Ένας «τσιφούτης» στον Όρμο της Κω
Οι παλιοί Κώοι έλεγαν τσιφούτη τον αχινό, με το μαύρο ασβεστολιθικό κέλυφος επειδή δεν έχει τίποτα να φας από αυτόν σε αντίθεση με τους καφε κόκκινους που είναι γεμάτοι και όχι επειδή υπολείπονται σε μέγεθος όπως ισχυρίζονται κάποιοι.
Τσιφουτάκια λένε και τα καραβολάκια [μικρά σαλιγκάρια, από το βενετσιάνικο caraguol] βγαίνουν στα πρωτοβρόχια και το καλοκαίρι στην πρωινή δροσιά. Στην Κάλυμνο ο τσουφούτθης είναι ο αρσενικός αχινός[Μ.Σκανδαλίδης].
Στην πρώην δισκοθήκη Blue Bird, στην πετρώδη θάλασσα, καθημερινά συναντώ ένα τσιφούτη από μία κοινότητα που την έχει «αράξει» εδώ και καιρό, και φαινομενικά δείχνει να μην μετακινείται.
Οι αχινοί συνήθως κινούνται περίπου 7 εκατοστά την ημέρα όταν υπάρχει άφθονο φαγητό και έως 50 εκατοστά όπου δεν υπάρχει. Αρα η μη μετακίνηση του σημαίνει ότι έχει βρει φαγητό το οποίο τρώει με τα δόντια του.
«Έχουσι δ’ οι εχίνοι οδόντας μεν πέντε και μεταξύ το σαρκώδες», οι αχινοί έχουν οδοντικό σύστημα με το οποίο τρώνε, πρώτος το περιέγραψε ο πανεπιστήμονας Αριστοτέλης, για αυτό λέγεται και λύχνος του Αριστοτέλη.
Μετακινείται με τα αγκάθια τα οποία τους βοηθούν και να προστατευτούν από τους εχθρούς. Εάν γυρίσουν ανάποδα, μπορούν να επανέλθουν χρησιμοποιώντας τα σωληνωτά πόδια τους και εξειδικευμένες κινήσεις της σπονδυλικής τους στήλης.
Αν τους δείτε στην θάλασσα να ξέρετε ότι η θάλασσα είναι καθαρή.
Δεν διαθέτουν κεντρικό νευρικό κέντρο ελέγχου ή εγκέφαλο και η συμπεριφορά τους είναι μάλλον πολύπλοκη, αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την αντίδραση τους στο φως.
Τα εχινοειδή ζουν στις θάλασσες για περίπου 450 εκατομμύρια χρόνια, δηλαδή περίπου 220 εκατομμύρια χρόνια πριν εμφανιστούν οι παντοδύναμοι δεινόσαυροι.
Ξέρουν να επιβιώνουν, αν και δεν έχουν εγκέφαλο ούτε δύναμη και το κύριο όπλο τους είναι η προσαρμοστικότητα.
Γεωδίφης