Το αέριο που δεν καίγεται
Μετά από μια επιχείρηση εξόρυξης πετρελαίου το 1903 στο Κάνσας εκλύθηκε ένας πίδακας από ένα αέριο που δεν καίγονταν. Ο γεωλόγος Erasmus Haworth συνέλλεξε δείγματα αυτού του αερίου και τα πήρε μαζί του στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας, όπου με τη βοήθεια των χημικών Hamilton Cady και David McFarland, ανακάλυψαν ότι η σύνθεσή του κατ' όγκο ήταν 72% άζωτο, 15% μεθάνιο, 1% υδρογόνο και 12% ένα άγνωστης ταυτότητας αέριο. Μετά από πιο λεπτομερή χημική ανάλυση διαπίστωσαν ότι αυτό το αέριο αποτελούνταν από ήλιο, σε ποσοστό 1,84%, κατ' όγκο, ως προς το αρχικό δείγμα. Tο ήλιο ενώ είναι σπάνιο στη Γη, ωστόσο υπάρχει σε μεγάλα αποθέματα κάτω από τις πεδιάδες, διαθέσιμο για εξόρυξη, ως παραπροϊόν του φυσικού αερίου. Το ήλιο παράγεται από διάσπαση του ουρανίου και θορίου σε γρανιτοειδή και κινείται προς την επιφάνεια διαμέσου ρηγμάτων. Στη συνέχεια μεταφέρεται προς τα πάνω μέσω πορωδών ιζηματογενών πετρωμάτων, μέχρι να παγιδευτεί μαζί με το φυσικό αέριο κάτω από στρώματα ανυδρίτη ή αλατιού. Η πιο γνωστή χρήση του είναι ως ανυψωτικό, στην πλήρωση αερόπλοιων και μπαλονιών, ως κρυογενικό ρευστό για την ψύξη σε εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες διάφορων μετάλλων ή άλλων υλικών, ως υποκατάστατο του αζώτου σε συνθετικό αέρα αναπνευστικών συσκευών για μεγάλα βάθη, ως ψυκτικό σε ορισμένους πυρηνικούς αντιδραστήρες ενώ χρησιμοποιείται και για την χρονολόγηση ορυκτών που περιέχουν ουράνιο και θόριο. Φωτογραφία-Pixar