Οι Γερμανοί στο μοναστήρι
Οταν ἦρθαν οἱ Γερμανοὶ στὴ Νίσυρο ἀνέβηκαν στὸ μοναστήρι[Παναγιά Σπηλιανή] καὶ εἶπαν στὸν ἡγούμενο, ποὺ ἡ φυσιογνωμία του ἐνέπνεε σεβασμὸ κ' ἐμπιστοσύνη, πὼς θὰ ἐγκατασταθοῦν ἐκεῖ γιὰ νὰ προστατεύσουν τὴ Μονὴ ἀπὸ τυχὸν ἐπιδρομὴ τῶν ᾿Αγγλων. Κι ἀμέσως ἄρχισαν, κατὰ τὴ γνωστὴ συνήθειά τους, νὰ μεταφέρουν τὰ ἔπιπλα όπως τοὺς ἄρεσε, ἑτοιμάζοντας τὸ νέο τους κονάκι. ῾Ο ἡγούμενος τότε τοὺς ἀπάντησε: «Εγώ, κύριοι, δὲν εἶμαι νοικοκύρης ἐδῶ· εἶμαι φιλοξενούμενος τῆς Κυρίας ποὺ κατοικεῖ στὸ κάτω διαμέρισμα. Πηγαίνετε νὰ τὴν ἰδῆτε.» Οἱ Γερμανοὶ κατέβηκαν καὶ βρέθηκαν μέσα στὴν ἐκκλησία μπρὸς στὴν εἰκόνα τῆς Μεγαλόχαρης. Τί εἶδαν καὶ τί ἄκουσαν ἀπ᾿ τὸ θαυματουργό της στόμα, μόνο αὐτοὶ τὸ ξέρουν. Ενα εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα: πὼς ἀνέβηκαν τρεχάτοι ἀπὸ τὴ σπηλιὰ τῆς ἐκκλησίας κ᾽ ἔφυγαν πανικόβλητοι τὴν ἴδια ὥρα ἀπὸ τὸν ἱερό της βράχο, πηδώντας πέντε - πέντε τὰ σκαλιὰ τοῦ Κάστρου, χωρὶς πιὰ νὰ μεταγυρίσουν.
Γεωδίφης
Πηγή-Αθηνά Ταρσούλη