Εις την γη του Ιπποκράτους
Ο γέρο κούφιος πλάτανος πληγωμένος ταλαντεύεται στο σκληρό φως της ημέρας.
Γιατί το βλέπω, φαντάσματα είμαστε, τίποτα άλλο, όσο επιζούμε, κούφια σκιά[ Σοφοκλής].
Είναι θαύμα που ακόμη εξακολουθεί να αναπνέει, να ευδοκιμεί και να βγάζει πράσινα φύλλα. Κανείς δεν ξέρει πώς δεν έχει ανατραπεί κατά τη διάρκεια των έντονων καταιγίδων. Οι ρίζες του αναπτύσσονται με αργό ρυθμό, χρόνο με τον χρόνο, αναζητώντας τα αναγκαία θρεπτικά συστατικά για τα φύλλα και τα κλαδιά του.
Αναζητά τη νιότη, όμως τα γηρατειά έχουν φτάσει.
Τα φύλλα του έχουν σταματήσει να ψιθυρίζουν μυστικά, ο φλοιός έχει πάψει να τραγουδά την Αρχιχρονιά, οι κοπέλες της Χώρας δεν τον αγκαλιάζουν πια και οι ρίζες σιγά σιγά το εγκαταλείπουν.
Κάθε δαχτυλίδι του, μια σελίδα από ένα ένδοξο ημερολόγιο που πλησιάζει στο τέλος του.
« Εις την γη του Ιπποκράτους, Πλάτανος ετών χιλίων, Κρήνας και ναούς σκεπάζει». Είχε γράψει για το πιο ξακουστό δέντρο σε αστικό ιστό πόλης ο φαναριώτης ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος. Άραγε για πόσο;