ΘΕΜΑΤΑ

ΑΝΤΙΤΗΛΟΣ1 ΑΡΚΟΙ2 ΑΡΚΟΝΗΣΟΣ3 ΑΡΜΑΘΙΑ1 ΑΣΤΑΚΙΔΑ1 ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ9 ΑΥΓΟ1 ΓΑΔΑΡΟΣ6 ΓΑΙΑ3345 ΓΛΑΡΟΣ1 ΓΥΑΛΙ28 ΔΙΒΟΥΝΙΑ2 ΔΟΛΙΧΗ1 ΕΛΛΑΔΑ1314 ΖΑΦΟΡΑΣ ΜΑΚΡΥΣ1 ΙΑΣΟΣ4 ΙΜΙΑ2 ΚΑΛΑΒΡΟΣ1 ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ2 ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ1 ΚΑΛΟΛΙΜΝΟΣ2 ΚΑΛΥΜΝΟΣ153 ΚΑΜΗΛΟΝΗΣΙ2 ΚΑΝΔΕΛΙΟΥΣΑ3 ΚΑΡΠΑΘΟΣ13 ΚΑΣΟΣ8 ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ20 ΚΑΣΤΡΙ1 ΚΕΔΡΕΑΙ[SEDIR]1 ΚΕΡΑΜΟΣ1 ΚΙΝΑΡΟΣ1 ΚΝΙΔΟΣ25 ΚΟΛΟΦΩΝΑΣ1 ΚΟΥΝΕΛΙ1 ΚΡΕΒΑΤΙΑ1 ΚΩΣ2050 ΛΕΒΙΘΑ3 ΛΕΙΨΟΙ6 ΛΕΠΙΔΑ1 ΛΕΡΟΣ31 ΛΕΣΒΟΣ1 ΛΥΤΡΑ1 ΜΥΝΔΟΣ1 ΝΕΚΡΟΘΗΚΗ1 ΝΕΡΟΝΗΣΙ1 ΝΗΠΟΥΡΙ1 ΝΗΣΟΣ1 ΝΙΜΟΣ1 ΝΙΣΥΡΟΣ180 ΞΕΝΑΓΟΡΑ ΝΗΣΟΙ1 ΟΦΙΔΟΥΣΑ1 ΠΑ.ΦΩ.ΚΩ43 ΠΑΤΜΟΣ29 ΠΑΧΕΙΑ6 ΠΕΝΤΙΚΟΝΗΣΙΑ1 ΠΕΤΡΟΚΑΡΑΒΟ1 ΠΙΑΤΑ1 ΠΙΤΤΑ1 ΠΛΑΤΕΙΑ1 ΠΛΑΤΗ2 ΠΟΝΤΙΚΟΥΣΑ1 ΠΡΑΣΟ1 ΠΡΑΣΟΝΗΣΙ1 ΠΡΑΣΟΝΗΣΙΑ1 ΠΡΑΣΟΥΔΑ ΚΑΤΩ1 ΠΥΡΓΟΥΣΑ5 ΡΟΔΟΣ126 ΡΩ1 ΣΑΒΟΥΡΑ1 ΣΑΜΟΣ13 ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ56 ΣΑΡΑΚΙ1 ΣΑΡΙΑ1 ΣΕΣΚΛΙ1 ΣΟΧΑΣ1 ΣΤΡΟΒΙΛΟΣ1 ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ[ΑΓΑΘΟΝΗΣΙΟΥ]1 ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ[ΜΕΓΙΣΤΗΣ]1 ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ[ΝΙΣΥΡΟΥ]3 ΣΥΜΗ38 ΣΥΡΝΑ4 ΣΦΥΡΝΑ1 ΤΕΛΕΝΔΟΣ1 ΤΕΡΜΕΡΑ1 ΤΗΛΟΣ28 ΤΡΑΓΟΝΕΡΑ1 ΤΡΑΓΟΥΣΑ1 ΤΣΟΥΚΑ1 ΦΑΡΜΑΚΟΝΗΣΙ2 ΧΑΛΚΗ15 ΨΕΡΙΜΟΣ22
Εμφάνιση περισσότερων

Η τελευταία περιπέτεια


Μετά την επικράτηση των Γερμανών και την κατάληψη των νησιών Ρόδου και Κω, oι νέοι κατακτητές έκριναν ότι ο βασικός τους εχθρός ήταν οι πρώην  σύμμαχοι τους Ιταλοί. Στην Κω μάλιστα  τις πρώτες μέρες της Γερμανικής  εισβολής, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν  τους Ιταλούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς και όσοι δεν δέχτηκαν να συνεργασθούν μαζί τους τους  εκτέλεσαν και τους έθαψαν σε ομαδικούς τάφους σε κάποια τοποθεσία κάτω από τον Λινοπότη.

Τους Έλληνες δεν τους πείραξαν εκτός από την αρπαγή των προϊόντων και τα είδη διατροφής τους. Τιμωρούσαν όμως με εκτελέσεις όσους συλλάμβαναν ως συνεργάτες των συμμάχων Άγγλων και Ελλήνων  κομάντος που ανελάμβαναν διάφορες αποστολές στα κατεχόμενα νησιά.

Στη Ρόδο, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς, ο ηγούμενος της μονής  του Πανορμήτη της Σύμης, Αρχιμανδρίτης ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΜΑΡΟΥΛΑΚΗΣ  ο Μ. ΒΡΟΥΧΟΣ  και ο Γ. ΚΩΣΤΑΡΙΔΗΣ, γιατί είχαν αναπτύξει  πλούσια  αντιστασιακή δράση.

Στην Κω  το ίδιο συνέβη με τον ΘΕΟΚΡΙΤΟ ΚΩΣΤΟΓΛΟΥ την ΑΝΕΖΟΥΛΑ ΠΑΤΑΚΟΥ-ΤΡΟΥΜΟΥΧΗ και τη ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΠΕΡΗ,  που συνελήφθηκαν από τους Γερμανούς με την κατηγορία της  κατασκοπείας και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Εκτελέστηκαν στις 16 Απριλίου του 1945, λίγες μόνο μέρες πριν την παράδοση των Γερμανικών στρατευμάτων που  κατείχαν τα νησιά.

Μαζί με τους εκτελεσθέντες  είχαν συλληφθεί και οι  Βασίλης Κώστογλου γιος του Θεόκριτου, ο Αντώνης Τρουμούχης, ο Γιάννης Καλυμιαναρής, ο Κώστας Τρουμούχης, ο Γιώργος Μυλωνάς και η Διονυσία Περή, οι οποίοι μετά από εξαντλητική ανάκριση και βασανιστήρια που κράτησαν αρκετές μέρες, και τελικά οδηγήθηκαν κι αυτοί στην αίθουσα του στρατοδικείου.  Αρχικά κατάδικάστηκαν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού ο Θεόκριτος Κώστογλου, ο γιος του Βασίλης, ο Γιώργος Μυλωνάς, η Σταματία Περή με την αδελφή της  Διονυσία και η Ανεζούλα Πατάκου Τρουμούχη, ενώ στους υπόλοιπους επέβαλαν πιο ελαφρές ποινές.

Τότε συστήθηκε μια επιτροπή από τον Αρχιμανδρίτη Φιλήμωνα Φωτόπουλο την Κυρία  Περσεφόνη Κουτσουράδη τον Γεώργιο Κουτσουράδη και άλλους συμπολίτες μας  οι οποίοι  επισκέφτηκαν τον Γερμανό Διοικητή, και με παρακάλια και ικεσίες, κατάφεραν να σώσουν τη ζωή των Γεωργίου Μυλωνά, Βασίλη Κώστογκλου και Διονυσίας  Περή. 

Τις δύσκολες κείνες μέρες δρούσαν στην Κω, δύο  κλιμάκια κατασκοπείας τα οποία δεν  είχαν μεταξύ τους καμία συνεργασία, αν και το  ένα γνώριζε την ύπαρξη του άλλου. Το πρώτο, το αποτελούσαν οι Νίκος Γεωργιάδης και Μιχάλης Κουγιουμζής οι οποίοι την ημέρα της σύλληψης του Θεόκριτου και των άλλων βοσκών, ειδοποιήθηκαν  από τον Έλληνα ιερολοχίτη υπολοχαγό  Τσιτσιλώνη  και ο μεν Γεωργιάδης προλαβαίνει και φεύγει μαζί με τους κομάντος στη Σύμη, ο δε Κουγιουμζής καταφέρνει σε λίγες μέρες να διαφύγει κι αυτός αρχικά με μια βάρκα στην Τουρκία και στη συνέχεια με ένα  Αγγλικό πολεμικό, στη Σύμη.

Το  δεύτερο κλιμάκιο  που το αποτελούσαν για την πόλη της Κω ο Παντελής Τριπολίτης ο Ζαχαρίας  Παπαζαχαρίου  και ο ασυρματιστής Στέφανος  Παπαδημητρίου από τη Σάμο, είχε διασυνδέσεις και στα χωριά της Κω με αγνούς πατριώτες όπως  ο Δημήτρης  Χατζηάμαλλος  και ο Δημήτρης Οικονόμου στο Πυλί  ο Ζαχαρίας Οικονόμου και Γιάννης Φάκος  στην Αντιμάχεια, ο Γιάννης Σοφός  στην Καρδάμενα ο Νίκος Φουρτούνης και ο Παντελής Πίκος  στην Κέφαλο, καθώς και ο καλόγερος στον Άϊ-Γιάννη στην Κρύκελλο  Χαράλαμπος  Ρούσος , ο οποίος συνελήφθη, βασανίστηκε και εκτελέστηκε από τους Ιταλογερμανούς φασίστες.

Άλλοι  συνεργάτες του δικτύου της πόλης της Κω ήταν ο Αντώνης  Βραχνάς ο οποίος πολύ νωρίς έφυγε για την Μέση Ανατολή, ο Γιαννακός  Παπαζαχαρίου, αδελφός του Ζαχαρία που υπηρετούσε  με τον μικρότερο του αδελφό Όμηρο  στο γραφείο της Αλικαρνασσού  (ο Όμηρος σκοτώθηκε σε ναρκοπέδιο της Λέρου κατά την διάρκεια μιας αποστολής) ο Βαγγέλης  Σταυράκης, ο Σταμάτης Μουζάκης,  ο Κ. Τσακνόγλου,     ο  Σταυριανός Μπάρμπας, ο Γεράσιμος  Ματθαίος, ο Γιώργος ο Κουτσουράδης, ο Χριστόφορος Φουρνάρης, ο Σταμάτης  Ρεϊσης, ο Γιώργος  Κουρούνης, ο Μάνος Παρθενιάδης  οι  αδελφοί  Κρασά  ο Δημήτρης Ιεροκλής  καθώς και ο διοικητής της  Ιταλικής Αστυνομίας,  Τζουκέλλη. Το δίκτυο πλαισίωναν και άλλοι πατριώτες οι οποίοι ότι μάθαιναν σχετικό με τον κατακτητή το μετέφεραν αμέσως στον Παντελή ή τον Ζαχαρία και κείνοι αφού αξιολογούσαν κάθε πληροφορία την μετέδιδαν μέσω του ασυρματιστή Παπαδημητρίου στο αρχηγείο στο Πετρούμι .

Η σύλληψη  του Θεόκριτου και των άλλων βοσκών έγινε τη νύχτα της  27ης  Φεβρουαρίου 1945.Την επόμενη μέρα πρωί-πρωί ο Παντελής Τριπολίτης βρισκόταν κάτω από τις καμάρες της Αγοράς όταν τον πλησίασε ο γιος του Γ. Μυλωνά Δημήτρης και του ανακοινώνει ότι οι Γερμανοί πιάσανε τους τσοπάνηδες.

Ο Παντελής διαισθάνεται  τον κίνδυνο  και  αμέσως πάει στο σπίτι του συντρόφου του  Ζαχαρία Παπαζαχαρίου. Ευτυχώς τον βρίσκει  εκεί, του ανακοινώνει τα δυσάρεστα νέα και οι δυο μαζί  φτάνουν στο Πελεζίκι στο σπίτι που είχε ενοικιάσει ο Σταυριανός Μπάρμπας  για την πεθερά του Αφρόδω η οποία φρόντιζε και έκρυβε τον Παπαδημητρίου. Ο Παπαδημητρίου  στήνει  αμέσως τον ασύρματο  και επιχειρεί και έχει επαφή με το γραφείο στην Αλικαρνασσό,  όπου εκθέτει τα γεγονότα και ζητά  οδηγίες. Η Αλικαρνασσός του λέει να κλείσει και να ξαναπάρει σε λίγη ώρα. Πράγματι σε μισή ώρα περίπου πραγματοποιείται η δεύτερη επαφή και οι οδηγίες που δίνει το Πετρούμι είναι καθαρές.  Πρέπει να εγκαταλείψουν αμέσως το νησί και ορίζεται σαν τόπος  συνάντησης τους με το καίκι  που  θα τους παραλάβει η τρίτη χαράδρα μετά του Χαβάρου. Η  χαράδρα του Χαβάρου ήταν πια τώρα επικίνδυνη μετά τις συλλήψεις των βοσκών. Καθορίστηκε και η ώρα. Ακριβώς τα μεσάνυχτα της επόμενης νύχτας, καθώς και ο τρόπος εντοπισμού τους, θα αναβόσβηναν  το κλεφτοφάναρο τέσσερεις συνεχείς φορές σε σύντομα χρονικά διαστήματα για να γίνουν αντιληπτοί από το σκάφος.

Φορτώνουν αμέσως τον ασύρματο σ’ ένα γαϊδουράκι και τον καμουφλάρουν με δέματα σανού. Ο Παπαδημητρίου  οδηγείται στο σπίτι της δασκάλας Τασίας  στο δρόμο προς το κακό Πρινάρι  όπου και θα περάσει τη  νύχτα. Ο Παντελής θα κοιμηθεί  στο εξοχικό που ενοικίαζε ο Σταυράκης  στον Αϊ  Γιάννη  που είναι στο δρόμο  του Αγίου Νεκταρίου. Ο Ζαχαρίας πάλι σε ένα σπίτι στον Αμπάβρη.

Την άλλη μέρα  το πρωί  και οι τρεις συναντήθηκαν στο σπίτι της Τασίας. Ήλθε και ο Σταμάτης ο Μουζάκης  ο οποίος έμαθε τα νέα και ήθελε και κείνος να φύγει. Από εκεί ξεκίνησαν για το βουνό. Ανέβηκαν στην βουνοκορφή και αφού εντόπισαν την τρίτη χαράδρα σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαν πάρει , άρχισαν να κατηφορίζουν.

Κατέβηκαν μέχρι  τη θάλασσα, όπου  βρήκαν ένα μικρό σύμπετρο που σχημάτιζε μια  μικρή ρηχή σπηλιά . Εκεί εγκαταστάθηκαν. Μπροστά τους η θάλασσα ο δρόμος για την ελευθερία . Στο σημείο εκείνο  η βραχώδης  ακτή διακόπτεται από μια μικρή παραλία με χοντρά βότσαλα. Ξεφόρτωσαν τον ασύρματο και τον οπλισμό τους και εγκαταστάθηκαν στην κουφάλα του βράχου. Πιο πάνω σε μικρή απόσταση από την παραλία υπήρχε μια μάντρα εγκαταλειμμένη. Σχεδίαζαν μόλις νύχτωνε να ζητήσουν εκεί καταφύγιο  γιατί ο καιρός , ένας δυνατός βοριάς, μάζευε συνέχεια σύννεφα.

Σε λίγο άρχισε να ψιλοβρέχει. Ένα χιονόνερο που όλο και δυνάμωνε. Όσο και να προσπαθούσαν να προφυλαχτούν κάτω από τα βράχια η βροχή τους μούσκευε ως το κόκαλο. Έμειναν εκεί ακίνητοι τουρτουρίζοντας. Οι ώρες περνούσαν και η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει.

Πέρασε έτσι όλο το απόγευμα. Μόλις σκοτείνιασε ανέβηκαν  στη  μάντρα, μπήκαν μέσα, αλλά τα βρεμένα ρούχα τους, τους έκαναν να τουρτουρίζουν καθώς ο βοριάς  δυνάμωνε και έμπαινε από τα ξεχαρβαλωμένα παλιά παράθυρα. Τουλάχιστον δεν είχαν την βροχή  που δεν έλεγε να σταματήσει. Τα  ρούχα τους στέγνωσαν πάνω τους. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα ξανακατέβηκαν στην παραλία. Ο  Βαγγέλης βάλθηκε να αναβοσβήνει το κλεφτοφάναρο  προς τη μεριά της θάλασσας. Η ώρα περνούσε και  κανένα σημάδι ελπίδας δε φαινόταν από  τον  μαύρο όγκο του νερού του  σφύριζε καθώς ο βοριάς έπεφτε επάνω του. Μετά μια  ώρα  προσπάθειας με το φακό  απελπισμένοι  ξαναγύρισαν μουσκεμένοι πάλι στη μάντρα. Τι να συνέβη  άραγε;  Δεν κατάλαβαν  τον τόπο της συνάντησης; άραγε το μικρό καΐκι  να μη μπορούσε με τη φουρτούνα να έλθει;  Περίμεναν μέχρι να ξημερώσει για να  στήσουν πάλι τον ασύρματο και να ζητήσουν εξηγήσεις από το αρχηγείο. Η Αλικαρνασσός έκπληκτη τους βεβαίωσε ότι το καΐκι είχε φύγει, κάτι συνέβη που δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν τους  συμβούλεψαν πάντως να παραμείνουν στην ίδια θέση και να περιμένουν την επόμενη νύχτα πάντα στην ίδια ώρα. 

Όλη τη μέρα η βροχή δε σταμάτησε. Εν το μεταξύ  ο Σταμάτης Μουζάκης  ήθελε να γυρίσει στην πόλη. Πράγματι  όπως του είπαν και οι άλλοι  ο Σταμάτης δεν είχε έλθει ποτέ σε  επαφή με τους βοσκούς και εκείνοι δεν τον γνώριζαν.  Κι αν ακόμα μιλούσαν εκείνος δε διέτρεχε κανένα κίνδυνο.  Αποφάσισε λοιπόν να γυρίσει στην Κω,  αποχαιρέτησε τους φίλους του, πήρε και τον γάϊδαρο, καβάλησε και σε λίγο χάθηκε από τα μάτια τους.

Μόλις  σκοτείνιασε πάλι ανηφόρισαν προς τη μάντρα. Στέγνωσαν τα ρούχα τους πάνω τους πάλι και μόλις έφτασαν μεσάνυχτα  γεμάτοι ελπίδα ξανακατέβηκαν πάλι στην παραλία.  Όπως και την περασμένη νύχτα  άρχισε η διαδικασία με το κλεφτοφάναρο η ώρα περνούσε κι απ’ τη θάλασσα τίποτα δεν κουνιόταν το μόνο καλό ότι σταμάτησε η βροχή.  Μετά από καμιά ώρα άδικου αγώνα  ξανανέβηκαν πάλι στη μάντρα για να περάσουν  την υπόλοιπη νύχτα αποκαρδιωμένοι και  απελπισμένοι. 

Την άλλη μέρα το πρωί πάλι η επικοινωνία με την Αλικαρνασσό.  «Ότι και να γίνει εσείς δεν θα το κουνήσετε από  εκεί .Παραμείνατε  στη  θέση  σας» ήταν η απάντηση από το Πετρούμι.  Όμως κάτι  τρυπούσε  το μυαλό τους και των τριών. Μόλις ο Παπαδημητρίου  έκλεισε τον ασύρματο, ο Παντελής κάτι παρατηρούσε προς τα πάνω και αντιλήφθηκε  την περίπολο. Ήταν καμιά δεκαριά Γερμανοί στρατιώτες,οπλισμένοι σαν τους αστακούς που ακροβολισμένοι προχωρούσαν στην βουνοκορφή.

Οι  τρεις φίλοι  κοιτάχτηκαν  παγωμένοι από το φόβο και την αγωνία. Τώρα ότι είναι να γίνει ας γίνει. Όπλισαν τα περίστροφα τους, αυτός ήταν ο κύριος οπλισμός τους και ένα μικρό τόμιγκαν που είχε ο Παπαδημητρίου  μαζί με πέντε ή έξι  χειροβομβίδες.  ταμπουρώθηκαν πίσω από τις πέτρες και περίμεναν αν οι Γερμανοί κατέβαιναν προς τα κάτω θα έπρεπε τουλάχιστον να πουλήσουν ακριβά το τομάρι τους. Περίμεναν την συνέχεια και η αγωνία τους συνεχώς μεγάλωνε. Η περίπολος τώρα βρισκόταν περίπου στο ύψος της κρυψώνας  τους. Σταμάτησε για λίγο. Οι φωνές των Γερμανών ακουγόντουσαν καθαρά. Κάτι είπαν και συνέχισαν το δρόμο τους. «Να πάνε στον αγύριστο»  ακούστηκε να σιγοψιθυρίζει ο Παπαδημητρίου. Ο κίνδυνος είχε πια περάσει. 

Την ίδια νύχτα ακριβώς  τα μεσάνυχτα  μετά το  συνθηματικό αναβόσβημα  του κλεφτοφάναρου ακούστηκε το τουφ τουφ από την εξάτμιση  του καϊκιού και φάνηκε το φωτάκι  από τη θάλασσα.  Εν τω μεταξύ η βροχή είχε ξαναρχίσει. Μια βάρκα με δυο κουπιά ξεκόλλησε από το σκάφος  και προσάραξε στη χαλικούρα της ακτής.  Φόρτωσαν πρώτα τον ασύρματο και ανέβηκαν  κι αυτοί. Σε λίγα λεπτά της ώρας βρίσκονταν στο αμπάρι του καϊκιού καταμουσκεμένοι  αλλά  καταχαρούμενοι. 

Το καΐκι  έβαλε πλώρη ανατολικά προς τον κάβο Κριό, να πιάσει πρώτα τα Τούρκικα νερά. Μετά γύρισε αριστερά  προς το Πετρούμι.

Ο Ζαχαρίας κι ο Παπαδημητρίου  ρώτησαν  ένα ναύτη  γιατί καθυστέρησαν τρεις μέρες για να ‘ρθουν να  τους πάρουν, και κείνος  με όλη την αφέλεια τους διηγήθηκε ότι ξεκίνησαν από το Πετρούμι πριν τρεις μέρες νωρίς το πρωί, αλλά για να μην περιμένουν είπαν να πάνε στη Νίσυρο  για να περάσει η ώρα μέχρι τα μεσάνυχτα. Εκεί  γινόταν ένας γάμος και στρώθηκαν στο φαγοπότι κι αφού ο γάμος βάσταξε τρεις μέρες εκείνοι δε μπορούσαν να φύγουν. Τότε ξέσπασε ένας καυγάς τρικούβερτος  με τον καπετάνιο. Τον καπετάνιο τον λέγανε  Νικόλα Τρικοίλη  αλλά τον εύρισκες με το παρατσούκλι ο Χοντρόκωλος και ήταν από την Κάλυμνο.

Μετά από ένα ταξίδι που κράτησε  περίπου τρισήμισι ώρες  έφτασαν στο Πετρούμι. Τους περίμεναν στο λιμάνι ο Γιώργος Σαμάρκος και ο διευθυντής της Τούρκικης αντικατασκοπίας .

Έτσι σώθηκαν και οι πατριώτες του δεύτερου κλιμακίου. Η Τύχη και η ατυχία τους έπαιξαν ένα τρελό παιχνίδι  τις τελευταίες  μέρες εκείνες του πολέμου. Μετά  είκοσι περίπου μέρες, στις 10 Μαϊου ο Παντελής και ο Ζαχαρίας  θα επιστρέψουν  πάλι στην Κω αλλά αυτή τη φορά στην ελεύθερη  πια  Κω.


ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Recent Posts Widget