Πως γεννήθηκε το "παιδί του Κρακατάου".
Το νησί του Κρακατάου βρίσκεται στην Ινδονησία, την χώρα με τα περισσότερα ενεργά ηφαίστεια της Γης(170).
Τα ηφαίστεια αυτά αποτελούν το νησιωτικό τόξο της Ινδονησίας που δημιουργείται από την κατάδυση προς βορειοανατολικά της Ινδο-Αυστραλιανής πλάκας κάτω από την Ευρασιατική. Τα περισσότερα από τα ηφαίστεια βρίσκονται στα δύο μεγαλύτερα νησιά της Ινδονησίας, την Ιάβα και τη Σουμάτρα και συγκεκριμένα εντοπίζονται κατά μήκος του περιθωρίου προς τη ζώνη κατάδυσης.Τα δύο νησιά Ιάβα και Σουμάτρα χωρίζονται από τον πορθμό Sunda. Το Κρακατάου βρίσκεται στον πορθμό Sunda και είναι σχετικά μικρότερο σε μέγεθος συγκριτικά με τα άλλα μεγαλύτερα ηφαίστεια του τόξου.
Το πρωί της 20ης Μαΐου 1883 ο πλοίαρχος του γερμανικού θωρηκτού Elizabeth ανέφερε οτι είδε ένα σύννεφο από στάχτη και σκόνη να ανέρχεται άπο το ακατοίκητο νησί Κρακατάου σε ύψος περίπου 11 km. Τους επόμενους δύο μήνες τα πληρώματα και οι επιβάτες επιβατηγών πλοίων έβλεπαν παρόμοιες εκρήξεις που συνοδεύονταν από σύννεφα στάχτης και κίσσηρης. Στα γειτονικά νησιά της Ιάβας και Σουμάτρας, όλα αυτά τα θεαματικά επεισόδια δημιουργούσαν μία γιορτινή ατμόσφαιρα ανάμεσα στους εντυπωσιασμένους ιθαγενείς, οι οποίοι ωστόσο ούτε που φαντάζονταν ότι αυτά ήταν μόνο η αρχή μιας από τις μεγαλύτερες εκρήξεις στην ιστορία του ανθρώπου.
Μία σειρά τεράστιων καταστροφικών εκρήξεων ξεκίνησε στις 26 Αυγούστου και τελείωσε στις 27 Αυγούστου 1883 με μία πελώρια παροξυσμική έκρηξη. Τη μέρα αυτή τα δύο τρίτα στα βόρεια του νησιού Κρακατάου κατέρρευσαν μέσα στη θάλασσα, σχηματίζοντας τεράστιες πυροκλαστικές ροές και τσουνάμι που ερήμωσαν τα γειτονικά παράλια. Εκατοντάδες παράκτιες πόλεις και χωριά ισοπεδώθηκαν και 36.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Πριν την έκρηξη του 1883 το Κρακατάου αποτελούνταν από τρία νησιά: τα νησιά Lang και Verlaten, υπολείμματα μίας προηγούμενης μεγάλης καλδερικής έκρηξης, και το Κρακατάου. Πάνω στο Κρακατάου υπήρχαν 3 ηφαίστεια το Perboewatan, το Danan και το Rakata. Κατά την έκρηξη το Perboewatan, το Danan και το βόρειο μέρος του Rakata υποχώρησαν στον άδειο μαγματικό θάλαμο, σχηματίζοντας έτσι μία υποθαλάσσια καλδέρα και εξαφανίζοντας τα δύο τρίτα του νησιού. Ακόλουθες εκρήξεις από το 1927 και μετά δημιούργησαν ένα νέο κώνο στο κέντρο της καλδέρας του 1883, που ονομάζεται το "παιδί του Κρακατάου" .
Το χρονικό της μεγάλης έκρηξης
Μετά το ξύπνημα του Κρακατάου της 20ης Μαΐου 1883, συνέβησαν κατά το διάστημα Μαΐου-Ιουνίου κάποιες μικρές εκρήξεις από το Perboewatan. Μέχρι τα μέσα Ιουνίου καταστράφηκε σε μεγάλο μέρος ο κεντρικός κρατήρας του Perboewatan, ενώ συγχρόνως άρχισαν εκρήξεις και από το ηφαίστειο Danan. Μέχρι τα μέσα Ιουλίου παρατηρούνταν στρώματα κίσσηρης να επιπλέουν στη θάλασσα στα στενά Sunda. Τα αρχικά προϊόντα των εκρήξεων είχαν βασαλτική σύσταση, γεγονός που έδειχνε ότι η είσοδος βασαλτικού μάγματος στο μαγματικό θάλαμο κάτω από το Κρακατάου πιθανότατα ήταν η αιτία για αυτές τις πρόδρομες εκρήξεις.
Κυριακή 26 Αυγούστου: Στη 1 μμ. περίπου ξεκίνησε μία σειρά προοδευτικών εκρήξεων που θα κορυφώνονταν το απόγευμα της 27ης Αυγούστου. Αρχικά μία ομοβροντία εκρήξεων που συνοδευόταν από εκκωφαντικό θόρυβο δημιούργησε μία μαύρη εκρηκτική στήλη από πυροκλαστικά υλικά που ανέβηκε γρήγορα σε ύψος 25 km πάνω από το νησί. Τις επόμενες ώρες το νέφος απλώθηκε βορειοανατολικά φτάνοντας σε ύψος τουλάχιστον 36 km. Η ένταση των εκρήξεων αυξανόταν σταδιακά κατά τη διάρκεια της ημέρας, τρομοκρατώντας τις παράκτιες κοινωνίες στη δυτική Σουμάτρα, στη δυτική Ιάβα και στα γειτονικά νησιά. Αργότερα, τα χωριά αυτά κτυπήθηκαν από τεράστια τσουνάμι που προκάλεσαν οι πυροκλαστικές ροές που βυθίζονταν στη θάλασσα. Το χειρότερο όμως δεν είχε έρθει ακόμη.
Δευτέρα 27 Αυγούστου: Η ηφαιστειακή δραστηριότητα κορυφώθηκε με μία σειρά τεσσάρων τουλάχιστον φοβερών εκρήξεων που ξεκίνησαν στις 5.30 πμ. και κατέληξαν σε μία κατακλυσμική έκρηξη στις 10 πμ. που στην κυριολεξία ανατίναξε το Κρακατάου. Ο ήχος ταξίδεψε στον Ινδικό ωκεανό σε απόσταση 4.600 km, και η έκρηξη έγινε αισθητή από τη Σρι Λάνκα στα δυτικά μέχρι την Αυστραλία στα ανατολικά. Τα δύο τρίτα του νησιού βυθίστηκαν στη θάλασσα μέσα στο μαγματικό θάλαμο που άδειαζε. Περίπου 23 km2 του νησιού, συμπεριλαμβανομένων και των ηφαιστείων Perboewatan και Danan, κατέρρευσαν σχηματίζοντας μία καλδέρα διαμέτρου περίπου 6 km. Από ένα υψόμετρο 450 m που είχε το Danan βυθίστηκε σε βάθος 250 m κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Η ισχύς της έκρηξης υπολογίζεται ότι ήταν 13.000 φορές μεγαλύτερη από αυτήν της ατομικής βόμβας που κατέστρεψε τη Χιροσίμα. Η μόνη μεγαλύτερη έκρηξη στη σύγχρονη εποχή ήταν του ηφαιστείου Tambora (Ινδονησία) το 1815.
Η συγκλονιστική έκρηξη της 27ης Αυγούστου 1883 προκάλεσε τεράστια τσουνάμι ύψους μέχρι 40 m (όσο ένα 13όροφο κτίριο) που ερήμωσαν τις παράκτιες περιοχές κατά μήκος του πορθμού Sunda. Συγκριτικά αναφέρουμε, ότι τα τσουνάμι που προκάλεσε ο σεισμός μεγέθους 9 της κλίμακας Ρίχτερ το Δεκέμβριο 2004 στην ίδια περιοχή και τα οποία κόστισαν τη ζωή σε 230.000 ανθρώπους είχαν ύψος 30 m.
Πολλά από τα γειτονικά νησιά πλημμύρισαν εντελώς. Για παράδειγμα, το νησί Sebesi βορειοανατολικά του Κρακατάου, αφού κατακλύστηκε από πελώρια πυροκλαστικά ρεύματα, απογυμνώθηκε τελείως από τα τεράστια τσουνάμι. Όλη η βλάστηση αποψιλώθηκε και περίπου 3.000 άνθρωποι παρασύρθηκαν στη θάλασσα από τα κύματα. Τα νησιά Thousand, μολονότι βρίσκονται 80 km ανατολικά του πορθμού Sunda καλύφθηκαν με κύματα ύψους 2 m.
Αυτόπτες μάρτυρες των τσουνάμι ήταν οι επιβάτες του πλοίου Louden το οποίο ήταν αγκυροβολημένο στον κόλπο Lampong κοντά στο χωριό Telok Betong, όταν έφτασαν τα τεράστια κύματα. Το πλοίο σώθηκε χάρις τις ηρωικές προσπάθειες του πλοιάρχου Lindemann. Κανείς δεν γνωρίζει ποσά ακριβώς ήταν τα θύματα των τσουνάμι. Τα επίσημα στοιχεία μιλούν για 36.417 θύματα, από τα οποία το 90% οφειλόταν στα τσουνάμι. Μήνες μετά την έκρηξη, η θάλασσα στα στενά Sunda ήταν καλυμμένη με παχιά στρώματα κίσσηρης τα οποία περιείχαν πτώματα από που παρέσυραν τα κύματα.
Τα τσουνάμι ευθύνονται για τις περισσότερες απώλειες από την έκρηξη του Κρακατάου. Εντούτοις, περίπου 4.500 θάνατοι (πάνω από το 10%) αποδίδονται στις πτώσεις τέφρας και στις πυροκλαστικές ροές. Ο όγκος της τέφρας που εκτινάχθηκε από το ηφαίστειο ανέρχεται σε περίπου 20 km3, είκοσι φορές περισσότερη από αυτήν της καταστροφικής έκρηξης της Αγίας Ελένης (ΗΠΑ) το 1980. Κοντά στη Σουμάτρα η θάλασσα είχε τόση τέφρα που έμοιαζε με ξηρά. Για εβδομάδες ήταν αδύνατο να πλησιάσουν τα σωστικά σκάφη στις παράκτιες περιοχές όπως το Telok Betong. Τους επόμενους μήνες οι άνεμοι και η παλίρροια διασκόρπισε τα στρώματα κίσσηρης πέρα από τα στενά Sunda στη θάλασσα της Ιάβας και τον Ινδικό ωκεανό. Υπάρχουν αναφορές από πλοία, που έπλεαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το Krakatau, για στρώματα κίσσηρης που επέπλεαν στο νερό. Ένα τέτοιο έφτασε στη Νότια Αφρική πάνω από 8.000 km μακριά το Σεπτέμβριο του 1884.
Περίπου 2.000 θύματα στη νότια Σουμάτρα είχαν σοβαρά εγκαύματα, πιθανότατα από τις πυροκλαστικές ροές. Μολονότι η συμπεριφορά των πυροκλαστικών ροών και των μεγακυματισμών δεν έχει εξηγηθεί πλήρως με άμεσες παρατηρήσεις, φαίνεται ότι μπορούν να ταξιδεύσουν μεγάλες αποστάσεις πάνω από το νερό. Αυτό δείχνουν τα στοιχεία της έκρηξης του Krakatau, αφού οι πυροκλαστικές ροές διήνυσαν την απίστευτη απόσταση των 40 km πάνω από τη θάλασσα του πορθμού Sunda και διατήρησαν τη θερμότητά τους ώστε να προκαλέσουν τα εγκαύματα στα θύματά τους. Υπάρχουν όμως και μαρτυρίες από τα πλοία που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή σε ακόμη μεγαλύτερες αποστάσεις. Στις 27 Αυγούστου το πλοίο Louden ήταν σε απόσταση 65 km βόρεια του Krakatau όταν κτυπήθηκε από δυνατούς άνεμους και τέφρα, ενώ το πλοίο W.H.Besse ήταν σε απόσταση 80 km βορειοανατολικά όταν κτυπήθηκε από θυελλώδεις ανέμους, τέφρα και την οσμή θείου.
Πως όμως είναι δυνατόν οι πυροκλαστικές ροές να ταξιδεύουν σε τόσο μεγάλες αποστάσεις; Οι πυροκλαστικές ροές είναι καυτά μίγματα από στερεά πυροκλαστικά και διαστελλόμενα ηφαιστειακά αέρια. Καθώς προωθούνται πάνω από το νερό, στη βάση της ροής το νερό μετατρέπεται σε ατμό. Η απότομη εξάτμιση του νερού ενισχύει τη ρευστοποίηση του νέφους και εμποδίζει την απόθεση των στερεών σωματιδίων, ιδίως των βαρύτερων κομματιών κίσσηρης. Έτσι επιτρέπει στις πυροκλαστικές ροές να διανύουν αποστάσεις δεκάδων χιλιομέτρων πάνω από τη θάλασσα. Η πρώτη φορά που αναγνωρίστηκε αυτό το φαινόμενο ήταν στην περίπτωση του ηφαιστείου Πελέ το 1902, όπου το πυρακτωμένο νέφος αφού αφάνισε την πόλη St. Pierre συνέχισε πάνω από τη θάλασσα για αρκετά χιλιόμετρα και έκαψε τα αγκυροβολημένα πλοία.
Τις επόμενες μέρες της έκρηξης η τέφρα παρασύρθηκε από τον άνεμο έως και 2.500 km. Το νέφος της λεπτόκοκκης ηφαιστειακής σκόνης, όμως, διασκορπίστηκε στη στρατόσφαιρα και περιέβαλε τη ζώνη του Ισημερινού μέσα σε δύο εβδομάδες. Τα επόμενα χρόνια έμεινε στην ατμόσφαιρα και επεκτάθηκε προς βορρά και νότο πριν τελικά να διαλυθεί.
Αυτό το νέφος περιείχε επίσης μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του θείου που εκπέμφθηκε από το Krakatau. Τα μόρια του αερίου ενώθηκαν με τους υδρατμούς και σχημάτισαν σταγονίδια θειικού οξέος. Αυτά τα όξινα αερολύματα μαζί με την ηφαιστειακή σκόνη σχημάτισε ένα ατμοσφαιρικό κάλυμμα που εμπόδιζε την ηλιακή ακτινοβολία, προκαλώντας έτσι πτώση της θερμοκρασίας παγκοσμίως κατά μερικούς βαθμούς.
Επίσης δημιουργήθηκαν πρωτοφανή οπτικά φαινόμενα που ήταν ορατά στο 70% της Γης. Έτσι, για αρκετά χρόνια μετά το 1883, ο ουρανός έπαιρνε εξωτικά χρώματα, ο ήλιος και η σελήνη περιβάλλονταν από άλω (φωτοστέφανα) και ενώ το λυκαυγές και το λυκόφως ήταν κατακόκκινα. Τα φαινόμενα αυτά εντυπωσίασαν αρκετούς ζωγράφους της εποχής, οι οποίοι τα αποτύπωσαν στους πίνακές τους.
Μετά από 44 χρόνια, στις 26 Δεκεμβρίου 1927, το ηφαίστειο ξύπνησε ξανά ξαφνιάζοντας μια ομάδα Γιαπωνέζων ψαράδων που είδαν ατμούς και τέφρα να βγαίνουν μέσα από τη θάλασσα στην καλδέρα. Η ηφαιστειακή δράση συνεχίστηκε και στις 26 Ιανουαρίου 1928 εμφανίστηκε πάνω από το νερό η κορυφή ενός βασαλτικού κώνου σκωριών. Ένα χρόνο αργότερα είχε δημιουργηθεί ένα μικρό νησί που ονομάστηκε το παιδί του Κρακατάου.Το Anak Krakatau έδωσε αρκετές εκρήξεις μέχρι σήμερα. Μολονότι αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει κίνδυνος για τα γειτονικά νησιά, οι εκρήξεις του Anak Krakatau θυμίζουν πάντα τον τρόμο του 1883.
Γεωδίφης
Πηγές-USGS,Τμήμα Ηφαιστειολογίας ΑΠΘ