Ενεργά ρήγματα της Αττικής και Θεσσαλονίκης
Ενεργά σεισμικά ρήγματα εκτός απο την περιοχής μας, που ήδη σας παρουσίασα, υπάρχουν σε πολλά και διάφορα σημεία του ελλαδικού χώρου.Η εγγύτητά τους με τμήματα των πολεοδομικών συγκροτημάτων οδηγεί στην κατακόρυφη αύξηση της σεισμικής επικινδυνότητας των περιοχών στις οποίες συναντώνται.
Βαθιές «χαρακιές» υπάρχουν και στην Αττική και την Θεσσαλονίκη. Οι ερευνητές κατέγραψαν έναν μεγάλο αριθμό ενεργών ρηγμάτων, μικρού ή μέσου μεγέθους, τόσο στον αστικό ιστό της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης όσο και στην περιφέρεια των πόλεων. Ωστόσο, παρά το σχετικά μικρό μέγεθός τους και το μικρό σεισμικό δυναμικό τους- στην Αθήνα υπολογίζεται πιθανό μέγεθος σεισμού ως 6,2 ρίχτερ και στη Θεσσαλονίκη ως 6,5 ρίχτερ-, η εγγύτητά τους με τμήματα των πολεοδομικών συγκροτημάτων οδηγεί στην κατακόρυφη αύξηση της σεισμικής επικινδυνότητας. Αυτά προέκυψαν από έρευνα του Τμήματος Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) που έγινε σε συνεργασία με το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου.
Τα μικρά ρήγματα πλησίον των αστικών περιοχών έχουν αποκτήσει ξεχωριστή σημασία, ιδιαίτερα μετά τον καταστρεπτικό σεισμό της Αθήνας το 1999, ο οποίος προήλθε από την ενεργοποίηση του άγνωστου ως τότε νεοτεκτονικού ρήγματος της Νότιας Πάρνηθας-Φυλής. Και αυτό διότι, σε περίπτωση ενεργοποίησής τους ακόμη και οι μικροί σεισμοί με τους οποίους συνδέονται, γίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνοι.
Μάλιστα σήμερα, με την επέκταση του δομημένου περιβάλλοντος πολλές φορές σε επικίνδυνα εδάφη ή πιο κοντά σε σεισμικές πηγές (ενεργά ρήγματα). Η γιγάντωση του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, έχει ως αποτέλεσμα αρκετά ενεργά ρήγματα (γνωστά και άγνωστα) να αποτελούν πλέον άμεσο κίνδυνο για τη σεισμική ασφάλεια της μητρόπολης, αυξάνοντας τη σεισμική επικινδυνότητα.
Ειδικότερα, λεπτομερής χαρτογράφηση στην περιοχή της Κοινότητας Θρακομακεδόνων οδήγησε στον εντοπισμό ενός πιθανώς ενεργού κανονικού ρήγματος (ρήγμα Θρακομακεδόνων). Αυτό διέρχεται από το εσωτερικό του οικισμού και, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Σ.Παυλίδης, «η ρηξιγενής επιφάνειά του αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις θέση θεμελίωσης για κατοικίες (συνοικισμός Πανοράματος Θρακομακεδόνων)». Ο γεωμετρικός προσανατολισμός του και γενικά η πολύ μεγάλη περίοδος επαναδραστηριοποίησης αυτών των ρηγμάτων σε ολόκληρο τον χερσαίο ελλαδικό χώρο δεν το καθιστούν ιδιαίτερα επικίνδυνο, εν τούτοις θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στον αντισεισμικό σχεδιασμό, ιδιαίτερα για τα κτίρια μεγάλης σπουδαιότητας. Στη Θεσσαλονίκη οι επιστήμονες εντόπισαν ήδη χαρτογραφημένα νεοτεκτονικά ρήγματα στην ευρύτερη περιοχή, τα οποία θεώρησαν αντιπροσωπευτικά για την εκτίμηση της σεισμικής επικινδυνότητας της πόλης.Τα ρήγματα που μελετήθηκαν από τους ειδικούς του ΑΠΘ και του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου βρίσκονται κοντά στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης και είναι της λεκάνης του Ανθεμούντα, του Ασβεστοχωρίου και της Πυλαίας- Πανοράματος.
Από τη μελέτη των τριών ρηγμάτων, διαπιστώνεται ότι πρόκειται για νεοτεκτονικά πιθανά ενεργά ρήγματα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε εναλλακτικά σενάρια για την εκτίμηση της σεισμικής επικινδυνότητας της πόλης, με μέσο αναμενόμενο μέγεθος σεισμού για το ρήγμα του Ανθεμούντα τα 6,5 ρίχτερ, για του Ασβεστοχωρίου τα 4,6 ρίχτερ και για της Πυλαίας- Πανοράματος τα 4,5 ρίχτερ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μεγάλοι ιστορικοί σεισμοί που προξένησαν σημαντικές ζημιές στην πόλη της Θεσσαλονίκης είναι κυρίως τρεις, με πρώτο καταγεγραμμένο από ιστορικά στοιχεία σεισμό αυτόν του 1430, πιθανού μεγέθους 6 ρίχτερ. Δεύτερος καταγράφεται ο σεισμός των Βασιλικών με πιθανό μέγεθος 6,2 ρίχτερ και τρίτος και σημαντικότερος ο σεισμός του 1759 με επίκεντρο πολύ κοντά στην πόλη και μέγεθος 6,5 ρίχτερ.
Για τους πιο πρόσφατους καταστρεπτικούς σεισμούς στην πόλη της Θεσσαλονίκης υπάρχουν τρεις χρονικοί περίοδοι έξαρσης. Η πρώτη άρχισε με έναν κύριο σεισμό 6,6 ρίχτερ στην Ασσηρο το 1902, συνεχίστηκε στη Βουλγαρία το 1904 με έναν κύριο σεισμό στην Κρέσνα μεγέθους 7,3 ρίχτερ και σταμάτησε με τη σεισμική ακολουθία της χερσονήσου του Αθω. Η δεύτερη περίοδος σεισμικών ακολουθιών άρχισε από την περιοχή της σημερινής FΥRΟΜ, με μεγαλύτερο σεισμό στο Βαλάντοβο (1931) μεγέθους 6,6 ρίχτερ και συνεχίστηκε με έναν κύριο σεισμό μεγέθους 7 ρίχτερ στην Ιερισσό το 1932. Η τρίτη χρονική περίοδος ήταν εντοπισμένη στην περιοχή των λιμνών Λαγκαδά και Βόλβης, με έναν κύριο σεισμό μεγέθους 6,5 ρίχτερ στον Στίβο τον Ιούνιο του 1978.
Το 2001- δύο χρόνια μετά τον σεισμό του 1999 της Αθήνας- με εγκύκλιο του ΥΠΕΧΩΔΕ ζητήθηκε από την Τοπική Αυτοδιοίκηση να προχωρήσει σε ταχύ οπτικό προσεισμικό έλεγχο σε όλα τα δημόσια κτίρια της χώρας, τα οποία ανέρχονται σε περίπου 80.000. Ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) είχε αποστείλει σειρά γραπτών υπομνημάτων προς τους αρμόδιους τοπικούς φορείς, υπενθυμίζοντας ότι πρέπει να προχωρήσουν σε προσεισμικό έλεγχο. Οι νομαρχίες που έχουν ως σήμερα απαντήσει στην έκκληση του Οργανισμού- εννέα δεν απάντησαν- έχουν κάνει ταχύ οπτικό έλεγχο σε μόλις 7.365 κτίρια. Από αυτά το 30% χρειαζόταν άμεσες επεμβάσεις, το 40% ήθελε επεμβάσεις αλλά όχι άμεσες, το 25% ήταν γενικώς σε καλή κατάσταση και για το 5% τα στοιχεία δεν ήταν ικανοποιητικά.
Γεωδίφης με πληροφορίες από το TO BHMA,ΑΠΘ
Φωτογραφία –Τα ενεργά ρήγματα της Αττικής (ΒΗΜΑ) και Θεσσαλονίκης (χάρτης από ΑΠΘ)