ΘΕΜΑΤΑ

ΑΝΤΙΤΗΛΟΣ1 ΑΡΚΟΙ2 ΑΡΚΟΝΗΣΟΣ3 ΑΡΜΑΘΙΑ1 ΑΣΤΑΚΙΔΑ1 ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ9 ΑΥΓΟ1 ΓΑΔΑΡΟΣ6 ΓΑΙΑ3699 ΓΛΑΡΟΣ1 ΓΥΑΛΙ31 ΔΙΒΟΥΝΙΑ2 ΔΟΛΙΧΗ1 ΕΛΛΑΔΑ1507 ΖΑΦΟΡΑΣ ΜΑΚΡΥΣ1 ΙΑΣΟΣ4 ΙΜΙΑ2 ΚΑΛΑΒΡΟΣ1 ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ3 ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ1 ΚΑΛΟΛΙΜΝΟΣ2 ΚΑΛΥΜΝΟΣ156 ΚΑΜΗΛΟΝΗΣΙ2 ΚΑΝΔΕΛΙΟΥΣΑ3 ΚΑΡΠΑΘΟΣ13 ΚΑΣΟΣ8 ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ20 ΚΑΣΤΡΙ1 ΚΕΔΡΕΑΙ[SEDIR]1 ΚΕΡΑΜΟΣ1 ΚΙΝΑΡΟΣ1 ΚΝΙΔΟΣ26 ΚΟΛΟΦΩΝΑΣ1 ΚΟΥΝΕΛΙ1 ΚΡΕΒΑΤΙΑ1 ΚΩΣ2210 ΛΕΒΙΘΑ3 ΛΕΙΨΟΙ6 ΛΕΠΙΔΑ1 ΛΕΡΟΣ32 ΛΕΣΒΟΣ1 ΛΥΤΡΑ1 ΜΥΝΔΟΣ1 ΝΕΚΡΟΘΗΚΗ1 ΝΕΡΟΝΗΣΙ1 ΝΗΠΟΥΡΙ1 ΝΗΣΟΣ1 ΝΙΜΟΣ1 ΝΙΣΥΡΟΣ186 ΞΕΝΑΓΟΡΑ ΝΗΣΟΙ1 ΟΦΙΔΟΥΣΑ1 ΠΑ.ΦΩ.ΚΩ43 ΠΑΤΜΟΣ29 ΠΑΧΕΙΑ6 ΠΕΝΤΙΚΟΝΗΣΙΑ1 ΠΕΤΡΟΚΑΡΑΒΟ1 ΠΙΑΤΑ1 ΠΙΤΤΑ1 ΠΛΑΤΕΙΑ1 ΠΛΑΤΗ2 ΠΟΝΤΙΚΟΥΣΑ1 ΠΡΑΣΟ1 ΠΡΑΣΟΝΗΣΙ1 ΠΡΑΣΟΝΗΣΙΑ1 ΠΡΑΣΟΥΔΑ ΚΑΤΩ1 ΠΥΡΓΟΥΣΑ5 ΡΟΔΟΣ134 ΡΩ1 ΣΑΒΟΥΡΑ1 ΣΑΜΟΣ13 ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ60 ΣΑΡΑΚΙ1 ΣΑΡΙΑ1 ΣΕΣΚΛΙ1 ΣΟΧΑΣ1 ΣΤΡΟΒΙΛΟΣ1 ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ[ΑΓΑΘΟΝΗΣΙΟΥ]1 ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ[ΜΕΓΙΣΤΗΣ]1 ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ[ΝΙΣΥΡΟΥ]3 ΣΥΜΗ38 ΣΥΡΝΑ4 ΣΦΥΡΝΑ1 ΤΕΛΕΝΔΟΣ1 ΤΕΡΜΕΡΑ1 ΤΗΛΟΣ28 ΤΡΑΓΟΝΕΡΑ1 ΤΡΑΓΟΥΣΑ1 ΤΣΟΥΚΑ1 ΦΑΡΜΑΚΟΝΗΣΙ3 ΧΑΛΚΗ15 ΨΕΡΙΜΟΣ22
Εμφάνιση περισσότερων

Αναμνήσεις από την Κω

Βίλα Μπρουνετι, Κως 1940.

Πέρασα την παιδική μου ηλικία και την εφηβεία μου στην Κω, μια γωνιά του Παραδείσου, με πλούσια ιστορία και πολιτισμό, όπου ζούσαν ειρηνικά μεταξύ τους Έλληνες, Εβραίοι, Τούρκοι και Ιταλοί.

Δεν ξέχασα ποτέ ότι προς το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου οι κάτοικοι της Κω, θέλω να πω οι Έλληνες, με κίνδυνο της ζωής τους βοήθησαν τους Ιταλούς αιχμαλώτους να δραπετεύσουν.

Στο πράσινο νησί όπου το νερό έτρεχε άφθονο και ευωδίαζαν λογής λογής λουλούδια (γιασεμιά, τριαντάφυλλα, ορχιδέες, μπουκαμβίλιες, φοινικιές, ακακίες, ευκάλυπτοι και τεράστιοι ιβίσκοι), η ζωή κυλούσε ήσυχα, τον ρυθμό τον έδιναν ο αργός ήχος της καμπάνας των  ορθόδοξων εκκλησιών, ο χαρμόσυνος και αρμονικός ήχος της καμπάνας της καθολικής εκκλησίας και, με τη δύση του ήλιου, το μακρόσυρτο και μονότονο τραγούδι του μουσουλμάνου χότζα που ακουγόταν από τον μιναρέ του τζαμιού του Δεφτερδάρ. 

Μου έμειναν εξαιρετικές αναμνήσεις από την περίοδο που έζησα στο νησί και συχνά μου έρχονται στο νου τα πολλά τραπέζια και οι δεξιώσεις που έκαναν οι γονείς μου. Μπορώ να πω, χωρίς να υπερβάλω, ότι αυτές οι κοσμικές συναντήσεις έμειναν σφραγισμένες στη μνήμη όσων συνέχισαν να ζουν στο νησί και που σήμερα είναι ηλικιωμένοι.

Η μητέρα μου η Καίτη, ήταν εξαιρετική και ραφινάτη μαγείρισσα, την κουζίνα την θεωρούσε τέχνη.  Όταν έπρεπε να ετοιμάσει ένα επίσημο γεύμα, θυμάμαι ότι σηκωνόταν πολύ νωρίς και μας ξυπνούσε ο ήχος από τα πολλά βραχιόλια της που κουδούνιζαν (όλα φτιαγμένα από τους αδελφούς Συφονιώ) και το γλυκύτατο τραγούδι της.

Tα κάτασπρα λινά τραπεζομάντηλα που είχε πλύνει και βράσει με στάχτη η Σταματινή, τα κολλάριζε και τα σιδέρωνε η Διονυσία υπό την επίβλεψη της θείας μου Μatilde.

Ο αδελφός μου, ο Leo, έπρεπε να φροντίσει να μη λιώσει ο πάγος που έφτανε από την Σιέρ και γι’αυτό έριχνε συνέχεια χοντρό αλάτι.  Εγώ και η αδελφή μου, η Rosemarie, δεν συμμετείχαμε στις ετοιμασίες ούτε μπορούσαμε να παραστούμε στα γεύματα: ήμασταν πολύ μικρές και δεν έπρεπε να ακούσουμε τις συζητήσεις των “μεγάλων”!

Όμως αυτές οι αρκετά συχνές συναντήσεις μάς χαροποιούσαν ιδιαίτερα: εκείνες τις μέρες ο έλεγχος των γονιών μας χαλάρωνε και μπορούσαμε να τριγυρνούμε ελεύθερα με το ποδήλατο, φτάνοντας από το σπίτι μας μέχρι μύτη Ψαλίδι (τότε μας φαινόταν ότι ήταν πολύ μακριά) μαζί με τις φίλες μας, τη Βιττόρια και τη Νίνα.

Εκτός από τα σημαντικά γεύματα, κάθε Κυριακή πρωί το τραπέζι ετοιμαζόταν με ιδιαίτερη φροντίδα γιατί μετά την εκκλησία έρχονταν πολλοί φίλοι για να γευτούν τα “καθημέρια” και, όταν ήταν η εποχή τους, τα σύκα (ήταν μεγάλα σαν πορτοκάλλια) που καθημερινά μας χάριζαν ο Βασιλάκης Βουκουβαλίδης και ο Νικόλας Καισερλής, φίλοι που ποτέ δεν τους ξεχάσαμε.

Την Πέμπτη όμως, η μαμά καλούσε τις φίλες της για τσάι και η φίλη της η Ρίκα έκανε επιδείξεις στο πιάνο· δεν έλειπαν ποτέ, μετά από γενική παράκληση, η “Ουγγαρέζικη Ραψωδία αρ. 2” του Λίστ και η “Τσάρδα” του Μόντι. Γι’αυτές τις περιστάσεις η μαμά ετοίμαζε κουραμπιέδες, ραβανί και τάρτες με κυδώνια.

Μερικές φορές παράγγελναν, από το ζαχαροπλαστείο Παντελικίζη της στοάς ή από το Χασάν Χάους στο λιμάνι, μπακλαβά και κανταΐφι.

Ο πατέρας μου όμως, κάθε Πέμπτη απόγευμα έμενε περισσότερο στο καφενείο, παίζοντας χαρτιά και καπνίζοντας ναργιλέ.

Το καφενείο βρισκόταν σε στρατηγική θέση, ήταν απέναντι από το λιμάνι και από εκεί ο πατέρας μου έλεγχε την αγαπημένη του Σαϊτάμπ (την δραστήρια και ανθηρή επιχείρηση κατεργασίας των καπνών που εξάγονταν στην Ιταλία και τη Γερμανία).  Σήμερα, η βιομηχανική εγκατάσταση που έκλεισε όταν φύγαμε από την Κω, αναπροσαρμόστηκε και έγινε ξενοδοχείο.

Στα αριστερά ήταν το Ταχυδρομείο, όπου ο πατέρας μου έπαιρνε, πριν ακόμα περάσει ο ταχυδρόμος, τα γράμματα του μεγάλου του γιου Lello που σπούδαζε στην Τεργέστη.

Από την άλλη πλευρά, αντίθετα, μπορούσες να δεις δύο από τα γοητευτικότερα μνημεία της Κως: το Κάστρο και το φημισμένο πλατάνι του Ιπποκράτη.

Αξίζει, νομίζω, τον κόπο να εξηγήσω τι είναι το “καφενείον”.  Είναι πάνω απ’όλα ένας χώρος όπου μπορεί να καθίσει κανείς και να πιει ένα καφεδάκι που το συνοδεύουν πολλά ποτήρια κρύο νερό.  Ο χώρος χρησιμεύει και σαν γραφείο, πρακτορείο πληροφοριών, χρηματιστήριο.  Τόσο το πρωί όσο και το βράδυ, ο κόσμος κάθεται επί ώρες για να σκεφτεί και να συζητήσει,  περιμένοντας κάποιο νέο ή κάποιο κλείσιμο μιας καλής δουλειάς.  Περιμένοντας, περνάει την ώρα του παίζοντας με τα ζάρια ή τάβλι. 

Από τα τόσα γεύματα που οργανώνονταν στο σπίτι μου, εκείνο που θυμάμαι περισσότερο από όλα είναι το γεύμα που έγινε μετά από επίμονη προτροπή ενός φίλου, του Αλέξη Θυμανάκη, για να γιορταστεί το τέλος του Πολέμου και η επάνοδος μερικών φίλων Εβραίων που είχαν σωθεί από τη ναζιστική εξόντωση.

Εκείνη τη φορά η μητέρα μου έβαλε τα δυνατά της και ετοίμασε το εξής μενού: πολίτικο τσουρέκι, σπανακόπιτα, μπουρεκάκια, αρνί γεμιστό με ρύζι, μαρούλι με τυρί κρασάτο, γλυκό με αμύγδαλα, μασαπά, νεράντζι ριτσέλι. Τα συνόδευαν ούζο και ρετσίνα από την παραγωγή του κυρίου Μύρο.

Είναι ευνόητο ότι ούτε εγώ ούτε η αδελφή μου Rosemarie λάβαμε μέρος σ’αυτό το γεύμα αλλά με τη συνενοχή της μεγαλύτερης αδελφής μου Ρίτας και της αχώριστης φίλης της Ζαφίρας, μπορέσαμε να κάνουμε μια ευχάριστη βόλτα πηγαίνοντας για μια ακόμα φορά στο Ασκληπιείο, έναν μαγευτικό αρχαιολογικό χώρο με τρία μπαλκόνια, από τα οποία είχες μια εξαιρετική θέα στους πρασινισμένους λόφους αλλά και στο Αιγαίο και την κοντινή Μικρά Ασία.  Από τη βόλτα δεν έλειπε και η γαστρονομική πλευρά που μας αποζημίωνε κατά κάποιον τρόπο  για το γεγονός ότι δεν είχαμε παραβρεθεί στο γεύμα.  Στο γυρισμό, ήταν απαραίτητη η στάση στο φούρνο του Θρασύβουλου, ένα μαγαζί με αξέχαστη ατμόσφαιρα όπου οι γυναίκες, όλες σχεδόν σύζυγοι σφουγγαράδων, περιμένοντας να βγουν από τον φούρνο τα γλυκά τους, διηγόντουσαν συναρπαστικές ιστορίες, κάτι ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα που εντυπωσίαζαν πολύ και μένα και την αδελφή μου: : περιπέτειες των ανδρών τους που ήταν ψαράδες στην Κάλυμνο, ιστορίες για φαντάσματα και σκελετούς, παλιές συνήθειες που μας εκστασίαζαν, διαποτισμένες με μαγεία.

Μετά, από το άνοιγμα του μεγάλου φούρνου έβγαιναν γλυκά και ψωμιά που μας φαίνονταν σαν πραγματικά έργα τέχνης∙ θυμάμαι ιδιαίτερα τα σχήματα που είχαν τα ψωμιά την περίοδο των Χριστουγέννων ή το Πάσχα, έμοιαζαν σαν πραγματικά γλυπτά: δεν θα ξεχάσω ποτέ έναν “Λάζαρο αναστημένο τυλιγμένο με γάζες”.

Ενώ οι άντρες, όπως είπα, συναντιόντουσαν στο καφενείο, οι κυρίες, το πρωί, υποδέχονταν τις φίλες τους στο σπίτι για το απεριτίφ.

Από τις κυρίες που σύχναζαν στο σπίτι μας, θυμάμαι με ιδιαίτερη ευχαρίστηση τρεις: την Clementina De Sio, την Ελένη Σταματόγλου, την Ζώζη Μενασέ.  Ενώ εγώ εξασκούμουν στο πιάνο, περνούσαν κάτω από τη μύτη μου οι δίσκοι που έφερνε η πιστή Διονυσία, γεμάτοι με μπουρεκάκια, σπανακόπιτα και καναπεδάκια με ταραμοσαλάτα, που τα συνόδευαν ούζο με πολύ νερό και πάγο που γέμιζε το σπίτι με ένα άρωμα που σε συνέπαιρνε.

Όταν γυρίσαμε στην Ιταλία και εγκατασταθήκαμε στο Μπάρι, η ζωή μας άλλαξε, όχι όμως πολύ.  Η μητέρα μου έζησε στην Ιταλία περίπου σαράντα χρόνια (πέθανε 92 χρονών) αλλά δεν θυμάμαι να καταπιάστηκε ποτέ με την τοπική κουζίνα. Παρόλο που είχε προσαρμοστεί στο περιβάλλον, διατήρησε ζωντανές τις γαστρονομικές της παραδόσεις και, χρησιμοποιώντας τα τοπικά υλικά που μπορούσε να βρει και προσπαθώντας να προμηθευτεί με κάθε τρόπο εκείνα που δεν μπορούσε να βρει (ιδιαίτερα τα μπαχαρικά), δεν σταμάτησε να ετοιμάζει τα πιάτα που της “ανήκαν”.

Όταν πια εμείς τα παιδιά πήραμε ο καθένας το δρόμο του και κάναμε τις οικογένειές μας, ζούσε με την ελπίδα ότι κάποιος από μας θα πήγαινε να την δει στις έντεκα το πρωί για να του προσφέρει τους διάφορους και ραφινάτους μεζέδες της.

Στον πατέρα μου άρεσε πολύ να συζητά με τον άντρα μου, εκτιμούσε την έντονη περιέργειά του να πληροφορείται και να μαθαίνει νέα σχετικά με τις συνήθειες και τις κουλτούρες άλλων χωρών.  Ο άντρας μου είχε ταξιδέψει πολύ για επαγγελματικούς λόγους κι εκείνη την εποχή (μιλάμε για τη δεκαετία του 1960) δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο.  Εκτός από τα άλλα, τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι γαστρονομικές συνήθειες των άλλων χωρών και, όταν μπορούσε, αγόραζε τα σχετικά βιβλία και  δημοσιεύματα για να κατατοπιστεί.

Μια φορά ο πατέρας μου του μίλησε για ένα χαρακτηριστικό γλυκό της Μέσης Ανατολής, το κανταΐφι, που γίνεται περνώντας τη ζύμη από ένα είδος τρυπητού με πολύ μικρές τρύπες (σήμερα ένα τέτοιο ζυμάρι που λέγεται ζυμάρι για κανταΐφι, το βρίσκει κανείς έτοιμο σε ειδικά καταστήματα και στην Ιταλία, τότε όμως ήταν μόνο ένα όνειρο να το βρεις).

Ο άντρας μου ξεσηκώθηκε με την ιδέα αυτού του γλυκού και για μπορέσει να το δοκιμάσει, βρήκαμε ένα τέχνασμα: αντικαταστήσαμε τη ζύμη με ένα ζυμαρικό που λέγεται “μαλλιά αγγέλου”. Το αποτέλεσμα ήταν ένας θρίαμβος, όχι τόσο για μας που μπορούσαμε να το συγκρίνουμε με το πραγματικό κανταΐφι, όσο για τον άντρα μου.

Γοητευμένος από αυτές τις ιστορίες, ένα απόγευμα, ο άντρας μου ήρθε στο σπίτι με τον πιο παλιό του φίλο, τον Giorgo Saponaro που την εποχή εκείνη βρισκόταν στην αρχή της καριέρας του σαν συγγραφέας και που ήταν πολύ περίεργος να δει την ανατολίτικη ατμόσφαιρα του σπιτιού μας. Ο πατέρας μου του έδωσε να δοκιμάσει το ούζο και ο Giorgio προτίμησε να το πιει σκέτο χωρίς νερό και το ήπιε μονορούφι. Του κόπηκε η αναπνοή, του ήρθαν δάκρυα στα μάτια κι ο πατέρας μου χαμογέλασε ειρωνικά ενώ ο άντρας μου ξέσπασε σε γέλια. Μετά από περισσότερο από μισόν αιώνα, γύρισα στην Κω με όλη την οικογένειά μου, με ώθησαν να το κάνω ο γιος μου Ugo και η νύφη μου Betta. H συγκίνηση όλων μας είναι απερίγραπτη, συγκινηθήκαμε όχι μόνο εγώ  αλλά και η οικογένειά μου, ήμουν τόσο συγκινημένη που η κόρη μου Μonica και το εγγονάκι μου ο Nicola, ψήφισαν την Κω σαν το ιδανικό μέρος για διακοπές.

Όλες μου οι αναμνήσεις σχετικά με την Κω και τη ζωή στο νησί φτάνουν μέχρι το 1950, όταν δηλαδή φύγαμε για την Ιταλία.  Γυρνώντας πίσω μετά από μισό αιώνα, δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω ότι η πρόοδος – ας την πούμε έτσι – άλλαξε πολλά· παρά τις “καινοτομίες” όμως που χαρακτηρίζουν τη σημερινή δομή και ζωή στο νησί, κάτι από την παλιά μαγεία έμεινε ακόμα.  Μια μέρα, κατά τις εννιά το πρωί, κάνοντας βόλτα με την παλιά μου φίλη Ζαφίρα, είδαμε την κυρία Συμφωνιώ με τις φίλες της να πίνουν το καφεδάκι τους σε ένα καταπράσινο μπαλκόνι. Επάνω στο ωραία ετοιμασμένο τραπέζι έκαναν την φιγούρα τους οι κουραμπιέδες, οι λαμπρόπιτες, τα τσουρεκάκια και το κανταΐφι.  Ξαφνικά και ενώ καθόμουν με την παρέα, μου φάνηκε σαν να γύρισα στα παλιά κι αυτό το οφείλω όχι μόνο στο τοπίο που έμεινε σχεδόν ανέπαφο αλλά και στις ευωδιές, στη γεύση των γλυκών και στην οικεία φλυαρία στα ελληνικά που χαρακτήριζε την παρέα.


                                    Nelly Polizio Sbisà-Από το βιβλίο La Grecia in Tavola 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Recent Posts Widget