Ξαναγυρίζοντας στην Κω
Αγαπούσα τη Κω για τις ήσυχες μέρες που δεν είχαν αυτοκίνητα και τριγύριζες με το ποδήλατο στους σκιερούς δρόμους της χωρίς να ξέρεις καλά καλά που πας.
Την αγαπούσα για τις νύχτες που ήταν γεμάτες άστρα – όπως ξέρετε στην Αθήνα δεν υπάρχουν πια άστρα – και κανένας φανός αυτοκινήτου δεν τα έσβηνε.
Μόλις πλησίαζε το πλοίο, με τα χαράματα, θαρρείς κι΄ έμπαινες στον ορίζοντα ήξερα πως αρχίζουν μέρες γαλήνιες, γνήσιας ευτυχίας, και ποτέ δεν γελάστηκα.
Η θάλασσά της δεν είχε ωραία αμμουδιά, ούτε καμπίνες αλλά έβρισκες πάντα μια γωνιά δικιά σου να κολυμπήσεις. Το φαΐ στο εστιατόριο ήταν απαίσιο κι αργούσες πολύ να σερβιριστείς, αλλά η κουταλιά το ντοματάκι γλυκό που σε τρατάριζε η νοικοκυρά σου το απόγευμα μύριζε μέλι και στο τέλος ανακάλυπτες το αμύγδαλο που είχε μέσα.
Δεν ξέρω οικογένεια που να παραθέρισε στη Κω και να μην αγάπησε το σπίτι όπου έμεινε, τη δροσερή αυλή με τις μπιγκόνιες και τα γιασεμιά, το κρεββάτι με τα πεντακάθαρα σεντόνια και τα πλατάνια που θρόιζαν έξω από το παράθυρο, τις φωτογραφίες στον τοίχο και τα πετσετάκια με τις ασπροκέντητες μάρκες, τη γλυκομίλητη νοικοκυρά προπάντων, που είχε πάντα μια φροντίδα και ένα καλό λόγο για το νοικάρη της, και τη γριά “μαμμή” στη βεράντα, να κανακεύει το εγγόνι της,που μόλις άρχιζε να περπατάει:
“Έβγα κυρά – θάλασσα,
να δεις την πρωτοκόρη σου,
που παίζει το βατσέλι…”
Σαν ένα τέτοιο τραγούδι τη θυμάμαι τη Κω.
Ακόμα και τώρα, που ένα ψηλό κτήριο – ίσως και περισσότερα – ακαλαίσθητα στα δύο τη γραμμή του βουνού της. Που τα αυτοκίνητα είναι σχεδόν όσα και τα ποδήλατα. Που τα ξενοδοχεία σου προσφέρουν όλες τις ανέσεις και τα κέντρα είναι ανοιχτά όλη νύχτα.
Είναι άλλη η Κως σήμερα, το ξέρω. Η δυναμική Κως, για καινούργιους ανθρώπους που τρέχουν με τα μηχανάκια στους εξοχικούς δρόμους και θέλουν να φτάσουν όσο γίνεται γρηγορότερα στις μακρινές παραλίες με τα μεγάλα ξενοδοχεία.
Κάπως έτσι έπρεπε να γίνει, δεν υπήρχε αμφιβολία.
Άλλα όποιος αγάπησε μια φορά τη Κω, την αγαπάει για πάντα. Γι΄ αυτό μπορεί να ονειρεύεται, να ονειρεύεται μια Κω που να μείνει για πάντα πράσινη – γιατί ξέρουμε αλλοίμονο, πόσο ανόητα η οικοδομική εξέλιξη διώχνει το πράσινο – (και το ξέρουν και οι ντόπιοι, που εδώ και λίγα χρόνια έσωσαν από τις επιβουλές το όμορφο πάρκο της παραλίας τους). Να ονειρεύεται μερικούς δρόμους ελεύθερους, όπου τα παιδιά κυρίως να μπορούν να χαίρονται το ποδήλατο χωρίς φόβο. Και μερικές πνευματικές εκδηλώσεις, που να δίνουν περισσότερο νόημα στο καλοκαίρι για ντόπιους και για ξένους. Και τελικά να ξέρει – και το ξέρει – πως υπάρχει πάντα το χαμόγελο του νησιού, κάτι που το παίρνεις μαζί σου και το κρατάς, ακόμα και όταν θα έχεις ξεχάσει το όνομα του τέλεια εξοπλισμένου ξενοδοχείου όπου πέρασες τις διακοπές σου.
ΤΗΣ ΛΙΝΑΣ ΚΑΣΔΑΓΛΗ
Από τον Κώστα Ιωάννου
Αντιγραφή από το φύλλο 1, σελ.: 1,4, Απρίλιος 1976 της Εφημερίδας ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΩ
Φωτογραφία,Helmut Koester, HARVARD LIBRARY.