«καὶ Κῶν γλυκῆαν ...»
«Χαίρε, θεέ Ασκληπιέ, που κατοικείς στην Τρίκκη και τώρα στη γλυκιά την Κω και στην Επίδαυρο έχεις το σπιτικό σου...»,3ος αιώνας π.Χ.
Αν δεν είχε βρεθεί ένας πάπυρος σε ένα αρχαίο τάφο, ίσως να μην μιλούσαμε για το Ασκληπιείο της Κω, τουλάχιστον όπως το ξέρουμε. Εδώ είναι η μικρή ιστορία της ανακάλυψης ενός σπουδαίου οχυρού του πνεύματος της ιατρικής επιστήμης.
Δύο γυναίκες θυσιάζουν στο Ασκληπιείο της Κω έναν πετεινό, και μεταξύ άλλων αναφέρονται στον πλούτο του και σε ένα εντυπωσιακό πίνακα του μεγάλου ζωγράφου της αρχαιότητας Απελλή, που βρισκόταν στον χώρο: «Ασκληπιώ ανατιθείσαι και θυσιάζουσαι».
Χάρη στον παραπάνω στίχο, από μιμίαμβο του 270-260 π.Χ, του Κώου Ηρώνδα βρέθηκε το Ασκληπιείο της Κω.
Ο Ηρώνδας σπάνια αναφέρεται, επειδή τα περισσότερα ποιήματά του χάθηκαν, εκτός από 20 στίχους. Ωστόσο το 1891, ανακαλύφθηκε στον τάφο ενός Σέραπι [Έλληνο-Αιγυπτιακός θεός της αρχαιότητας] πάπυρος που περιλάμβανε περίπου 700 στίχους.
Το μικρό απόσπασμα για την κατοικία του Ασκληπιού τράβηξε την προσοχή ενός νεαρού Γερμανού φιλολόγου, του R.Herzog και αυτό τον οδήγησε στην Κω της οθωμανικής περιόδου, για την αναζήτηση του το 1898.
Εκεί θα συναντήσει τον Κώο αρχαιοδίφη Ιάκωβο Ζαρράφτη, ο οποίος θα του προτείνει την σωστή θέση ανασκαφής του χαμένου μνημείου από τον 6ο αιώνα μ.Χ στην Παναγιά Ταρσού. Το μεσαιωνικό μοναστήρι και μετόχι του Αγ.Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο[1258-1331 σύμφωνα με τους κώδικες].
Την θέση στον Ζαρράφτη είχε προηγομένως υποδείξει ο Βρετανός επιγραφολόγος, παντρεμένος με Καλυμνιά, W.R.Paton όταν έψαχνε για αρχαίες επιγραφές στην Κω, το χρονικό διάστημα μεταξύ 1888-1891.
Γεωδίφης
Πηγές
1.Μιμίαμβοι-Ηρώνδα , 3ου αιώνα π.Χ
2. Κως-R.Herzog
3. Παιδί της Ρέας, τριλογία
Γυναίκες με πρόσφορα στον Ασκληπιό
ΚΥΝΝΩ
Χαίρε, θεέ Ασκληπιέ, που κατοικείς στην Τρίκκη
και τώρα στη γλυκιά την Κω και στην Επίδαυρο έχεις το σπιτικό σου,
κι η Κορωνίς η μάνα σου κι ο κύρης σου ο Απόλλων
να χαίρονται· κι αυτή που συ με το δεξί χέρι θωπεύεις,
Υγεία, κι όσοι τους αξιωμένους τούς βωμούς έχουνε εδωπέρα,
κι οι κόρες σου Πανάκη, Ηπιώ και Ιησώ, δόξα να έχουν·
κι αυτοί που το σπίτι και το κάστρο του Λαομέδοντα
το κούρσεψαν, γιατροί των φοβερών ασθενειών,
ο Μαχάων κι ο Ποδαλείριος, δοξασμένο το όνομά τους·
κι όσοι θεοί στο ναό σου κατοικούνε
και οι θεές, πάτερ ημών. Ίλεοι, δεύτε σε μας
και τούτο τον αλέκτορα, που στου σπιτιού τους τοίχους
κήρυκας της ημέρας ήταν, δεχθείτε τον ως πρόσφορο.
Πολλά λεφτά δεν έχουμε, κι ούτ᾽ εύκολα τα βρίσκουμε,
αλλιώς χωρίς κανένα δισταγμό βόδι ή γουρούνι παχουλό
κι όχι αυτόν τον πετεινό για βίζιτα θα φέρναμε,
για τις αρρώστιες που μας γιάτρεψες
αγγίζοντάς μας, θε μου, με τα θαυματουργά σου χέρια.
Εκεί, δεξιά, Κοκκάλη, άφησε το σημείωμα
υπέρ υγείας. ΚΟΚΚΑΛΗ. Α! τί καλά, φίλη Κυννώ,
τί όμορφα αγάλματα! Ποιός το λιθάρι τούτο
να πελέκησε, και τίνος να ᾽ναι αφιέρωμα;
ΚΥ. Του Πραξιτέλη τα παιδιά. Δε βλέπεις δα αυτά
τα γράμματα στη βάση; κι είναι του Ευθία
αφιέρωμα, του γιού τού Πράξωνα. ΚΟ. Ευλογημένοι να ᾽ναι
απ᾽ τον Ασκληπιό κι αυτοί κι ο Ευθίας για τα καλά τους έργα.
ΚΥ. Κοίτα, καλέ, την κόρη εκείνη
τα μάτια στο μήλο πώς στρέφει! δε θα πεις
μονομιάς θα της βγει η ψυχή, αν το μήλο δεν πιάσει;
ΚΟ. Κείνον, Κυννώ, τον γέροντα! ΚΥ. Α! μά τις Μοίρες,
τί δύναμη να πνίξει τη χήνα το παιδί!
Μπροστά σου νά, λιθάρι αν δεν ήτανε,
λες θα λαλούσε τ᾽ άγαλμα. Μά την αλήθεια, κάποτε οι άνθρωποι
και στα λιθάρια θα μπορούν ζωή να δώσουν.
ΚΟ. Της Βατάλης, Κυννώ, βλέπεις τούτο το άγαλμα,
της θυγατέρας του Μυττά, τί όμορφα που στέκεται;
Εάν κανείς δε γνώριζε την ίδια τη Βατάλη, κοιτώντας
τούτη τη μορφή, δε θέλει πια να δει εκείνη.
ΚΥ. Έλα, καλή μου, κάτι όμορφο ακόμα θα σου δείξω,
τέτοιο που σ᾽ όλη τη ζωή, στ᾽ αλήθεια, δεν ξανάδες.
Κύδιλλα συ, τον νεωκόρο άντε να φωνάξεις.
Δε λέω σένα, βρε, που δω και κει χασκογελάς;
—στην πίστη μου, πήρε είδηση τί είπα;
στέκει ωστόσο και χαζά σαν κάβουρας κοιτάζει—
πήγαινε, λέω, και το νεωκόρο να φωνάξεις,
φαγάνα! Ούτε καλός ούτε κακός ποτέ
θα σε παινούσε· γιατί παντού το ίδιο στέκεται.
Μάρτυρα βάνω το θεό, Κύδιλλα, αυτόν εδώ,
πως μου ανάβεις τα αίματα, χωρίς καν να το θέλω,
Μάρτυρας, λέω, ο θεός· κάποτε θά ᾽ρθει η μέρα
που το κεφάλι σου το βρόμικο θα γδάρεις δίχως άλλο.
ΚΟ. Τα παίρνεις όλα κατάκαρδα, αγαπητή Κυννώ μου.
Δούλα είναι, της δούλας τα αυτιά σφαλίζει η τεμπελιά.
ΚΥ. Είναι πια μέρα, κι η κοσμοσυρροή αρχίζει.
Ε συ, μείνε εδώ. Ανοίξανε τη θύρα
και σηκώσανε τον πέπλο. ΚΟ. Βρε Κυννώ, δε βλέπεις
τί έργα; κείνη η θεά, θα έλεγες, η Αθηνά
τα έχει πελεκήσει — δόξα να ᾽χεις, δέσποινά μου.
Αν το γυμνό τούτο παιδί το ξύσω,
θα βγάλει αίμα, ε Κυννώ; ακόμα κολλημένες
οι σάρκες του στα κόκαλα ζεστές ζεστές κινιούνται
πάνω στο ξύλο. Την ασημένια πυράγρα
σαν έβλεπε ο Μύελλος ή ο Παταικίσκος,
του Λαμπρίωνα ο γιος, θα γούρλωναν τα μάτια τους
νομίζοντας πως φτιάχτηκε απ᾽ ατόφιο ασήμι.
Το βόδι κι ο μπροστάρης κι η κοπελιά που ακολουθεί
κι αυτός ο μαγκουρομύτης κι ο άντρας ο χοντρόμαλλος
δε φαίνονται πως όλοι τους είναι σα ζωντανοί;
αν δεν ενόμιζα πως πέρναγε τη γυναικεία φύση,
τις φωνές θα έβαζα, το βόδι μη με πειράξει·
έτσι, Κυννώ, με το ᾽να μάτι με λοξοκοιτάει.
ΚΥ. Ζωντανά ᾽ναι, φίλη μου, τα έργα του Εφέσιου
Απελλή σε κάθε λεπτομέρεια, και δε θα πεις «αυτός
ο άνθρωπος άλλα ξεδιάλεξε κι άλλα δε θέλησε».
Ό,τι στο νου του έβαλε κι όποιο θεό να ζωγραφήσει θέλησε,
με προθυμιά το έκανε. Όποιος ωστόσο κείνον ή τα έργα του
αντίκρισε κι άδικη κρίση έβγαλε,
να κρεμαστεί ανάποδα μέσα στο πλυσταριό.
ΝΕΩΚΟΡΟΣ
Κυράδες μου, τα πρόσφορά σας είναι εντελώς δεκτά·
ευτυχισμένες θα είσαστε· κανείς στ᾽ αλήθεια πιότερο
δεν ευχαρίστησε τον Ασκληπιό, απ᾽ όσο βέβαια εσείς.
Δόξα σοι Κύριε θεέ, γίνου βοηθός σ᾽ αυτές
για τις καλές τους προσφορές, και στους συζύγους τους,
όποιοι κι αν είναι, και εις τα τέκνα αυτών.
Δόξα σοι Κύριε θεέ. Αμήν.
ΚΟ. Αμήν, θεέ μου, άγιε. Είθε όλο υγεία
ξανά εδώ να έρθουμε, και πιο μεγάλες λειτουργιές να δώσουμε,
αντάμα με τους άντρες μας και τα παιδιά μας. ΚΥ. Κοττάλη, καλά
τεμάχισέ το, και το μπουτάκι μην ξεχνάς να δώσεις
στο νεωκόρο, του πετεινού, και στο στόμα
του φιδιού βάλε μ᾽ ευσέβεια το πρόσφορο·
την πίτα μέλωσε. Τ᾽ άλλα στο σπίτι
θα τα μοιράσουμε. Ε συ, να μην ξεχάσεις να τα κουβαλήσεις.
ΝΕ. Από το πρόσφορο να δώσει· ακόμα λίγο· μά το θεό, στην εκκλησιά
το πρόσφορο είναι καλύτερο, όταν όλο μοιράζεται.