Οιδίποδας
Ο Σοφοκλής, ένας από τους μεγαλύτερους τραγικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας, ξεκινά την τραγωδία του «Οιδίπους Τύραννος» από τη Θήβα. Μια μεγάλη πόλη με μεγάλη ιστορία και πλούτο. Ο Σοφοκλής με το μεγάλο του ταλέντο παίρνει έναν μύθο και τον κάνει θέατρο με απαράμιλλη τέχνη.
Το έργο αυτό από τον 5ο αιώνα, τότε που πρωτοπαίχτηκε στην Αθήνα, μέχρι και τις μέρες μας έχει γίνει πασίγνωστο σε όλο τον κόσμο.
Ήταν τότε βασιλιάς της μεγάλης πόλης ο Λάϊος και βασίλισσα η πανέμορφη Ιοκάστη. Μετά το γάμο τους απόκτησαν ένα χαριτωμένο αγοράκι. Ο Λάϊος για να μάθει για το μέλλον του βασιλόπουλου έστειλε να ρωτήσει το μαντείο των Δελφών για να του πει με ένα χρησμό την καλή τύχη που περίμενε το αρχοντόπουλο. Η απάντηση όμως της Πυθίας ήταν τραγική. «Το παιδί που γεννήθηκε, μια μέρα θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα παντρευτεί τη μάνα του».
Ο Λάϊος δεν ήθελε να πιστέψει το χρησμό. Όμως ο τρόμος του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα όσο σκεπτόταν ότι οι χρησμοί του μαντείου που τους έστελλε ο θεός Απόλλωνας σπάνια έπεφταν έξω. Και μετά από σκέψη πήρε την απόφαση να θανατώσει το παιδί του. Όμως πώς να κάμει με τα ίδια του τα χέρια μια τέτοια ανόσια πράξη; Παρέδωσε λοιπόν το παιδάκι σε έναν έμπιστο δούλο του παλατιού με την εντολή να το βγάλει μακριά από την πόλη και να το σκοτώσει. Πράγματι ο δούλος παράλαβε το βρέφος και ανέβηκε στο βουνό. Την ώρα όμως που πήγε να εκτελέσει τη διαταγή του βασιλιά και άνοιξε το καλάθι που κοιμόταν το μωρό κατάλαβε ότι δε θα μπορέσει να χύσει το αίμα του αθώου πλάσματος. Τότε αφού σκέφτηκε για αρκετή ώρα αποφάσισε να το κρεμάσει σε ένα δένδρο και ας πήγαιναν τα άγρια θηρία να το κατασπαράξουν.
Τρύπησε τα πόδια του παιδιού στη θέση των αστραγάλων και το κρέμασε στο κλαδί μιας άγριας αχλαδιάς.
Εκείνες τις μέρες τα κοπάδια του βασιλιά της Κορίνθου κατέβαιναν από τα βουνά και γύριζαν στην Κόρινθο. Έτυχε τώρα ένας βοσκός να περάσει κάτω από το δέντρο που ήταν κρεμασμένο το παιδάκι και μόλις το είδε έτρεξε αμέσως το ξεκρέμασε, περιποιήθηκε τις πληγές στα πόδια του, άρμεξε μια κατσίκα, το πότισε γάλα και το πήρε μαζί του.
Βασιλιάς της Κορίνθου εκείνη την εποχή ήταν ο Πόλυβος και βασίλισσα η Μερόπη, όσο κι αν το θελαν δεν μπόρεσαν να κάμουν ένα παιδί για να τον αφήσουν διάδοχο στο θρόνο. Όταν όμως έμαθαν για τον βοσκό που είχε γυρίσει στην πόλη και για το μωρό τον διέταξαν να τους παραδώσει το βρέφος.
Η βασίλισσα το αγάπησε και το μεγάλωσε σαν να ήταν δικό της παιδί και ο βασιλιάς δεν του χαλούσε χατίρι. Επειδή τα ποδαράκια του ήταν πρησμένα από τις πληγές που άνοιξε ο υπηρέτης του Λάϊου στους αστραγάλους του, το ονόμασαν Οιδίποδα δηλαδή Πρηστοπόδη.
Το αγόρι μεγάλωσε μέσα στη χλιδή του παλατιού ευτυχισμένο και χαρούμενο και απολάμβανε την αγάπη που του είχαν οι γονείς του. Όταν πια ανδρώθηκε, θέλοντας να μάθει το μέλλον του, ξεκίνησε ένα ταξίδι για να πάει στους Δελφούς και να ζητήσει από το μαντείο να του αποκαλύψει ποιο θα ήταν η μοίρα του. Ο Χρησμός της Πυθίας ήταν ξεκάθαρος «Θα σκοτώσεις τον πατέρα σου και θα παντρευτείς τη μάνα σου». Ο Οιδίποδας έπεσε σε μεγάλη μελαγχολία σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε τι έπρεπε να πράξει.
Τελικά πήρε την απόφαση. Για να μην γίνει πατροκτόνος αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στη Κόρινθο. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μπορούσε να έκανε το έγκλημα και το ανοσιούργημα με το οποίο τον καταδίκαζε το μαντείο. Εξ άλλου η αγάπη που είχε για τον πατέρα του και για τη μητέρα του ήταν μεγάλη.
Εκεί στους Δελφούς άκουσε για την δόξα και τα πλούτη της πόλης των Θηβών και αποφάσισε να πάει να ζήσει εκεί. Στο δρόμο προς τη Θήβα και ακόμα δεν ήταν στα μεσατά του δρόμου αντιλήφτηκε μια άμαξα που ερχόταν προς τα πάνω του. Φώναξε του αμαξηλάτη να προσέχει να μην τον χτυπήσει και εκείνος περνώντας από δίπλα του τον μαστίγωσε στο πρόσωπο με το μαστίγιο που χτυπούσε τα άλογα. Τότε ο Οιδίποδας εκνευρισμένος παίρνει μια πέτρα και την πετά στον αμαξά. Η πέτρα τον χτύπησε στο πίσω μέρος του κρανίου και τον σκότωσε. Όμως η φόρα των αλόγων ήταν τέτοια που παρέσυραν την άμαξα. Ο Οιδήποδας δεν αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί και συνέχισε το ταξίδι του.
Τα χρόνια εκείνα η Σφίγγα ένα τέρας που από τη μέση και κάτω ήταν λιοντάρι και από τη μέση και πάνω γυναίκα καθόταν στην άκρια του δρόμου έξω από τη Θήβα και σε κάθε διαβάτη που περνούσε του έβαζε να λύσει ένα αίνιγμα. Αν ο διαβάτης δεν απαντούσε σωστά εκείνη τον κατασπάραζε με τα κοφτερά νύχια της και τον έτρωγε. Όταν έφτασε ο Οιδίποδας στο μέρος εκείνο που ήταν η σφίγγα, εκείνη παρουσιάστηκε μπροστά του έκοψε το δρόμο και του λέει: «Ποιο είναι το ζώο που το πρωί περπατά με τέσσερα ποδάρια το μεσημέρι με δύο και το βράδυ με τρία»; Ο Οιδίποδας αφού σκέφτηκε της απάντησε ότι: «ο άνθρωπος όταν είναι βρέφος αρκουδίζει με τα τέσσερα του πόδια, όταν μεγαλώσει και ανδρωθεί περπατά με τα δύο του πόδια και όταν γεράσει τότε περπατά με τη βοήθεια του μπαστουνιού με τρία πόδια». Η Σφίγγα μόλις άκουσε τη σωστή λύση του αινίγματος έπεσε στη χαράδρα που ήταν στην άλλη άκρη του δρόμου και σκοτώθηκε.
Το νέο μαθεύτηκε αμέσως στη Θήβα. Οι πολίτες με μεγάλο ενθουσιασμό υποδέχτηκαν τον Οιδίποδα σαν σωτήρα και αποφάσισαν να τον χρίσουν βασιλιά και να τον παντρέψουν με την χήρα του Λάϊου την Ιοκάστη.
Ο Οιδίποδας και η Ιοκάστη έζησαν ευτυχισμένοι για αρκετά χρόνια και απέκτησαν τέσσερα παιδιά δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Την ευτυχία τους ήρθε να διακόψει μια επιδημία που βασάνιζε τους κατοίκους της πόλης. Μια κατάρα που αποδεκάτιζε τον πληθυσμό. Οι άνθρωποι πέθαιναν κατά εκατοντάδες. Τότε ο Οιδίποδας έστειλε αντιπροσωπεία στους Δελφούς για να μάθει πια ήταν η αιτία του κακού και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα. Το μαντείο απάντησε ότι «Αν οι Θηβαίοι δε διώξουν το φονιά του Λάιου που ζει στην πόλη δε θα σταματήσει το κακό».
Κανένας δεν ήξερε ποιος να ήταν ο φονιάς. Την ίδια μέρα ένας αγγελιαφόρος έφτασε από την Κόρινθο για να αναγγείλει στον Οιδίποδα ότι ο βασιλιάς Πόλυβος ο πατέρας του πέθανε ζητώντας του να πάει στην πατρίδα του.
Ο Οιδίποδας εκμυστηρεύεται στην Ιοκάστη ότι ένας χρησμός του μαντείου είχε προβλέψει λανθασμένα ότι θα σκότωνε τον πατέρα του ενώ εκείνος πέθανε από φυσικό θάνατο, έτσι ο κίνδυνος να γινόταν δολοφόνος του πατέρα του πέρασε. Η Ιοκάστη τότε του λέει να μην πιστεύει στους χρησμούς γιατί και στον πρώτο της άνδρα ο χρησμός είπε ότι θα σκοτωνόταν από τον γιό του ενώ εκείνος δολοφονήθηκε από έναν άγνωστο στο δρόμο για τους Δελφούς.
Τότε μόνο ο Οιδίποδας κατάλαβε το παιχνίδι που του έπαιξε η μοίρα. Κατάλαβε ότι τη μέρα εκείνη που γύριζε από τους Δελφούς ο αμαξηλάτης που σκότωσε ρίχνοντας του εκείνη την πέτρα, ήταν ο πατέρας του. Αμέσως παίρνει τις δύο βελόνες με τις οποίες η Ιοκάστη συγκρατούσε τον χιτώνα της τις μπήγει στα μάτια του και τυφλώνεται.
Τυφλός τα τ’ ότα τον τε νουν τα τα’τ’ όμματι.
Σε μας έμεινε αυτή παρήχηση του «τ» να μας θυμίζει την τραγική ιστορία του δυστυχισμένου Οιδίποδα. Αυτού του άτυχου βασιλιά που καταδικασμένος από τη μοίρα, άθελα του, παραβίασε τους νόμους των θεών και των ανθρώπων.
Και σ’ αυτή την ιστορία πάντως, σημαντικό ρόλο έπαιξε ένας βοσκός.
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ
Οιδίποδας εξηγεί το αίνιγμα της Σφίγγας [Μουσείο του Λούβρου, De Vergnette François ,1878 ]