολίσθηση: Η αιφνίδια αποκόλληση και ολίσθηση μιας ασταθούς εδαφικής ή βραχώδους μάζας σε κάποιο πρανές λόγω βαρύτητας, συνήθως μετά από μία σεισμική δόνηση ή παρατεταμένη βροχόπτωση ή υποσκαφή του πρανούς.
Κομήτης: Ουράνιο σώμα με ουρά ,που κινείται σε ασυνήθιστη τροχιά.
Κλίμακα χάρτη: Δηλωτικό στοιχείο ενός χάρτη που δείχνει το μέτρο σμίκρυνσης.
Κροκαλοπαγές: Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από βότσαλα περιτριγυρισμένα από άμμο.
Λάβα: Το διάπυρο φυσικό υλικό που ξεχύνεται από τα έγκατα της Γης στην επιφάνεια κατά τις ηφαιστειακές εκρήξεις.
Λιμναίο ίζημα: Πέτρωμα που σχηματίστηκε από καθίζηση σε λιμναίο περιβάλλον.
Μάζα: Η ποσότητα ύλης που περιέχεται σε ένα σώμα.
Μάγμα: Το λειωμένο υλικό που σχηματίζεται στο εσωτερικό της Γης και περιέχει όλα τα απαραίτητα δομικά συστατικά για το σχηματισμό ορυκτών και πετρωμάτων.
Μαγματικό(Πυριγενές) : Πέτρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια(ηφαιστειακό) ή στο εσωτερικό της Γης από την κρυσταλλοποίηση και στερεοποίηση του μάγματος.
Μανδύας: το παχύρρευστο στρώμα που βρίσκεται κάτω από το στερεό φλοιό της γης και αποτελείται από λειωμένο υλικό(μάγμα).
Μάργα:Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από άργιλο, άμμο και ανθρακικό ασβέστιο. Χημικά και ορυκτολογικά κυμαίνεται μεταξύ ασβεστολίθου και αργίλου. Η τυπική μάργα περιέχει 35-65% άργιλο. Μπορούν να βρεθούν όλες οι ενδιάμεσες συστάσεις μεταξύ ασβεστολίθου και μάργας.
Μάρμαρο: Πέτρωμα που σχηματίζεται από μεταμόρφωση ανθρακικού ιζηματογενούς πετρώματος (ασβεστόλιθου ή δολομίτη.
Μαστόδοντο: Τεράστιο προϊστορικό θηλαστικό που συγγένευε με τον ελέφαντα .Σήμερα βρίσκεται μόνο υπό την μορφή απολιθωμάτων.
Μαύρη τρύπα: Πεδίο με τόσο μεγάλη έλξη βαρύτητας, ώστε η ύλη και η ενέργεια δεν μπορούν να ξεφύγουν. Είναι το σημείο εκείνο του διαστήματος, όπου κάποτε υπήρχε ο πυρήνας ενός γιγάντιου άστρου. Ένας πυρήνας που περιείχε περισσότερα υλικά από δυόμισι ηλιακές μάζες και ο οποίος στην τελική φάση της εξέλιξης του άστρου έχασε την πάλη του ενάντια στη βαρύτητα, με αποτέλεσμα τα υλικά του να καταρρεύσουν και να συμπιεστούν .
Μεγάλη έκρηξη(Big-Bang): Όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της δημιουργίας του Σύμπαντος και της εκρηκτικής διαστολής που ακολούθησε μετά.
Μέγεθος σεισμού: Ποσοτική έννοια που χαρακτηρίζει με απόλυτο τρόπο ένα σεισμό και εκφράζει το πόση ενέργεια εκλύθηκε στην εστία του σε βαθμούς της κλίμακας Richter .
Mercalli κλίμακα: Βαθμονομημένη (I έως XII) κλίμακα μέτρησης της έντασης μιας σεισμικής δόνησης σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο, από την εκτίμηση των επιπτώσεων της στον άνθρωπο, τις τεχνικές κατασκευές και το περιβάλλον .
Μεσοζωικός αιώνας: Ο γεωλογικός αιώνας της ιστορίας της Γης ανάμεσα στα 250 και τα 65 εκατ. χρόνια πριν από σήμερα. Χαρακτηρίζεται από προηγμένες μορφές ζωής, η πλειονότητα των οποίων σήμερα έχουν εξαφανιστεί.
Μεσοωκεάνια ράχη: Υποθαλάσσια οροσειρά στον ωκεάνιο πυθμένα με τραχύ ανάγλυφο πάνω σε όρια απόκλισης λιθοσφαιρικών πλακών, που χαρακτηρίζεται από ενεργή ηφαιστειακή και σεισμική δραστηριότητα.
Μεταμορφωμένο πέτρωμα: Κάθε πέτρωμα που προέκυψε από μετασχηματισμό προϋπαρχόντων πετρωμάτων, σε υψηλές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βαθιά μέσα στο φλοιό.
Μετατόπιση ηπείρων: Οι ήπειροι της γης όπως τα κομμάτια της ξερής λάσπης μοιάζουν με μεγάλα κομμάτια ενός οδοντωτού πάζλ. Οι ακτές των ηπείρων έχουν ακανόνιστα σχήματα τα οποία φαίνονται να ταιριάζουν μεταξύ τους .Κατά το παρελθόν ισχυρές πιέσεις μέσα στην γη πιθανό να έκοψαν μία μεγάλη μάζα ξηράς σε κομμάτια , τα οποία σήμερα σχηματίζουν τις ξεχωριστές ηπείρους πάνω στην γη.
Μεταμόρφωση: Η διαδικασία βάθους που οδηγεί στο μετασχηματισμό ενός αρχικού πετρώματος σ' ένα νέο πέτρωμα (μεταμορφωμένο), μετά από θέρμανση και πίεση.
Μεταμόρφωση επαφής: Η θερμική μεταμόρφωση των πετρωμάτων γύρω από μία μαγματική διείσδυση, λόγω της θερμότητας που αποδίδεται σε αυτά από το μάγμα που ψύχεται και λιθοποιείται.
Μεταμόρφωση καθολική (δυναμοθερμική):Η μεταμόρφωση μεγάλων τμημάτων του φλοιού στα ορογενετικά τόξα, που συντελείται σε συνθήκες βάθους λόγω δραστικών μεταβολών των τιμών πίεσης και θερμοκρασίας στα πετρώματα.
Μετεωρίτης: Μεγάλο θραύσμα αστρικής ύλης , εξωγήινης προέλευσης, που κατέπεσε στην επιφάνεια της Γης από το Διάστημα.
Μιγματίτης: Υβριδικού τύπου πέτρωμα με ανάμικτους χαρακτήρες πυριγενούς και μεταμορφωμένου, προϊόν ακραίων μεταμορφικών συνθηκών, δηλαδή λίγο πριν από την πλήρη τήξη ενός μεταμορφωμένου πετρώματος στο τοίχωμα μιας βαθιολιθικής διείσδυσης.
Μόλασσα: Σύνολο πετοωμάτων, που σχηματίστηκαν στην οπισθοτάφρο ενός ορογενετικού τόξου και συνεπώς δεν ενεπλάκησαν στη διαδικασία της ορογένεσης. Είναι περιγραφικός όρος παράλιας ιζηματογενούς φάσης. Ο σχηματισμός της χαρακτηρίζει μία μεταορογενετική περίοδο.
Moho: Συντομογραφία της «ασυνέχειας»), που οριοθετεί το στερεό φλοιό από το μανδύα και ονομάστηκε έτσι από το όνομα του Κροάτη σεισμολόγου που την ανακάλυψε το 1909.
Μύθος: Παραδοσιακή αφήγηση που σχετίζεται συχνά με θεούς ή ήρωες.
Νησιωτικό τόξο: Τόξο νησιών από υποθαλάσσια όρη ή και ηφαίστεια, που σχηματίζεται στο μέτωπο της προωθούμενης πλάκας, κάτω από την οποία υποβυθίζεται μια άλλη ωκεάνια πλάκα. Αποτελεί το τμήμα ενός ορογενετικού τόξου, όπου εκδηλώνεται το φαινόμενο της ορογένεσης.
Νηριτικά: Ιζήματα που αποτίθενται σε βυθό θαλασσών μικρότερο των 200 μέτρων.
Ογκόλιθος: Ακατέργαστη πέτρα μεγάλων διαστάσεων.
Όγκος: Ο χώρος που κατέχει ένα σώμα (στερεό, υγρό ή αέριο).
Οικοσύστημα: Φυσικό σύστημα αποτελούμενο από έμβια όντα και ανόργανη ύλη που βρίσκεται σε μια δυναμική ισορροπία.
Οπισθοτάφρος: Υποθαλάσσια λεκάνη αβαθέστερη της προτάφρου, που σχηματίζεται πίσω από το νησιωτικό τόξο (δηλαδή πάνω στην προωθούμενη πλάκα) και αποτελεί την εφελκυστική δομή ενός ορογενετικού τόξου .
Οργανισμός: Κάθε έμβιο όν.
Oριζοντιολισθητικό ρήγμα: Ρήγμα όπου τα δυο ρηξιτεμάχη έχουν ολισθήσει πλευρικά μεταξύ τους, με σαφή επικράτηση της οριζόντιας συνιστώσας κίνησης σε σχέση με την κατακόρυφη.
Oρογενετικό τόξο: Το σύνολο των μορφολειτουργικών δομών (προτάφρος, νησιωτικό τόξο, οπισθοτάφρος, ηφαιστειακό τόξο), που διαμορφώνεται με τοξοειδή διάταξη στις ζώνες σύγκλισης λιθοσφαιρικών πλακών.
Ορογένεση: Η ανάδυση του όρους. δηλαδή η διαδικασία γένεσης των βουνών κατά την διάρκεια σύγκλισης των λιθοσφαιρικών πλακών.
Ορυκτό: Χημική ένωση στοιχείων που κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας έχει καθορισμένες φυσικές και χημικές ενότητες.
Οφιόλιθοι: Σύνολο πετρωμάτων, τμήματα παλαιού ωκεανού ,που σχηματίζονται από την κρυστάλλωση της λάβας που εκχύνεται σε περιοχές απόκλισης πλακών.
Παγετώνας : Οι σωροί των πάγων στις πολικές περιοχές ή στα μεγάλα υψόμετρα.
Παλαιοζωικός αιώνας: Ο γεωλογικός αιώνας της ιστορίας της Γης ανάμεσα στα 540 και τα 250 εκατ. χρόνια πριν από σήμερα. Χαρακτηρίζεται από παλαιές μορφές ζωής, η μεγάλη πλειονότητα των οποίων σήμερα έχουν εξαφανιστεί.
Παλαιοντολογία: Κλάδος της Γεωπιστήμης που ασχολείται με τα απολιθωμένα είδη που έζησαν στην Γη κατά τους διάφορους Γεωλογικούς αιώνες.
Παλίρροια: Η ανύψωση και πτώση της στάθμης των θαλασσών εξαιτίας της βαρυτικής έλξης της σελήνης και του ήλιου και της περιστροφής της γης γύρω από τον ήλιο.
Παλαιοακτές: Ακτογραμμές παλαιές που έχουν ανυψωθεί πάνω από το σημερινό επίπεδο της θάλασσας με τεκτονικές κινήσεις.
Παλαιομαγνητισμός: Ο προσδιορισμός των παλαιών μαγνητικών πεδίων της Γης, από τη μελέτη του προσανατολισμού των Fe-ούχων ορυκτών μέσα σε πετρώματα που έχουν απολιθώσει το μαγνητικό πεδίο της εποχής γένεσης τους .
Πανγαία: Η παγκόσμια ενιαία υπερήπειρος που υπήρξε στο χρονικό διάστημα μεταξύ 250 και 200 εκατ. ετών της ιστορίας της Γης και από τον κατακερματισμό της προέκυψαν οι σημερινές ήπειροι .
Πανίδα: Το σύνολο των ζωικών ειδών μιας περιοχής.
Πελαγικό ίζημα: Αυτό του αποτίθεται σε θαλάσσιο χώρο με βάθος μεγαλύτερο των 1000 μέτρων.
Παραμόρφωση τεκτονική: Η μεταβολή της θέσης στο χώρο, του σχήματος ή και του όγκου μιας μάζας πετρωμάτων, που συντελούνται σε διάφορα βάθη στο φλοιό.
λόγω της δράσης των ενδογενών / τεκτονικών δυνάμεων.
Περιδοτίτης: Υπερβασικό πυριγενές πέτρωμα του λιθοσφαιρικού μανδύα, που απαντάται σήμερα στην επιφάνεια ως μέλος οφιολιθικών συμπλεγμάτων .
Πέτρωμα: Στερεό υλικό του φλοιού που αποτελείται από ορυκτά.
Πέτρωμα σκουριασμένο: Πέτρωμα με πορτοκαλιές ή κοκκινοκαφετιές αποχρώσεις που περιέχουν συνήθως σίδηρο. Το οξυγόνο του αέρα όταν έρχεται σε επαφή με τον σίδηρο του πετρώματος σχηματίζει την σκουριά(οξείδιο του σιδήρου).
Πλάκα (τεκτονική ή λιθοσφαιρική):Ανώτερο στρώμα της γης αποτελούμενο από πετρώματα του φλοιού και υλικά του άνω μανδύα.
Πηγή: Σημείο της επιφάνειας της Γης, στη χέρσο ή υποθαλάσσιο, όπου εκδηλώνεται αποφόρτιση ενός υδροφόρου ορίζοντα με έξοδο νερού από φυσικά αίτια.
Πλατώ : Οροπέδια, υψίπεδα συνήθως με βασαλτικές λάβες.
Πλευρική ολίσθηση πλακών. Η κίνηση οριζόντιας μετατόπισης μιας πλάκας ως προς γειτονική της κατά μήκος ενός ρήγματος μετασχηματισμού.
Πλουτώνιο πέτρωμα: Πυριγενές πέτρωμα από την ψύξη - κρυστάλλωση μαγματικού σώματος, που διείσδυσε στα πετρώματα του φλοιού σε κάποιο βάθος κάτω από την επιφάνεια.
Προκάμβριο: Το προ του Φανεροζωικό μεγααιώνα χρονικό διάστημα της ιστορίας της Γης (σχεδόν το 90% αυτής) το οποίο ο όγκος των στοιχείων ήταν πολύ περιορισμένος λόγω του χαοτικού χαρακτήρα των πετρωμάτων και της ανυπαρξίας κλασικών απολιθωμάτων. Συνώνυμο: Κρυπτοζωικό.
Προοδευτική μεταμόρφωση: Η μεταμόρφωση των πετρωμάτων μιας ωκεάνιας πλάκας που υποβυθίζεται.
Προσαύξηση ηπείρου: Η σταδιακή προσαύξηση του μεγέθους μιας ηπείρου.
Πτυχή: Δομές που δημιουργούνται από συμπιεστικές δυνάμεις δηλαδή δυνάμεις με αντίθετες κατευθύνσεις σπρώχνουν αντίθετα τμήματα του φλοιού της γης, η συμπιεσμένη ξηρά μαζεύεται και δημιουργεί νέα σχήματα που ονομάζονται πτυχώσεις..Η εξωτερική επιφάνεια της πτυχωμένης ξηράς έχει κυματοειδή εμφάνιση.
Πυριγενές πέτρωμα : Πέτρωμα που σχηματίσθηκε από λιωμένο πέτρωμα(μάγμα).
Πυροκλαστικό πέτρωμα: Πέτρωμα αποτελούμενο από θραύσματα λάβας ή κάθε είδους υλικά που κινήθηκαν στον αέρα ή το νερό κατά την έκρηξη ενός ηφαιστείου και στη συνέχεια καθίζησαν και λιθοποιήθηκαν.
Ρήγμα: Επιφάνεια σπασίματος που διακόπτει τη συνέχεια των πετρωμάτων, κατά μήκος της οποίας γίνεται μετακίνηση των πετρωμάτων.
Ρήγμα μετασχηματισμού: Ρήγμα παράλληλα στο οποίο, τα πετρώματα κινούνται οριζόντια.
Ρηξιτέμαχος: Το μετατοπισμένο λόγω ρήγματος τέμαχος πετρωμάτων σε σχέση με το διπλανό του, από την άλλη πλευρά της ρηξιγενούς επιφάνειας.
Richter κλίμακα: Λογαριθμική ανοιχτή κλίμακα προσδιορισμού του μεγέθους των σεισμών, με βάση τις καταγραφές τους στους σεισμογράφους.
Ρυόλιθος: Ηφαιστειακό πέτρωμα, που προέρχεται από λάβες γρανιτικού μάγματος στις ζώνες σύγκλισης και σύγκρουσης λιθοσφαιρικών πλακών.
Σαβάνα: μεγάλη έκταση με πυκνή χαμηλή βλάστηση και διάσπαρτα δέντρα ,στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές,
Σεισμικό κύμα: Κάθε είδους κύμα που παράγεται από την αιφνίδια μεταβολή του όγκου και του σχήματος του σεισμογόνου χώρου κατά την εκδήλωση ενός σεισμού και προκαλεί δόνηση στην επιφάνεια.
Σεισμογόνο ρήγμα: Ρήγμα που έχει δώσει σεισμούς στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν και προβλέπεται η επαναδραστηριοποίηση του και στο μέλλον.
Σεισμογόνος χώρος: Χώρος στο εσωτερικό της Γης, όπου λόγω των λιθοσφαιρικών κινήσεων συσσωρεύονται τάσεις, από την αποφόρτιση των οποίων παράγεται σεισμική δραστηριότητα .
Σεισμός: Η βίαιη δόνηση ενός τμήματος της γήινης επιφάνειας, που παράγεται στο βάθος από την ξαφνική μετατόπιση των ρηξιτεμαχών ενός σεισμογόνου ρήγματος λόγω εκτόνωσης των εκεί συσσωρευμένων τάσεων
Στερεός φλοιός: Το εξωτερικό τμήμα της γης που αποτελείται από στερεά πετρώματα.
Στρωματογραφική στήλη: Η σχηματική απεικόνιση της αλληλουχίας στρωμάτων μιας περιοχής με τη μορφή κατακόρυφης στήλης, όπου στην κατώτερη θέση τοποθετείται το αρχαιότερο στρώμα και σε διαδοχικά υψηλότερες κατά σειρά τα νεότερα.
Στρώμα : Ένα διακριτό λόγω χρώματος, κοκκομετρίας, σύστασης κλπ., τμήμα ιζηματογενούς πετρώματος.
Στρωματοηφαίστειο: Η τυπική κωνική μορφή ηφαιστείου σε ζώνες σύγκλισης λιθοσφαιρικών πλακών, που δομείται από εναλλαγές στρώσεων παλαιότερων λιθοποιημένων λαβών και πυροκλαστικών πετρωμάτων.
Στρώση: Σύστημα π παράλληλων επιφανειών που ορίζουν διαφορετικά στρώματα.
Σύγκλινο: Η στοιχειώδης μορφή πτυχής κοίλου σχήματος σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, δηλαδή τα σκέλη της συγκλίνουν στο πυθμαίο προς τα κάτω .
Σύγκλιση πλακών. Η κίνηση προσέγγισης μεταξύ δυο λιθοσφαιρικών πλακών, οπότε η μία από αυτές (ωκεάνια) εξαναγκάζεται να καμφθεί και να υποβυθιστεί κάτω από την άλλη (ηπειρωτική ή ωκεάνια).
Σύμπαν: Ο αχανής χώρος μέσα στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα.
Σπείρα: Ελικοειδές σχήμα.
Σπονδυλωτό: Ζώα με σπονδυλική στήλη. Πρόκειται για μια μεγάλη ομάδα που περιλαμβάνει τα ψάρια, αμφίβια, ερπετά, πουλιά και τα θηλαστικά.
Συμπίεση: Οριζόντια συρρίκνωση της λιθόσφαιρας που σχηματίζει συχνά ανάστροφα ρήγματα και εξάρσεις. Συνήθως οδηγεί σε ορογένεση.
Σχετική χρονολόγηση: Ο προσδιορισμός της ηλικίας ενός πετρώματος ή ενός γεωλογικού γεγονότος με καθαρά γεωλογικά κριτήρια, δίχως καμμία αναφορά σε συγκεκριμένο αριθμητικό μέγεθος γεωλογικού χρόνου (βλ. και «διατεμνόμενη σχέση»).
Σχισμός: Σχιστότητα που προκαλείται από την παραμόρφωση σε υψηλές συνθήκες.
Σχιστόλιθος: Γενικός χαρακτηρισμός για τα έντονα σχιστοποιημένα μεταμορφωμένα πετρώματα, που εξειδικεύεται με την προσδιοριστική αναφορά του επικρατέστερου νέου ορυκτού τους (π.χ. μαρμαρυγιακός σχιστόλιθος).
Σχιστότητα: Δευτερογενές σύστημα επιφανειών που δημιουργείται κατά στην μεταμόρφωση από την παράλληλη τοποθέτηση των ορυκτών.
Τάφρος: Τεράστιο χαντάκι
Τεκτονική: Ο κλάδος της Γεωλογίας που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της γης.
Τεκτονική ανύψωση: Τεκτονική κατακόρυφη άνοδος τμημάτων της επιφάνειας της γης.
Τεκτονικό βύθισμα: Μια κοιλότητα της επιφάνειας της γης που προκαλείται από κανονικά παράλληλα ρήγματα
Τεκτονικές πλάκες: Πλάκες που αποτελούν το εξωτερικό μέρος του στερεού φλοιού της γης.
Τόφφοι: Είναι πετρώματα που σχηματίζονται από την καθίζηση υλικών, που εκτινάσσονται από διάφορα ηφαίστεια. Διακρίνονται ανάλογα με τον τύπο της λάβας σε βασαλτικούς τόφφους, ρυολιθικούς τόφφους, κ.λ.π.). Είναι πολύ διαδεδομένο πέτρωμα και υπάρχει άφθονο στη περιοχή μας.
Τηθύς: Διαχρονικός ωκεανός ανάμεσα Ευρασία από τη μια και την Αφρική/Αραβία / Ινδία από την άλλη, που τα τελευταία 40 εκατ. χρόνια σταδιακά εξαφανίζεται λόγω σύγκρουσης των εκατέρωθεν λιθοσφαιρικών πλακών.
Τσουνάμι: Σεισμικό θαλάσσιο κύμα.
Υδρολογικός κύκλος: Η αέναη και γενικά σταθερή κυκλοφορία νερού από τη θάλασσα μέσω της ατμόσφαιρας προς τη χέρσο και η επιστροφή του στην ατμόσφαιρα από τη θάλασσα και τη χέρσο. Συνώνυμο: κύκλος του νερού.
Υδρόσφαιρα: Το υδάτινο σύστημα της Γης, τόσο στην υγρή όσο και στη στερεή (παγετική) κατάσταση του νερού.
Υδροφόρος ορίζοντας: Γεωλογικός σχηματισμός στο υπέδαφος κορεσμένος σε νερό, που μπορεί να αποθηκεύσει σημαντική ποσότητα, ικανή να τροφοδοτεί πηγή ή έργο εκμετάλλευσης (πηγάδι, γεώτρηση)
Υποβύθιση: Η εξελισσόμενη διαδικασία κατά την οποία μία λιθοσφαιρική πλάκα υποβυθίζεται κάτω από μία άλλη.
Υπόμνημα χάρτη: Απαραίτητο συνοδό στοιχείο ενός χάρτη, όπου επεξηγούνται οι κωδικοποιημένοι συμβολισμοί που απεικονίζονται σ' αυτόν (χρώματα, γραμμογραφήματα, σύμβολα κτλ.).
Υποχώρηση : Η οπισθοχώρηση της ζώνης υποβύθισης λόγω του βάρους της βυθιζόμενης πλάκας.
Ύφαλος : Βράχος του βυθού που φτάνει έως την επιφάνεια της θάλασσας ή σκεπάζεται μόλις από νερά.
Φανεροζωικός μεγααιώνας: Ο μεγααιώνας της «φανερής ζωής» στην ιστορία της Γης, με την έννοια της ύπαρξης πληθώρας απολιθωμάτων στα γεωλογικά του στρώματα. Συμπεριλαμβάνει τον Παλαιοζωικό, το Μεσοζωικό και τον Καινοζωικό αιώνα.
Φάση ιζήματος: Το σύνολο των λιθολογικών (λιθοφάση) και βιολογικών (βιοφάση) χαρακτήρων ενός ιζηματογενούς πετρώματος, που επιτρέπουν τον προσδιορισμό των παλαιογεωγραφικών συνθηκών σχηματισμού του.
Φάση μεταμόρφωσης: Σχήμα περιγραφής και ταξινόμησης των μεταμορφωμένων πετρωμάτων ανάλογα με τις συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας που υπέστησαν, όπως πιστοποιούνται από συγκεκριμένα ορυκτά-δείκτες που περιέχονται στη σύσταση τους .
Φλέβα μαγματική: Πλακοειδές πλουτώνιο σώμα, που διαπερνά κατακόρυφα ή υπό γωνία τα φιλοξενούντα γεωλογικά στρώματα και σχηματίστηκε από μαγματική διείσδυση σε προϋπάρχουσα επιφάνεια διάρρηξης των πετρωμάτων (π.χ. ρήγμα).
Φλύσχης: Δεν αναφέρεται σ' ένα συγκεκριμένο πέτρωμα, αλλά χρησιμοποιείται για να δηλώσει θαλάσσια ιζηματογενή φάση. Πρόκειται για σχηματισμό από πετρώματα (κυρίως αργιλικά και ανθρακικά, κροκαλοπαγή, ψαμμίτες), που σχηματίστηκαν πάνω από μια ζώνη υποβύθισης.
Φαινόμενο: Κάθε μεταβολή στον υλικό κόσμο, που γίνεται αντιληπτή είτε με τα αισθητήρια είτε με άλλα ,ειδικά όργανα.
Φαινόμενο του Θερμοκηπίου: Η συγκράτηση από την ατμόσφαιρα της θερμικής ενέργειας του Ήλιου και η επακόλουθη συσσώρευση θερμότητας από την Γη.
Χαρτογράφηση: Η σύνταξη χάρτη.
Χερσαίο ίζημα: Αυτό που σχηματίζεται πάνω στην ξηρά.
Χλωρίδα: Το σύνολο των αυτοφυών φυτών ενός τόπου ή μιας χώρας.
Ψαμμίτης: Πέτρωμα που αποτελείται από συγκολλημένους κόκκους άμμου . Το μέγεθος των κόκκων κυμαίνεται από 2mm έως 1/16mm.
Ωκεάνιος φλοιός: Ο τύπος στερεού φλοιού που δομεί τους σημερινούς ωκεάνιους πυθμένες, κυρίως από βασικά πυριγενή πετρώματα (βασάλτες και γάββρους).
Ωκεανία τάφρος (προτάφρος): Πολύ βαθιά υποθαλάσσια κοιλάδα μέσα στον ωκεανό. Σχηματίζεται στο όριο δύο πλακών που συγκλίνουν, λόγω της κάμψης προς τα κάτω της ωκεάνιας πλάκας που υποβυθίζεται.
Αλπική: Περίοδος της Γήινης ιστορίας που περιλαμβάνει την δημιουργία της οροσειράς των Άλπεων και την καταστροφή του ωκεανού της Τηθύος.
Αλυκή: Πρόκειται για έδαφος που περιέχει κοιτάσματα αλατιού που σχηματίσθηκαν από αβαθείς λίμνες οι οποίες ήταν αρκετά κοντά σε ωκεανούς, ώστε να συγκεντρώνουν αλμυρό νερό και οι οποίες αργότερα αποκόπηκαν από την θάλασσα. Η αργή εξάτμιση του νερού των λιμνών αφήνει πίσω του τους κρυστάλλους του αλατιού.
Ανάστροφο ρήγμα: Ρήγμα παράλληλα στο οποίο ,τα πετρώματα πάνω από το ρήγμα κινούνται προς τα πάνω, σε σχέση με τα από κάτω πετρώματα. Ανάλογα της γωνίας κλίσης του χαρακτηρίζεται ως εφίπευση (>45?) ή επώθηση (<45?)
Ανδεσίτης: Ηφαιστειακό πέτρωμα, προϊόν λιθοποίησης λάβας από μάγμα γρανιτικού τύπου σε ζώνες σύγκλισης λιθοσφαιρικών πλακών .
Ανθρωπόκαινος: νέα γεωλογική εποχή εξαιτίας των γεωλογικών αλλαγών που επιφέρει η ανθρώπινη δραστηριότητα.
Αντίκλινο: πτυχή κυρτού σχήματος σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, δηλαδή που τα σκέλη της κλίνουν εκατέρωθεν του κορυφαίου προς τα κάτω.
Απόκλιση πλακών: Η κίνηση απομάκρυνσης δύο γειτονικών πλακών που συνήθως συνοδεύεται από την δημιουργία υποθαλάσσιας οροσειράς( μεσοωκεάνια ράχη ).
Απολίθωμα: Οποιαδήποτε ένδειξη ζωής του παρελθόντος βρίσκεται μέσα στα πετρώματα. Πρόκειται για υπολείμματα ζώων ή φυτών θαμμένα και διατηρημένα σε πετρώματα που σχηματίστηκαν πριν από την δική μας γεωλογική εποχή.
Απόλυτη χρονολόγηση: Η χρονολόγηση ενός γεωλογικού γεγονότος (π.χ. ηλικία μεταμόρφωσης ενός πετρώματος) , με βάση τα ραδιενεργά στοιχεία που περιέχονται σε ορισμένα πετρώματα.
Αποσάθρωση: Χημική ή φυσική διεργασία με την οποία τα πετρώματα μέσα ή κοντά στην γήινη επιφάνεια, εξαιτίας των ατμοσφαιρικών συνθηκών ,αλλάζουν χρώμα, δομή ,συνοχή, σύσταση με μικρή ή καθόλου μετακίνηση από την αρχική τους θέση.Δια μέσου της διαδικασίας αυτής τα πετρώματα μετατρέπονται σε άμμο ή σε λεπτό χώμα. Με το πέρασμα του χρόνου όλο και περισσότερο μέρος του πετρώματος τρώγεται και στη θέση του μένει μόνο άμμος και λεπτό χώμα.
Άργιλος: Είδος χώματος που αποτελείται κατά το πλείστον από ορυκτά της αργίλου (καολινίτης, μοντμοριλλονίτης, ιλλίτης) και χλωρίτη. Το μέγεθος των κόκκων των ορυκτών είναι μικρότερο των 0.002 mm.
Ασβεστόλιθος: Ιζηματογενές πέτρωμα, αποτελούμενο κυρίως ή αποκλειστικά από το ορυκτό ασβεστίτης (CaC03).
Ασθενόσφαιρα: Το υποκείμενο της λιθόσφαιρας στρώμα της Γης, που χαρακτηρίζεται από πλαστικορροϊκή κατάσταση της ύλης λόγω των εκεί υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων.
Αστρονομία: Επιστήμη που μελετά τα ουράνια σώματα.
Αφανισμός: Πλήρης καταστροφή (εξόντωση) ενός είδους όπως των δεινοσαύρων από φυσικά ή άλλα αίτια.
Ατμόσφαιρα: Μάζα αερίων που περιβάλλει τη Γη κυρίως από άζωτο και οξυγόνο. Εκτείνεται τουλάχιστον μέχρι τα 200 km πάνω από τη στάθμη της θάλασσας .
Βάθυνση ωκεανού: Το λιωμένο πέτρωμα που βρίσκεται μέσα στον μανδύα της γης κινείται σταθερά. Το καυτό ελαφρύτερο πέτρωμα του μανδύα ανεβαίνει και το ψυχρότερο βαρύ πέτρωμα καταβυθίζεται. Το καυτό υγρό πέτρωμα ωθείται προς τα πάνω μέσα από τα ρήγματα του ωκεανού σχηματίζοντας μια οροσειρά κάτω από το νερό που ονομάζεται μεσοωκεάνια ράχη ενώ ταυτόχρονα σχηματίζονται μεγάλες κοιλάδες που ονομάζονται τάφροι καθώς ο μανδύας καταβυθίζεται. Έτσι ενώ από την μια πλευρά έχω διεύρυνση του ωκεανού(Ατλαντικός) από την άλλη έχω στένεμα ενός άλλου(Ειρηνικός).Τα βαριά τμήματα κινούνται προς τα κάτω σχηματίζοντας έτσι βαθιές υποθαλάσσιες κοιλάδες και τάφρους.
Βαθυσκάφος: Υποβρύχιο όχημα παρατηρητήριο που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των ωκεανών.
Βακτηρίδιο: Μονοκύτταρος μικροοργανισμός.
Βαρίσκιος: Προσδιορισμός που παραπέμπει στο μεγάλο ορογενετικό κύκλο του Ανώτερου Παλαιοζωικού (βαρίσκια οροσειρά /, παραμόρφωση ,/ μεταμόρφωση). Συνώνυμο: ερκύνιος
Βαρύτητα: Η δύναμη που έλκει τα σώματα προς το κέντρο της Γης.
Βασάλτης: Ηφαιστειακό πέτρωμα με μικρούς κρυστάλλους, που αποτελεί το κύριο πέτρωμα του ωκεάνιου φλοιού, ενώ στη χέρσο απαντάται και ως μέλος των οφιολιθικών συμπλεγμάτων .
Βασαλτικό μάγμα: Πρωτογενές μάγμα που προέρχεται από την ασθενόσφαιρα και κατεξοχήν συνδέεται με όρια απόκλισης πλακών και κρυσταλλούμενο σχηματίζει γάββρους στο βάθος και βασάλτες στον ωκεάνιο πυθμένα .
Benioff ζώνη: Η επικλινής ζώνη όπου εδρεύουν οι εστίες των μεγάλων σεισμών σε περιοχές σύγκλισης λιθοσφαιρικών πλακών. Ουσιαστικά ταυτίζεται με την τεκτονική επαφή μεταξύ της υποβυθιζόμενης και της προωθούμενης πλάκας .
Βιόσφαιρα: Το γήινο σύστημα που περιλαμβάνει τμήματα της λιθόσφαιρας, της υδρόσφαιρας και της ατμόσφαιρας στα οποία φιλοξενούνται ζώντες οργανισμοί .
Γάββρος: Πλουτώνιο πέτρωμα με μεγάλους κρυστάλλους, που αναπτύσσεται κάτω από τους βασάλτες του ωκεάνιου φλοιού, ενώ στη χέρσο απαντάται και ως μέλος των οφιολιθικών συμπλεγμάτων .
Γαλαξίας: Μία μεγάλη ομάδα εκατομμυρίων αστεριών, που αποτελούν ένα σύστημα. Ο γαλαξίας στον οποίο ανήκει ο πλανήτης μας περιλαμβάνει περίπου 1 τρισεκατομμύρια αστέρια.
Γεωγραφία: Η περιγραφική επιστήμη που ουσιαστικά ασχολείται με τη σημερινή εικόνα της γήινης επιφάνειας, δηλαδή τα φυσικά και ανθρωπογενή χαρακτηριστικά της .
Γεωδυναμική: Είναι κλάδος των γεωεπιστημών, στον οποίο επιχειρείται να εξηγηθούν τα παρατηρούμενα φυσικά φαινόμενα, που αφορούν τον πλανήτη μας, με όρους των βασικών αρχών. Με το πέρασμα του χρόνου, ο όρος έχει πάρει πολλές σημασίες για να καταλήξει να περιλαμβάνει τις απόψεις όλων των δυναμικών διαδικασιών, που συμβαίνουν μέσα και πάνω στη Γη. Σκοπός της είναι να ερμηνεύσει αυτά τα γεγονότα με όρους της φυσικής και της χημείας.
Γεωθερμική βαθμίδα: Η τιμή αύξησης της θερμοκρασίας ανά km από την επιφάνεια της Γης προς το βάθος, που είναι διαφορετική από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με τη θερμική ροή και τη θερμική αγωγιμότητα των πετρωμάτων.
Γεωκεντρισμός: Η παλαιά αντίληψη ότι η Γη είναι το κέντρο του ουράνιου κόσμου, με τον Ήλιο και τους άλλους πλανήτες σε περιστροφή γύρω από αυτήν.
Γεωλογία: Η επιστήμη φαινομένων και διαδικασιών που εκτυλίχθηκαν κυρίως στο στερεό φλοιό της Γης αλλά και των άλλων πλανητών, από την περίοδο του σχηματισμού των μέχρι σήμερα .Διερευνά ένα πολύ μεγάλο και σημαντικό κομμάτι του φυσικού μας κόσμου. Εξ ορισμού μελετά ουσιαστικά το στερεό φλοιό της Γης πάνω στον οποίου ζούμε, κινούμαστε και δημιουργούμε. Αν και αρκετές γεωλογικές έννοιες έχουν την αρχή τους στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, στον Αριστοτέλη και στο Θεόφραστο, στο Στράβωνα και άλλους πρωτοπόρους της ανθρώπινης σκέψης, η συστηματική όμως μελέτη και η αποσαφήνιση πολλών λειτουργιών της Γης ξεκίνησαν ουσιαστικά στα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ μια λογική αντίληψη και ενιαία άποψη για το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων εμφανίστηκε μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα.
Γεωλογική τομή: Η απεικόνιση κατά κατακόρυφο επίπεδο της διάταξης των πετρωμάτων μιας περιοχής από την επιφάνεια μέχρι κάποιο βάθος, που σχεδιάζεται με βάση τα δεδομένα του γεωλογικού της χάρτη .
Γεωλογικό στρώμα: Η αρχικά οριζόντια στιβάδα ιζηματογενούς πετρώματος, που διαφοροποιείται εμφανώς σε σχέση τόσο με το υπερκείμενο όσο και το υποκείμενο του από τη λιθολογία, το χρώμα, τα εγκλειόμενα απολιθώματα και άλλα χαρακτηριστικά .
Γεωλογικός χρόνος: Η γεωκεντρική διάσταση του χρόνου, που ανάγεται δηλαδή στην τάξη μεγέθους των 4, 6 δισεκατ. ετών της ηλικίας της Γης.
Γεωσύγκλινο: αύλακα του στερεού φλοιού που καλύπτεται από θάλασσα.
Γεώσφαιρα: Το θεμελιώδες σύστημα της Γης, δηλαδή η λιθώδης ανόργανη γήινη σφαίρα στο σύνολο της, που μέσω του ανώτερου στρώματος της (λιθόσφαιρα) έρχεται σε επαφή με τα τρία άλλα επιφανειακά συστήματα (υδρόσφαιρα, ατμόσφαιρα, βιόσφαιρα).
Γεωχρονολογική κλίμακα: Ο τυποποιημένος και διεθνώς αποδεκτός πίνακας ταξινόμησης του γεωλογικού χρόνου σε συγκεκριμένες και οριοθετημένες επιμέρους υποδιαιρέσεις (αιώνες, περιόδους κτλ.), μέσα από συνδυασμό σχετικών και απόλυτων χρονολογήσεων παγκοσμίως.
Γνεύσιος: Έντονα μεταμορφωμένο πέτρωμα με μεγάλους κρυστάλλους που προέρχεται από την από καθολική μεταμόρφωση των γρανιτών..
Γρανίτης: Πέτρωμα με μεγάλους κρυστάλλους που σχηματίζεται από κρυστάλλωση γρανιτικού μάγματος βαθιά μέσα στο φλοιό σε χώρους σύγκλισης / σύγκρουσης λιθοσφαιρικών πλακών .
Γρανιτικό μάγμα: Δευτερογενές μάγμα από ανάτηξη πετρωμάτων σε ζώνες σύγκλισης / σύγκρουσης πλακών. Από τη σταδιακή ψύξη του στο βάθος σχηματίζονται πλουτώνια σώματα γρανιτών και διοριτών και στην επιφάνεια ηφαιστειακά σώματα ανδεσιτών και ρυολίθων .
Διάβρωση: Η φθορά του εδάφους εξαιτίας της απομάκρυνσης των υλικών και μεταφορά των προϊόντων με κάποιο ρευστό μέσο προς διαδοχικά χαμηλότερους χώρους και τελικά στη θάλασσα.
Διαγένεση: Το σύνολο των μηχανικών, χημικών και βιολογικών διεργασιών που κυρίως κατατείνουν στη μετατροπή ενός χαλαρού ιζήματος σε συμπαγές πέτρωμα.
Διάκλαση: Τεκτονική επιφάνεια θραυσιγενούς χαρακτήρα, χωρίς διαταραχή της συνέχειας των πετρωμάτων εκατέρωθεν αυτής.
Διαπλάτυνση: Ο ατλαντικός ωκεανός πλαταίνει περίπου 2,5-3 εκατοστά τον χρόνο. Καθώς αυτός διευρύνεται οι ήπειροι της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής απομακρύνονται μεταξύ τους όπως τα κομμάτια μιας πλαστελίνης
Διαπερατό πέτρωμα: Πέτρωμα που επιτρέπει τη διέλευση και κυκλοφορία του νερού (ή άλλου ρευστού) διαμέσου της μάζας του.
Δίνη: Περιστροφική κίνηση του νερού ή του αέρα η οποία προκαλείται από ρεύματα ή ανέμους.
Δίαυλος: φυσική ή τεχνητή δίοδος(πέρασμα) σε θάλασσα ή λίμνη.
Διορίτης: Πλουτώνιο ολοκρυσταλλικό ενδιάμεσης (ασβεστοαλκαλικής) σύστασης, από κρυστάλλωση στο βάθος μάγματος γρανιτικού τύπου σε ζώνες σύγκλισης λιθοσφαιρικών πλακών .
Δολομίτης: Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από ανθρακικό μαγνήσιο. Οι καταρράκτες οφείλουν την ύπαρξη τους στους δολομίτες(από τα πιο αινιγματικά πετρώματα). Στο παρελθόν ο πλανήτης παρήγαγε ασταμάτητα αλλά ξαφνικά σταμάτησε. Ο καταρράκτης είναι αποτέλεσμα τήξης αρχαίων παγετώνων. Το γείσο του καταρράκτη είναι από δολομίτη και γεννιέται λόγω βαρύτητας και τεκτονικής.
Δορυφόρος: Ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τον πλανήτη.
Εβαπορίτες: Χημικά ιζηματογενή πετρώματα που τα ορυκτά τους καθίζησαν στον πυθμένα ρηχής θάλασσας λόγω εξάτμισης του νερού στο οποίο ήταν διαλυμένα Παραδείγματα εβαποριτών θεωρούνται ο γύψος, ο ανυδρίτης ,αλίτης και άλλα.
Έδαφος: Σε κλίμακα Γης το λεπτό επίστρωμα των επιφανειακών πετρωμάτων του φλοιού από χαλαρά προϊόντα της αποσάθρωσης και διάβρωσης αυτών (πεδόσφαιρα). Σε τοπική κλίμακα η συσσώρευση ασύνδετων υλικών (χαλίκια, άμμος, ιλύς, άργιλοι, οργανική ύλη), μεταφερμένων ή μη, που επικαλύπτουν συμπαγή πετρώματα μιας περιοχής.
Είδος: Η κατώτερη μονάδα διαίρεσης των οργανισμών που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Όλα τα μέλη ενός είδους έχουν παρόμοια εμφάνιση και αναπαράγονται επιτυχώς μεταξύ τους.
Έκπλυση: Η απόσπαση και μεταφορά τω· διαλυτών συστατικών ενός εδάφους από το νερό που κατεισδύει διαμέσου της μάζας του .
Εκταφή: Τεκτονική διεργασία με την οποία θαμμένα πετρώματα φτάνουν στην επιφάνεια της γης.
Ένταση σεισμού: Ποιοτικό μέτρο ισχύος ενός σεισμού, που προσδιορίζεται σε βαθμούς της κλίμακας Mercalli ανάλογα με τις επιπτώσεις του στον άνθρωπο και τις κατασκευές του, και διαφέρει από περιοχή σε περιοχή του χώρου που επλήγη
Εξέλιξη : Βαθμιαία αλλαγή των χαρακτηριστικών ενός σώματος και μετάβαση του ,σε μια πιο σύνθετη δομή
Εξωτερικοί πλανήτες: Η τετράδα των μεγάλων πλανητών που βρίσκονται πέραν των εσωτερικών σε σχέση με τον Ήλιο (κατά σειράν: Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας).
Επίκεντρο σεισμού: Η κατακόρυφη προβολή της εστίας του σεισμού πάνω στη γήινη επιφάνεια, με άλλα λόγια η κοντινότερη γεωγραφική περιοχή στο σεισμό.
Επίκληση: Μετατόπιση της θαλάσσιας ακτογραμμής και των γειτονικών της οικοσυστημάτων, προς την ξηρά.
Επιστήμη : Το σύνολο των μεθοδικών γνώσεων που αναφέρονται σε ένα συγκεκριμένο κύκλο φαινομένων.
Επιφάνεια της Γης: Το όριο ανάμεσα στη λιθόσφαιρα και τα τρία υπερκείμενα αυτής συστήματα (υδρόσφαιρα / ατμόσφαιρα / βιόσφαιρα).
Επιφανειακή απορροή: Το νερό που ρέει επιφανειακά στη χέρσο με τη βαρύτητα και μέσω των υδρογραφικών δικτύων καταλήγει τελικά στη θάλασσα.
Εποχή : Μονάδα μέτρησης του γεωλογικού χρόνου που αποτελείται από επιμέρους περιόδους.
Εποχή των παγετώνων : Περίοδος κατά την οποία ένα μεγάλο μέρος της Γης καλύπτεται από πάγους.
Επώθηση: Η ολίσθηση και τεκτονική τοποθέτηση μιας μάζας πετρωμάτων (αλλόχθονη ενότητα) πάνω σε μια άλλη (σχετικά αυτόχθονη), που αποτελείται από τελείως διαφορετικά πετρώματα σε σχέση με την πρώτη .
Ερπυσμός: Η βραδύτατη μεν (της τάξης mm/έτος) αλλά συνεχής μετακίνηση μιας χαλαρής αποσαθρωμένης εδαφικής μάζας σε επικλινή επιφάνεια λόγω βαρύτητας.
Εστία σεισμού: Το σημείο κάτω από την επιφάνεια της Γης που πρωτοεκδηλώθηκε η θραύση και μετακίνηση των πετρωμάτων του σεισμογόνου χώρου και άρχισε η σεισμική δόνηση.
Εστιακό βάθος σεισμού: Η κατακόρυφη απόσταση εστίας - επικέντρου ενός σεισμού, δηλαδή το βάθος που έγινε ο σεισμός
Εσωτερικοί πλανήτες: Η τετράδα των λιθωδών πλανητών που βρίσκονται σε πλησιέστερη θέση ως προς τον Ήλιο (κατά σειράν: Ερμής, Αφροδίτη, Γη, Άρης).
Εφελκυσμός: Οριζόντιο τέντωμα τμημάτων της λιθόσφαιρας που σχηματίζει κανονικά ρήγματα και βυθίσματα.
Εφίππευση: Η ολίσθηση και τεκτονική τοποθέτηση μιας μάζας πετρωμάτων πάνω σε μια άλλη που δομείται από τα ίδια πετρώματα.
Ηλιακό σύστημα: Το σύνολο των πλανητών που περιφέρονται γύρω από ένα αστέρι. Το ηλιακό σύστημα της Γης περιλαμβάνει εννιά πλανήτες οι οποίοι βρίσκονται σε τροχιά γύρω από τον ήλιο.
Ηλιοκεντρισμός: Η θεμελιώδης αρχή της αστρονομίας που πρωτοδιατυπώθηκε από τον Αρίσταρχο το Σάμιο (280 π. Χ.), ότι δηλαδή η Γη και οι άλλοι πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο.
Ήλιος :Το φωτεινό ουράνιο σώμα που αποτελείτο κέντρο του ηλιακού μας συστήματος. Επιπλέον ονομάζουμε κάθε ουράνιο σώμα το κέντρο κάποιου ηλιακού συστήματος.
Ηπειρωτικός φλοιός: Ο τύπος στερεού φλοιού που δομεί τις ηπείρους και την υφαλοκρηπίδα τους και είναι παχύτερος κι ελαφρότερος σε σχέση με τον ωκεάνιο φλοιό .
Ηφαιστειακό πέτρωμα: Πυριγενές πέτρωμα από ψύξη - στερεοποίηση λάβας που εκχύθηκε από ηφαίστειο στη γήινη επιφάνεια και από λιθοποίηση υλικών που εκτινάχθηκαν σε μια ηφαιστειακή έκρηξη (π.χ. πυροκλαστικά) .
Ηφαιστειακό τόξο: Τόξο ενεργών ηφαιστείων πάνω στην προωθούμενη πλάκα κατά τη σύγκλιση πλακών, από το λιώσιμο της υποβυθιζόμενης πλάκας σε μεγάλα βάθη.
Ηφαίστειο: Σχισμή στην γήινη επιφάνεια απ’ όπου βγαίνει κατά καιρούς λάβα που προέρχεται από τα έγκατα της γης. Πολλοί αρχαίοι λαοί πίστευαν ότι τα ηφαίστεια ήταν θεοί.
Θαλάσσιο ίζημα : Πετρώματα που σχηματίζονται σε θαλάσσιο περιβάλλον.
Θερμικό ασθενοσφαιρικό ρεύμα: Βραδύτατη ανακυκλούμενη ροή ύλης στα πετρώματα της θερμής πλαστικορροϊκής ασθενόσφαιρας, που κατευθύνει την κίνηση των λιθοσθαιρικών πλακών που επιπλέουν πάνω της.
Θερμοκρασία: Ο βαθμός θερμότητας ενός σώματος.
Θεωρία: Σύνολο μεθοδικά οργανωμένων κανόνων που ερμηνεύει κάποια γεγονότα.
Θηλαστικό: Η ανώτερη βαθμίδα των σπονδυλωτών, που περιλαμβάνει και τους ανθρώπους.
Ιγκνιμβρίτης είναι ηφαιστειακό πέτρωμα και αποτελεί παραδοσιακό δομικό υλικό. Σχηματίζεται από απόθεση πυροκλαστικών ροών που είναι πλούσιες σε σωματίδια και αέρια τα οποία ρέουν γρήγορα από ένα ηφαίστειο. Αποτελείται από ένα πολύ καλά ταξινομημένο μείγμα ηφαιστειακής τέφρας και ελαφρόπετρας, συνήθως με διάσπαρτα λίθινα θραύσματα. Η τέφρα αποτελείται από θραύσματα γυαλιού και θραύσματα κρυστάλλων.
Ίζημα: Στην καθημερινή γλώσσα σημαίνει κατακάθι και σχηματίζεται με την καθίζηση συστατικών που αιωρούνται ή είναι διαλυμένα στο νερό σε κατάλληλα έγκοιλα που ονομάζονται λεκάνες.
Ιζηματογενές: Πέτρωμα που σχηματίζεται από στερεοποίηση χαλαρών ιζημάτων που αποτίθονται σε ένα ρευστό μέσο.
Ισοστασία: Η ίση προς τα πάνω και κάτω κίνηση του φλοιού της γής.
Ισοϋψής γραμμή: Καμπύλη γραμμή πάνω στον τοπογραφικό χάρτη μιας περιοχής, που ενώνει σημεία της επιφάνειας με το ίδιο απόλυτο υψόμετρο.
Καινοζωικός αιώνας: Αιώνας της ιστορίας της Γης, που άρχισε πριν από 65 εκατ. χρόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Χαρακτηρίζεται από καινούριες μορφές ζωής, που οι περισσότερες υπάρχουν και σήμερα .
Καλδέρα: Η λεβητοειδούς σχήματος εγκατακρημνισιγενής μορφή, που σχηματίζεται σ' ένα ηφαίστειο όταν σωριαστεί το κορυφαίο τμήμα του λόγω απώλειας στήριξης, συνήθως μετά από μία εξαιρετικά μεγάλη έκρηξη
Καληδόνιος: Προσδιορισμός που παραπέμπει στο μεγάλο ορογενετικό κύκλο του Κατώτερου Παλαιοζωικού (καληδόνια οροσειρά / παραμόρφωση / μεταμόρφωση).
Κανονικό ρήγμα: Κεκλιμένο ρήγμα, όπου το υπερκείμενο ρηξιτέμαχος έχει κατέλθει σε σχέση προς το υποκείμενο (κίνηση δηλαδή συμβατή με τη βαρύτητα) σε εφελκυστικό πεδίο τάσεων .
Καταστροφισμός: Το δόγμα ότι ξαφνικά και βίαια καταστροφικά γεγονότα που καταγράφονται στη Βίβλο εξηγούν την προέλευση του κόσμου και την εξέλιξη της ζωής .
Κατείσδυση: Το νερό που εισχωρεί από την επιφάνεια της Γης προς το υπέδαφος και κατά ένα μέρος κατακρατείται κοντά στην επιφάνεια, ενώ το υπόλοιπο κατέρχεται ακόμα βαθύτερα, σχηματίζοντας τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες .
Κατολίσθηση: Η αιφνίδια αποκόλληση και ολίσθηση μιας ασταθούς εδαφικής ή βραχώδους μάζας σε κάποιο πρανές λόγω βαρύτητας, συνήθως μετά από μία σεισμική δόνηση ή παρατεταμένη βροχόπτωση ή υποσκαφή του πρανούς.
Κομήτης: Ουράνιο σώμα με ουρά ,που κινείται σε ασυνήθιστη τροχιά.
Κλίμακα χάρτη: Δηλωτικό στοιχείο ενός χάρτη που δείχνει το μέτρο σμίκρυνσης.
Κροκαλοπαγές: Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από βότσαλα περιτριγυρισμένα από άμμο.
Λάβα: Το διάπυρο φυσικό υλικό που ξεχύνεται από τα έγκατα της Γης στην επιφάνεια κατά τις ηφαιστειακές εκρήξεις.
Λιμναίο ίζημα: Πέτρωμα που σχηματίστηκε από καθίζηση σε λιμναίο περιβάλλον.
Μάζα: Η ποσότητα ύλης που περιέχεται σε ένα σώμα.
Μάγμα: Το λειωμένο υλικό που σχηματίζεται στο εσωτερικό της Γης και περιέχει όλα τα απαραίτητα δομικά συστατικά για το σχηματισμό ορυκτών και πετρωμάτων.
Μαγματικό(Πυριγενές) : Πέτρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια(ηφαιστειακό) ή στο εσωτερικό της Γης από την κρυσταλλοποίηση και στερεοποίηση του μάγματος.
Μανδύας: το παχύρρευστο στρώμα που βρίσκεται κάτω από το στερεό φλοιό της γης και αποτελείται από λειωμένο υλικό(μάγμα).
Μάργα:Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από άργιλο, άμμο και ανθρακικό ασβέστιο. Χημικά και ορυκτολογικά κυμαίνεται μεταξύ ασβεστολίθου και αργίλου. Η τυπική μάργα περιέχει 35-65% άργιλο. Μπορούν να βρεθούν όλες οι ενδιάμεσες συστάσεις μεταξύ ασβεστολίθου και μάργας.
Μάρμαρο: Πέτρωμα που σχηματίζεται από μεταμόρφωση ανθρακικού ιζηματογενούς πετρώματος (ασβεστόλιθου ή δολομίτη.
Μαστόδοντο: Τεράστιο προϊστορικό θηλαστικό που συγγένευε με τον ελέφαντα .Σήμερα βρίσκεται μόνο υπό την μορφή απολιθωμάτων.
Μαύρη τρύπα: Πεδίο με τόσο μεγάλη έλξη βαρύτητας, ώστε η ύλη και η ενέργεια δεν μπορούν να ξεφύγουν. Είναι το σημείο εκείνο του διαστήματος, όπου κάποτε υπήρχε ο πυρήνας ενός γιγάντιου άστρου. Ένας πυρήνας που περιείχε περισσότερα υλικά από δυόμισι ηλιακές μάζες και ο οποίος στην τελική φάση της εξέλιξης του άστρου έχασε την πάλη του ενάντια στη βαρύτητα, με αποτέλεσμα τα υλικά του να καταρρεύσουν και να συμπιεστούν .
Μεγάλη έκρηξη(Big-Bang): Όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της δημιουργίας του Σύμπαντος και της εκρηκτικής διαστολής που ακολούθησε μετά.
Μέγεθος σεισμού: Ποσοτική έννοια που χαρακτηρίζει με απόλυτο τρόπο ένα σεισμό και εκφράζει το πόση ενέργεια εκλύθηκε στην εστία του σε βαθμούς της κλίμακας Richter .
Mercalli κλίμακα: Βαθμονομημένη (I έως XII) κλίμακα μέτρησης της έντασης μιας σεισμικής δόνησης σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο, από την εκτίμηση των επιπτώσεων της στον άνθρωπο, τις τεχνικές κατασκευές και το περιβάλλον .
Μεσοζωικός αιώνας: Ο γεωλογικός αιώνας της ιστορίας της Γης ανάμεσα στα 250 και τα 65 εκατ. χρόνια πριν από σήμερα. Χαρακτηρίζεται από προηγμένες μορφές ζωής, η πλειονότητα των οποίων σήμερα έχουν εξαφανιστεί.
Μεσοωκεάνια ράχη: Υποθαλάσσια οροσειρά στον ωκεάνιο πυθμένα με τραχύ ανάγλυφο πάνω σε όρια απόκλισης λιθοσφαιρικών πλακών, που χαρακτηρίζεται από ενεργή ηφαιστειακή και σεισμική δραστηριότητα.
Μεταμορφωμένο πέτρωμα: Κάθε πέτρωμα που προέκυψε από μετασχηματισμό προϋπαρχόντων πετρωμάτων, σε υψηλές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βαθιά μέσα στο φλοιό.
Μετατόπιση ηπείρων: Οι ήπειροι της γης όπως τα κομμάτια της ξερής λάσπης μοιάζουν με μεγάλα κομμάτια ενός οδοντωτού πάζλ. Οι ακτές των ηπείρων έχουν ακανόνιστα σχήματα τα οποία φαίνονται να ταιριάζουν μεταξύ τους .Κατά το παρελθόν ισχυρές πιέσεις μέσα στην γη πιθανό να έκοψαν μία μεγάλη μάζα ξηράς σε κομμάτια , τα οποία σήμερα σχηματίζουν τις ξεχωριστές ηπείρους πάνω στην γη.
Μεταμόρφωση: Η διαδικασία βάθους που οδηγεί στο μετασχηματισμό ενός αρχικού πετρώματος σ' ένα νέο πέτρωμα (μεταμορφωμένο), μετά από θέρμανση και πίεση.
Μεταμόρφωση επαφής: Η θερμική μεταμόρφωση των πετρωμάτων γύρω από μία μαγματική διείσδυση, λόγω της θερμότητας που αποδίδεται σε αυτά από το μάγμα που ψύχεται και λιθοποιείται.
Μεταμόρφωση καθολική (δυναμοθερμική):Η μεταμόρφωση μεγάλων τμημάτων του φλοιού στα ορογενετικά τόξα, που συντελείται σε συνθήκες βάθους λόγω δραστικών μεταβολών των τιμών πίεσης και θερμοκρασίας στα πετρώματα.
Μετεωρίτης: Μεγάλο θραύσμα αστρικής ύλης , εξωγήινης προέλευσης, που κατέπεσε στην επιφάνεια της Γης από το Διάστημα.
Μιγματίτης: Υβριδικού τύπου πέτρωμα με ανάμικτους χαρακτήρες πυριγενούς και μεταμορφωμένου, προϊόν ακραίων μεταμορφικών συνθηκών, δηλαδή λίγο πριν από την πλήρη τήξη ενός μεταμορφωμένου πετρώματος στο τοίχωμα μιας βαθιολιθικής διείσδυσης.
Μόλασσα: Σύνολο πετοωμάτων, που σχηματίστηκαν στην οπισθοτάφρο ενός ορογενετικού τόξου και συνεπώς δεν ενεπλάκησαν στη διαδικασία της ορογένεσης. Είναι περιγραφικός όρος παράλιας ιζηματογενούς φάσης. Ο σχηματισμός της χαρακτηρίζει μία μεταορογενετική περίοδο.
Moho: Συντομογραφία της «ασυνέχειας»), που οριοθετεί το στερεό φλοιό από το μανδύα και ονομάστηκε έτσι από το όνομα του Κροάτη σεισμολόγου που την ανακάλυψε το 1909.
Μύθος: Παραδοσιακή αφήγηση που σχετίζεται συχνά με θεούς ή ήρωες.
Νησιωτικό τόξο: Τόξο νησιών από υποθαλάσσια όρη ή και ηφαίστεια, που σχηματίζεται στο μέτωπο της προωθούμενης πλάκας, κάτω από την οποία υποβυθίζεται μια άλλη ωκεάνια πλάκα. Αποτελεί το τμήμα ενός ορογενετικού τόξου, όπου εκδηλώνεται το φαινόμενο της ορογένεσης.
Νηριτικά: Ιζήματα που αποτίθενται σε βυθό θαλασσών μικρότερο των 200 μέτρων.
Ογκόλιθος: Ακατέργαστη πέτρα μεγάλων διαστάσεων.
Όγκος: Ο χώρος που κατέχει ένα σώμα (στερεό, υγρό ή αέριο).
Οικοσύστημα: Φυσικό σύστημα αποτελούμενο από έμβια όντα και ανόργανη ύλη που βρίσκεται σε μια δυναμική ισορροπία.
Οπισθοτάφρος: Υποθαλάσσια λεκάνη αβαθέστερη της προτάφρου, που σχηματίζεται πίσω από το νησιωτικό τόξο (δηλαδή πάνω στην προωθούμενη πλάκα) και αποτελεί την εφελκυστική δομή ενός ορογενετικού τόξου .
Οργανισμός: Κάθε έμβιο όν.
Oριζοντιολισθητικό ρήγμα: Ρήγμα όπου τα δυο ρηξιτεμάχη έχουν ολισθήσει πλευρικά μεταξύ τους, με σαφή επικράτηση της οριζόντιας συνιστώσας κίνησης σε σχέση με την κατακόρυφη.
Oρογενετικό τόξο: Το σύνολο των μορφολειτουργικών δομών (προτάφρος, νησιωτικό τόξο, οπισθοτάφρος, ηφαιστειακό τόξο), που διαμορφώνεται με τοξοειδή διάταξη στις ζώνες σύγκλισης λιθοσφαιρικών πλακών.
Ορογένεση: Η ανάδυση του όρους. δηλαδή η διαδικασία γένεσης των βουνών κατά την διάρκεια σύγκλισης των λιθοσφαιρικών πλακών.
Ορυκτό: Χημική ένωση στοιχείων που κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας έχει καθορισμένες φυσικές και χημικές ενότητες.
Οφιόλιθοι: Σύνολο πετρωμάτων, τμήματα παλαιού ωκεανού ,που σχηματίζονται από την κρυστάλλωση της λάβας που εκχύνεται σε περιοχές απόκλισης πλακών.
Παγετώνας : Οι σωροί των πάγων στις πολικές περιοχές ή στα μεγάλα υψόμετρα.
Παλαιοζωικός αιώνας: Ο γεωλογικός αιώνας της ιστορίας της Γης ανάμεσα στα 540 και τα 250 εκατ. χρόνια πριν από σήμερα. Χαρακτηρίζεται από παλαιές μορφές ζωής, η μεγάλη πλειονότητα των οποίων σήμερα έχουν εξαφανιστεί.
Παλαιοντολογία: Κλάδος της Γεωπιστήμης που ασχολείται με τα απολιθωμένα είδη που έζησαν στην Γη κατά τους διάφορους Γεωλογικούς αιώνες.
Παλίρροια: Η ανύψωση και πτώση της στάθμης των θαλασσών εξαιτίας της βαρυτικής έλξης της σελήνης και του ήλιου και της περιστροφής της γης γύρω από τον ήλιο.
Παλαιοακτές: Ακτογραμμές παλαιές που έχουν ανυψωθεί πάνω από το σημερινό επίπεδο της θάλασσας με τεκτονικές κινήσεις.
Παλαιομαγνητισμός: Ο προσδιορισμός των παλαιών μαγνητικών πεδίων της Γης, από τη μελέτη του προσανατολισμού των Fe-ούχων ορυκτών μέσα σε πετρώματα που έχουν απολιθώσει το μαγνητικό πεδίο της εποχής γένεσης τους .
Πανγαία: Η παγκόσμια ενιαία υπερήπειρος που υπήρξε στο χρονικό διάστημα μεταξύ 250 και 200 εκατ. ετών της ιστορίας της Γης και από τον κατακερματισμό της προέκυψαν οι σημερινές ήπειροι .
Πανίδα: Το σύνολο των ζωικών ειδών μιας περιοχής.
Πελαγικό ίζημα: Αυτό του αποτίθεται σε θαλάσσιο χώρο με βάθος μεγαλύτερο των 1000 μέτρων.
Παραμόρφωση τεκτονική: Η μεταβολή της θέσης στο χώρο, του σχήματος ή και του όγκου μιας μάζας πετρωμάτων, που συντελούνται σε διάφορα βάθη στο φλοιό.
λόγω της δράσης των ενδογενών / τεκτονικών δυνάμεων.
Περιδοτίτης: Υπερβασικό πυριγενές πέτρωμα του λιθοσφαιρικού μανδύα, που απαντάται σήμερα στην επιφάνεια ως μέλος οφιολιθικών συμπλεγμάτων .
Πέτρωμα: Στερεό υλικό του φλοιού που αποτελείται από ορυκτά.
Πέτρωμα σκουριασμένο: Πέτρωμα με πορτοκαλιές ή κοκκινοκαφετιές αποχρώσεις που περιέχουν συνήθως σίδηρο. Το οξυγόνο του αέρα όταν έρχεται σε επαφή με τον σίδηρο του πετρώματος σχηματίζει την σκουριά(οξείδιο του σιδήρου).
Πλάκα (τεκτονική ή λιθοσφαιρική):Ανώτερο στρώμα της γης αποτελούμενο από πετρώματα του φλοιού και υλικά του άνω μανδύα.
Πηγή: Σημείο της επιφάνειας της Γης, στη χέρσο ή υποθαλάσσιο, όπου εκδηλώνεται αποφόρτιση ενός υδροφόρου ορίζοντα με έξοδο νερού από φυσικά αίτια.
Πλατώ : Οροπέδια, υψίπεδα συνήθως με βασαλτικές λάβες.
Πλευρική ολίσθηση πλακών. Η κίνηση οριζόντιας μετατόπισης μιας πλάκας ως προς γειτονική της κατά μήκος ενός ρήγματος μετασχηματισμού.
Πλουτώνιο πέτρωμα: Πυριγενές πέτρωμα από την ψύξη - κρυστάλλωση μαγματικού σώματος, που διείσδυσε στα πετρώματα του φλοιού σε κάποιο βάθος κάτω από την επιφάνεια.
Προκάμβριο: Το προ του Φανεροζωικό μεγααιώνα χρονικό διάστημα της ιστορίας της Γης (σχεδόν το 90% αυτής) το οποίο ο όγκος των στοιχείων ήταν πολύ περιορισμένος λόγω του χαοτικού χαρακτήρα των πετρωμάτων και της ανυπαρξίας κλασικών απολιθωμάτων. Συνώνυμο: Κρυπτοζωικό.
Προοδευτική μεταμόρφωση: Η μεταμόρφωση των πετρωμάτων μιας ωκεάνιας πλάκας που υποβυθίζεται.
Προσαύξηση ηπείρου: Η σταδιακή προσαύξηση του μεγέθους μιας ηπείρου.
Πτυχή: Δομές που δημιουργούνται από συμπιεστικές δυνάμεις δηλαδή δυνάμεις με αντίθετες κατευθύνσεις σπρώχνουν αντίθετα τμήματα του φλοιού της γης, η συμπιεσμένη ξηρά μαζεύεται και δημιουργεί νέα σχήματα που ονομάζονται πτυχώσεις..Η εξωτερική επιφάνεια της πτυχωμένης ξηράς έχει κυματοειδή εμφάνιση.
Πυριγενές πέτρωμα : Πέτρωμα που σχηματίσθηκε από λιωμένο πέτρωμα(μάγμα).
Πυροκλαστικό πέτρωμα: Πέτρωμα αποτελούμενο από θραύσματα λάβας ή κάθε είδους υλικά που κινήθηκαν στον αέρα ή το νερό κατά την έκρηξη ενός ηφαιστείου και στη συνέχεια καθίζησαν και λιθοποιήθηκαν.
Ρήγμα: Επιφάνεια σπασίματος που διακόπτει τη συνέχεια των πετρωμάτων, κατά μήκος της οποίας γίνεται μετακίνηση των πετρωμάτων.
Ρήγμα μετασχηματισμού: Ρήγμα παράλληλα στο οποίο, τα πετρώματα κινούνται οριζόντια.
Ρηξιτέμαχος: Το μετατοπισμένο λόγω ρήγματος τέμαχος πετρωμάτων σε σχέση με το διπλανό του, από την άλλη πλευρά της ρηξιγενούς επιφάνειας.
Richter κλίμακα: Λογαριθμική ανοιχτή κλίμακα προσδιορισμού του μεγέθους των σεισμών, με βάση τις καταγραφές τους στους σεισμογράφους.
Ρυόλιθος: Ηφαιστειακό πέτρωμα, που προέρχεται από λάβες γρανιτικού μάγματος στις ζώνες σύγκλισης και σύγκρουσης λιθοσφαιρικών πλακών.
Σαβάνα: μεγάλη έκταση με πυκνή χαμηλή βλάστηση και διάσπαρτα δέντρα ,στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές,
Σεισμικό κύμα: Κάθε είδους κύμα που παράγεται από την αιφνίδια μεταβολή του όγκου και του σχήματος του σεισμογόνου χώρου κατά την εκδήλωση ενός σεισμού και προκαλεί δόνηση στην επιφάνεια.
Σεισμογόνο ρήγμα: Ρήγμα που έχει δώσει σεισμούς στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν και προβλέπεται η επαναδραστηριοποίηση του και στο μέλλον.
Σεισμογόνος χώρος: Χώρος στο εσωτερικό της Γης, όπου λόγω των λιθοσφαιρικών κινήσεων συσσωρεύονται τάσεις, από την αποφόρτιση των οποίων παράγεται σεισμική δραστηριότητα .
Σεισμός: Η βίαιη δόνηση ενός τμήματος της γήινης επιφάνειας, που παράγεται στο βάθος από την ξαφνική μετατόπιση των ρηξιτεμαχών ενός σεισμογόνου ρήγματος λόγω εκτόνωσης των εκεί συσσωρευμένων τάσεων
Στερεός φλοιός: Το εξωτερικό τμήμα της γης που αποτελείται από στερεά πετρώματα.
Στρωματογραφική στήλη: Η σχηματική απεικόνιση της αλληλουχίας στρωμάτων μιας περιοχής με τη μορφή κατακόρυφης στήλης, όπου στην κατώτερη θέση τοποθετείται το αρχαιότερο στρώμα και σε διαδοχικά υψηλότερες κατά σειρά τα νεότερα.
Στρώμα : Ένα διακριτό λόγω χρώματος, κοκκομετρίας, σύστασης κλπ., τμήμα ιζηματογενούς πετρώματος.
Στρωματοηφαίστειο: Η τυπική κωνική μορφή ηφαιστείου σε ζώνες σύγκλισης λιθοσφαιρικών πλακών, που δομείται από εναλλαγές στρώσεων παλαιότερων λιθοποιημένων λαβών και πυροκλαστικών πετρωμάτων.
Στρώση: Σύστημα π παράλληλων επιφανειών που ορίζουν διαφορετικά στρώματα.
Σύγκλινο: Η στοιχειώδης μορφή πτυχής κοίλου σχήματος σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, δηλαδή τα σκέλη της συγκλίνουν στο πυθμαίο προς τα κάτω .
Σύγκλιση πλακών. Η κίνηση προσέγγισης μεταξύ δυο λιθοσφαιρικών πλακών, οπότε η μία από αυτές (ωκεάνια) εξαναγκάζεται να καμφθεί και να υποβυθιστεί κάτω από την άλλη (ηπειρωτική ή ωκεάνια).
Σύμπαν: Ο αχανής χώρος μέσα στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα.
Σπείρα: Ελικοειδές σχήμα.
Σπονδυλωτό: Ζώα με σπονδυλική στήλη. Πρόκειται για μια μεγάλη ομάδα που περιλαμβάνει τα ψάρια, αμφίβια, ερπετά, πουλιά και τα θηλαστικά.
Συμπίεση: Οριζόντια συρρίκνωση της λιθόσφαιρας που σχηματίζει συχνά ανάστροφα ρήγματα και εξάρσεις. Συνήθως οδηγεί σε ορογένεση.
Σχετική χρονολόγηση: Ο προσδιορισμός της ηλικίας ενός πετρώματος ή ενός γεωλογικού γεγονότος με καθαρά γεωλογικά κριτήρια, δίχως καμμία αναφορά σε συγκεκριμένο αριθμητικό μέγεθος γεωλογικού χρόνου (βλ. και «διατεμνόμενη σχέση»).
Σχισμός: Σχιστότητα που προκαλείται από την παραμόρφωση σε υψηλές συνθήκες.
Σχιστόλιθος: Γενικός χαρακτηρισμός για τα έντονα σχιστοποιημένα μεταμορφωμένα πετρώματα, που εξειδικεύεται με την προσδιοριστική αναφορά του επικρατέστερου νέου ορυκτού τους (π.χ. μαρμαρυγιακός σχιστόλιθος).
Σχιστότητα: Δευτερογενές σύστημα επιφανειών που δημιουργείται κατά στην μεταμόρφωση από την παράλληλη τοποθέτηση των ορυκτών.
Τάφρος: Τεράστιο χαντάκι
Τεκτονική: Ο κλάδος της Γεωλογίας που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της γης.
Τεκτονική ανύψωση: Τεκτονική κατακόρυφη άνοδος τμημάτων της επιφάνειας της γης.
Τεκτονικό βύθισμα: Μια κοιλότητα της επιφάνειας της γης που προκαλείται από κανονικά παράλληλα ρήγματα
Τεκτονικές πλάκες: Πλάκες που αποτελούν το εξωτερικό μέρος του στερεού φλοιού της γης.
Τόφφοι: Είναι πετρώματα που σχηματίζονται από την καθίζηση υλικών, που εκτινάσσονται από διάφορα ηφαίστεια. Διακρίνονται ανάλογα με τον τύπο της λάβας σε βασαλτικούς τόφφους, ρυολιθικούς τόφφους, κ.λ.π.). Είναι πολύ διαδεδομένο πέτρωμα και υπάρχει άφθονο στη περιοχή μας.
Τηθύς: Διαχρονικός ωκεανός ανάμεσα Ευρασία από τη μια και την Αφρική/Αραβία / Ινδία από την άλλη, που τα τελευταία 40 εκατ. χρόνια σταδιακά εξαφανίζεται λόγω σύγκρουσης των εκατέρωθεν λιθοσφαιρικών πλακών.
Τσουνάμι: Σεισμικό θαλάσσιο κύμα.
Υδρολογικός κύκλος: Η αέναη και γενικά σταθερή κυκλοφορία νερού από τη θάλασσα μέσω της ατμόσφαιρας προς τη χέρσο και η επιστροφή του στην ατμόσφαιρα από τη θάλασσα και τη χέρσο. Συνώνυμο: κύκλος του νερού.
Υδρόσφαιρα: Το υδάτινο σύστημα της Γης, τόσο στην υγρή όσο και στη στερεή (παγετική) κατάσταση του νερού.
Υδροφόρος ορίζοντας: Γεωλογικός σχηματισμός στο υπέδαφος κορεσμένος σε νερό, που μπορεί να αποθηκεύσει σημαντική ποσότητα, ικανή να τροφοδοτεί πηγή ή έργο εκμετάλλευσης (πηγάδι, γεώτρηση)
Υποβύθιση: Η εξελισσόμενη διαδικασία κατά την οποία μία λιθοσφαιρική πλάκα υποβυθίζεται κάτω από μία άλλη.
Υπόμνημα χάρτη: Απαραίτητο συνοδό στοιχείο ενός χάρτη, όπου επεξηγούνται οι κωδικοποιημένοι συμβολισμοί που απεικονίζονται σ' αυτόν (χρώματα, γραμμογραφήματα, σύμβολα κτλ.).
Υποχώρηση : Η οπισθοχώρηση της ζώνης υποβύθισης λόγω του βάρους της βυθιζόμενης πλάκας.
Ύφαλος : Βράχος του βυθού που φτάνει έως την επιφάνεια της θάλασσας ή σκεπάζεται μόλις από νερά.
Φανεροζωικός μεγααιώνας: Ο μεγααιώνας της «φανερής ζωής» στην ιστορία της Γης, με την έννοια της ύπαρξης πληθώρας απολιθωμάτων στα γεωλογικά του στρώματα. Συμπεριλαμβάνει τον Παλαιοζωικό, το Μεσοζωικό και τον Καινοζωικό αιώνα.
Φάση ιζήματος: Το σύνολο των λιθολογικών (λιθοφάση) και βιολογικών (βιοφάση) χαρακτήρων ενός ιζηματογενούς πετρώματος, που επιτρέπουν τον προσδιορισμό των παλαιογεωγραφικών συνθηκών σχηματισμού του.
Φάση μεταμόρφωσης: Σχήμα περιγραφής και ταξινόμησης των μεταμορφωμένων πετρωμάτων ανάλογα με τις συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας που υπέστησαν, όπως πιστοποιούνται από συγκεκριμένα ορυκτά-δείκτες που περιέχονται στη σύσταση τους .
Φλέβα μαγματική: Πλακοειδές πλουτώνιο σώμα, που διαπερνά κατακόρυφα ή υπό γωνία τα φιλοξενούντα γεωλογικά στρώματα και σχηματίστηκε από μαγματική διείσδυση σε προϋπάρχουσα επιφάνεια διάρρηξης των πετρωμάτων (π.χ. ρήγμα).
Φλύσχης: Δεν αναφέρεται σ' ένα συγκεκριμένο πέτρωμα, αλλά χρησιμοποιείται για να δηλώσει θαλάσσια ιζηματογενή φάση. Πρόκειται για σχηματισμό από πετρώματα (κυρίως αργιλικά και ανθρακικά, κροκαλοπαγή, ψαμμίτες), που σχηματίστηκαν πάνω από μια ζώνη υποβύθισης.
Φαινόμενο: Κάθε μεταβολή στον υλικό κόσμο, που γίνεται αντιληπτή είτε με τα αισθητήρια είτε με άλλα ,ειδικά όργανα.
Φαινόμενο του Θερμοκηπίου: Η συγκράτηση από την ατμόσφαιρα της θερμικής ενέργειας του Ήλιου και η επακόλουθη συσσώρευση θερμότητας από την Γη.
Χαρτογράφηση: Η σύνταξη χάρτη.
Χερσαίο ίζημα: Αυτό που σχηματίζεται πάνω στην ξηρά.
Χλωρίδα: Το σύνολο των αυτοφυών φυτών ενός τόπου ή μιας χώρας.
Ψαμμίτης: Πέτρωμα που αποτελείται από συγκολλημένους κόκκους άμμου . Το μέγεθος των κόκκων κυμαίνεται από 2mm έως 1/16mm.
Ωκεάνιος φλοιός: Ο τύπος στερεού φλοιού που δομεί τους σημερινούς ωκεάνιους πυθμένες, κυρίως από βασικά πυριγενή πετρώματα (βασάλτες και γάββρους).
Ωκεανία τάφρος (προτάφρος): Πολύ βαθιά υποθαλάσσια κοιλάδα μέσα στον ωκεανό. Σχηματίζεται στο όριο δύο πλακών που συγκλίνουν, λόγω της κάμψης προς τα κάτω της ωκεάνιας πλάκας που υποβυθίζεται.