Η ζωή στο βυθό μετά την καταστροφή
Φύκια στις ακτές της πόλης Κω μετά το τσουνάμι. Ο σεισμός της 21ης Ιουλίου 2017 δεν προξένησε αλλαγές στη ξηρά του νησιού. Επηρέασε υπόγεια νερά και πηγάδια, ρευστοποίησε έδαφος, έριξε βράχους στην εξοχή της πόλης αλλά δεν παρατηρήθηκαν πρωτογενή γεωλογικά φαινόμενα όπως αξιόλογες επιφανειακές διαρρήξεις στην χερσαία τοπογραφία.
Η μεγαλύτερη αλλαγή έγινε στον βυθό της θάλασσας. Η ενέργεια από περίπου 120 χιλιάδες τόνους ΤΝΤ που εκλύθηκε από τον σεισμό στην τάφρο Gokova, είναι λογικό να προκαλέσει ασύλληπτες καταστροφές οι οποίες με την σειρά τους επηρέασαν την θαλάσσια ζωή. Η καταστροφή προκλήθηκε τόσο από την υποθαλάσσια καθίζηση όσο από το τσουνάμι που ακολούθησε. Η καθίζηση του βυθού που είναι ορατή σε παράκτιους ογκόλιθους και οχυρά της πόλης, από το Καρνάγιο έως τουλάχιστον την Ε.Θέρμη, επιβεβαιώνεται από δορυφορικά δεδομένα.
Οι ψαράδες του νησιού λένε ότι ο σεισμός άφησε την θάλασσα χωρίς αλιεύματα. Οι καταδύτες μιλούν για τεράστιες αλλαγές στο βυθό ιδιαίτερα του Λούρου. Ερασιτέχνες αλιείς επισημαίνουν αλλαγές στοπαράκτιο οικοσύστημα.
Ο κυνηγός χταποδιών, δεινός ψαροντουφεκάς, γιατρός Αντώνης Χαραλαμπίδης, παρατήρησε φυσαλίδες στο βυθό πιθανόν από υδροθερμική ανάβλυση μετά τον σεισμό, στην ακτή του μονόλιθου Αγίου Φωκά. Παραξενεύτηκε από την μείωση του πληθυσμού χταποδιών, ενώ επιπλέον ανέφερε ότι αρκετά από αυτά είναι χωρίς δύο ή τρία πλοκάμια, όχι μακριά από το σεισμικό επίκεντρο σε μία γνώριμη περιοχή εδώ και χρόνια. Το γεγονός αυτό μπορεί να αποδοθεί σε σμέρνες, ψάρια με επικίνδυνο δάγκωμα ακόμη και για τον άνθρωπο,αυτοφαγία προκειμένου να γλιτώσουν από τον εχθρό και γιατί όχι στο ξαφνικό σεισμικό συμβάν το οποίο ίσως προξένησε καταστροφές στις φωλιές τους.
Ο βυθός της θάλασσας κοντά στο σεισμικό επίκεντρο έχει υποστεί τεράστιες ζημιές ενώ έχουν καταστραφεί ρηχές θαλάσσιες ζώνες από το τσουνάμι. Τα σεισμογενή κύματα είχαν σοβαρό αντίκτυπο στα θαλάσσια οικοσυστήματα και στα βενθικά ζώα που κατοικούσαν σε λασπώδεις καιαμμώδεις παραλίες του βορειοανατολικού τμήματος του Όρμου Κω. Υποβρύχιες επιτόπιες καταδύσεις από επαγγελματίες γνωστοποιούν τεράστιες καταστροφές σε βάθη νερού έως τουλάχιστον 10 μ. στο Ραμίρα.
Συχνά οι επεισοδιακές μεταβολές στην τοπογραφία και τη σύνθεση μεγέθους κόκκων που εμφανίζονται στο θαλάσσιο περιβάλλον μιας περιοχής έχουν επιπτώσεις αλλά είναι διαφορετικές για κάθε είδος. Για παράδειγμα, μετά την εκδήλωση του τσουνάμι, εξαφανίζονται δίθυρα ενώ η διανομή για κάποια άλλα είδη παραμένει αμετάβλητη.
Η διεθνής εμπειρία από παρόμοια γεγονότα λέει ότι η αποκατάσταση ορισμένων πληθυσμών βενθικών ζώων ίσως αρχίσει εντός 18 μηνών από την εκδήλωση του τσουνάμι. Τα κύματα είχαν καταστροφικές επιπτώσεις στα ρηχά οικοσυστήματα των λιβαδιών Ποσειδώνιας. Μετά το τσουνάμι παρατηρήθηκαν φύκια σε παραλίες της πόλης.
Η Posidonia oceanica είναι ένα θαλάσσιο φυτό που δίνει λουλούδια και φρούτα σε βάθος μέχρι 40μ. Το φυτό αυτό σχηματίζει απέραντα λιβάδια στη θάλασσα. Είναι βασικό οικοσύστημα της περιοχής που φιλοξενεί αρκετά είδη φυτών και ζώων. Το επόμενο διάστημα η καταστροφή θα προκαλέσει προβλήματα στην αναπαραγωγή πολλών ψαριών. Όσο μεγαλύτερη είναι η καταστροφή τόσο λιγότεροι οργανισμοί ζουν εκεί. Η καταστροφή των λιβαδιών Ποσειδώνιας μπορεί να αυξήσει την διάβρωση στις ακτές και την ορμή των κυμάτων. Η έλλειψη των ριζών τους δεν συγκρατεί την άμμο και θα αποσταθεροποιήσει περαιτέρω τις παραλίες.
Το τσουνάμι επηρέασε τα ενδιάμεσα ασπόνδυλα σε αμμώδεις παραλίες κατά μήκος της ακτής της πρωτεύουσας του νησιού. Οικοσυστήματα όπως ύφαλοι ασβεστολιθικών ροδοφυκών σε βάθη 50-90μ. ίσως έχουν επηρεαστεί σημαντικά τόσο από κατολισθήσεις όσο από κύματα του τσουνάμι. Οι μεγαλύτερες ζημιές σε ασπόνδυλα και φυτά που προκαλούνται από τσουνάμι συνήθως εμφανίζονται σε βάθη νερού από 10-20μ. Σύμφωνα με την διεθνή εμπειρία η έναρξη αποκατάστασης των υφάλων παρατηρείται ένα χρόνο μετά το τσουνάμι, όμως θα χρειαστεί χρόνο η επαναφορά σε προσεισμικά επίπεδα.
Ανάμεσα στα ρηχά θαλάσσια περιβάλλοντα, τα οικοσυστήματα που αποτελούνται από ιζήματα [άμμος και λάσπη] είναι τα πιο έντονα διαταραγμένα από τα κύματα τσουνάμι, καθώς μεταβάλλονται ριζικά από την ταχεία διάβρωση και τις αλλαγές στην τοπογραφία του αμμώδουςβυθού όπως αυτού του Λούρου.
Τα ζώα που ζουν στον βυθό επηρεάζονται σοβαρά, καθώς θάβεται ή διαβρώνεται ο βιότοπός τους. Τα μεγάλα βενθικά ζώα είναι ιδιαίτερα σημαντικά σε θαλάσσια περιβάλλοντα καθώς αναμιγνύουν ιζήματα επηρεάζοντας έτσι τη βιογεωχημεία των ιζηματογενών δομών.
Είναι δύσκολο να μελετηθούν οι οικολογικές επιπτώσεις ενός τσουνάμι στην πλησιέστερη ζώνη, αφού πρέπει να υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την τοπογραφία του θαλάσσιου ύδατος, τα ιζήματα και την βενθική πανίδα, με λεπτομέρειες των συνθηκών πριν και μετά την εκδήλωση.
Το περιβάλλον της θάλασσας του Κεραμικού ήταν σταθερό για αρκετά χρόνια, πριν διαταραχθεί ριζικά από την καθίζηση και το τσουνάμι του 2017. Λαμβάνοντας υπόψη τη μέγιστη καθίζηση του βυθού, κοντά στο σεισμικό επίκεντρο [τουλάχιστον 0,4 μ.], μελέτες έχουν δείξει ότι τα ζώα που κατοικούσαν στο ίζημα, όπως το εχινοκάρδιο E. cordatum, θα επηρεαστούν περισσότερο. Η πλήρη επιστροφή στην κατάσταση πριν από το τσουνάμι θα χρειαστεί χρόνο.
Είναι δύσκολο να αποτιμηθεί η κατάσταση στην κατανομή των μικρών βενθικών ζώων μεγέθους μικρότερου των 2 εκατοστών σε οικοσυστήματα με αμμώδη βυθό. Ορισμένα από αυτά εξαφανίστηκαν μετά το τσουνάμι του οποίου η επίδραση εξαρτάται από τις περιβαλλοντικές συνθήκες και τα είδη. Γεγονός που ερμηνεύεται ως αδυναμία προσαρμογής στην ταχεία καθίζηση και/ ή μεταβολές στο θαλάσσιο περιβάλλον [σύνθεση μεγέθους κόκκων]που ακολουθεί το τσουνάμι.
Επιπλέον, δίθυρα που κατοικούν σε υδροδυναμικά ήρεμα λασπώδη ιζήματα σπανίως εκτίθενται σε ταχείες τοπογραφικές αλλαγές. Κατά τη διάρκεια του τσουνάμι, το λασπώδες θαλασσινό νερό αφήνει πίσω του αποθέσεις, στις οποίες αρκετά είδη δεν μπορούν να προσαρμοστούν. Άλλα δίθυρα που ζουν σε αμμώδεις παραλίες μεταναστεύουν συνεχώς στις μεταβαλλόμενες συνθήκες κύματος. Όμως, έχουν παρατηρηθεί οργανισμοί με μοναδική συμπεριφορά στην προσαρμογή σε τοπογραφικές αλλαγές, αυτή η ικανότητα είναι πιθανό να τους επιτρέψει να επιβιώσουν στις αλλαγές που προκλήθηκαν από το τσουνάμι.
Επαναφορά ορισμένων πληθυσμών εχινοδέρμων έχει παρατηρηθεί μέσα σε λίγα χρόνια από την διαταραχή των τσουνάμι. Ωστόσο, ο μηχανισμός με τον οποίο επιστρέφουν είναι ασαφής. Η επαναφορά ποικίλει για κάθε είδος, εξαρτάται από τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν στους κόλπους.
Το τελευταίο τσουνάμι δεν ήταν το πρώτο που καταγράφηκε στον Όρμο της Κω. Ομως, στην συγκεκριμένη περιοχή ήταν η πρώτη φορά που παρατηρήθηκε από εμάς καταστροφή βυθού λόγω καθίζησης τέτοιας έκτασης. Παλαιότερα τσουνάμι όπως του 554, 1493 και 1933 έχουν επηρεάσει περιοδικά τα παράκτια οικοσυστήματα. Κατά συνέπεια, το θαλάσσιο οικοσύστημα στην περιοχή έχει επανειλημμένα πληγεί από τσουνάμι στο παρελθόν αλλά έχει επανέλθει.
Η καταστροφή του βυθού φέρνει στο νου την θαυμαστή ισορροπία μεταξύ σταθερότητας και περιστασιακής καταστροφής του πλανήτη. Χωρίς αυτή τη σχέση ο πανέμορφος κόσμος που με περιτριγυρίζει, ίσως να μην υπήρχε. Αν οι καταστροφές ήταν πάρα πολλές τότε η ζωή δε θα είχε την ευκαιρία να αναπτυχθεί, αν όμως ήταν πολύ λίγες τότε η ζωή ίσως να μην είχε αναπτυχθεί.
Γεωδίφης
Πηγή -Ημερολόγιο Ενός Προαναγγελθέντος Σεισμού[e-book]
[δημοσιεύθηκε 10/9/2017], μπορείτε να το κατεβάσετε την Β΄Εκδοση
Η καταστροφή του βυθού[μπλε χρώμα] και οι μεγαλύτερες οικολογικές επιπτώσεις του τσουνάμι στην παράκτια ζώνη της Κω [μωβ]
Καθίζηση στην χαλικώδη παραλία του Ψαλιδιού