Σαν σφήκα...
Σε αυτό το έργο, ο Αριστοφάνης χαίρεται να βρίζει τους Αθηναίους συμπολίτες του και το εριστικό ήθος τους. Ένας από αυτούς, ο Φιλόκρεοντας, έχει μανία με τις δίκες και πηγαίνει κάθε πρωί τα ξημερώματα στο δικαστήριο να κρίνει τις υποθέσεις της ημέρας, σαν σφήκα που παρενοχλεί τους άλλους με το κεντρί της. Ο γιος του και οι δύο σκλάβοι του προσπαθούν όσο καλύτερα μπορούν να τον περιορίσουν στο σπίτι του για να τον θεραπεύσουν από την ασθένειά του. Οι ηθοποιοί ήταν επίσης μεταμφιεσμένοι στη σκηνή σαν το εν λόγω έντομο, στολισμένοι με έναν ριγέ χιτώνα και ένα τεράστιο κεντρί.
Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα Λήναια το 422 π.Χ. και πραγματεύεται τη δικομανία των Αθηναίων και τη λειτουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Στις Σφήκες, ο Αριστοφάνης με τον αξεπέραστα αιχμηρό του τρόπο, καταπιάνεται με ένα ζήτημα βαθιά κοινωνικό: τη διάβρωση του δικαστικού συστήματος, του ακρογωνιαίου λίθου της δημοκρατίας στην αρχαία Αθήνα. Ο δικομανής ηλικιωμένος δικαστής ζει για να καταδικάζει «ενόχους» κι από την άλλη ο απεγνωσμένος γιος του, ένα σαθρό σύστημα που μοιράζει επιδόματα και μια ολόκληρη κοινωνία από Σφήκες: άτομα σκληρά με οξύ κεντρί, ακόρεστη όρεξη για κριτική και μηδενική διάθεση για αυτοκριτική. Μια κοινωνία εγκλωβισμένη μέσα στο αποπνικτικό κουκούλι της διχόνοιας και της κακεντρέχειας. Μια κοινωνία που συστρέφεται, σπαρταρά, εξαπολύει κατηγορώ και καταλήγει να τρέφεται από το ίδιο της το δηλητήριο.
Ένα μικρό απόσπασμα από τις Σφήκες του Αριστοφάνη:
Θα μιλήσουμε τώρα σ᾽ εσάς,
1010τις χιλιάδες που κάθεστ᾽ εδώ,
θα σας πούμε δυο λόγια σωστά,
μα το νου σας, μην πάει και χαθούν
και του κάκου σκορπίσουν στη γη.
Τέτοιο πράμα οι αμόρφωτοι μόνο θεατές
το παθαίνουν· σ᾽ εσάς δεν ταιριάζει.
Όσοι λόγια σταράτα αγαπούνε ν᾽ ακούν,
ας προσέξουν σ᾽ αυτά που τους λέω.
Στους θεατές ο ποιητής λαχταρά πια να πει
το παράπονο που είχε κρυμμένο.
Ενώ τόσα τους είχε προσφέρει καλά,
τ᾽ άδικο είδε απ᾽ αυτούς δίχως λόγο·
άλλους πρώτα βοηθούσε ποιητές στα κρυφά
και χωρίς να το ξέρει κανένας·
ακλουθούσε το σύστημα αυτού του σοφού
του Ευρυκλή, του εγγαστρίμυθου μάντη,
1020μες σε ξένες χωνόταν κοιλιές, κωμικά
τότ᾽ ευρήματα πλήθος σκορπώντας,
αλλ᾽ αργότερα βγήκε κι αυτός φανερά
στο βαρύ κι επικίνδυνο αγώνα
χαλινάρια κρατώντας μουσών σπιτικών
κι όχι ξένων, σαν που έκανε πρώτα.
Κι ενώ πήγε ψηλά κι είδε τόσες τιμές
από σας, που κανένας ώς τότε
δεν τις είδε ποιητής, δεν ξιπάστηκε αυτός,
τα μυαλά του δεν πήραν αέρα·
τις παλαίστρες ποτέ με σκοπούς πονηρούς
δεν τις έφερε βόλτα όπως άλλοι·
και ποτέ του δεν είπε το «ναι» σε εραστή
που είχε πριν μιαν αγάπη και τώρα
του ζητούσε, από μίσος, να γράψει γι᾽ αυτήν
πικρούς στίχους μες στο έργο του· λέει:
«δεν την κάνω μεσίτρα τη μούσα μου εγώ,
τη συντρόφισσα αυτή της ζωής μου·»
Γεωδίφης
Από την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=141&page=24