Αγχίσης
Η Αφροδίτη, η πανέμορφη θεά του έρωτα είχε μια κακιά συνήθεια. Δεν έφτανε που έκανε τους ανθρώπους να υποφέρουν με τα βέλη που ο γιός της ο Έρωτας σαΐτευε τις καρδιές τους, αλλά έκανε και τους θεούς να ερωτεύονται μεταξύ τους ή με θνητές γυναίκες και μετά τους κορόιδευε.
Ο Δίας που είχε πολλές περιπέτειες με θνητές, δεν ανεχόταν τη συμπεριφορά της αυτή και αποφάσισε να την τιμωρήσει. Αποφάσισε λοιπόν να της κεντήσει τον έρωτα για ένα θνητό και να την ρίξει στην αγκαλιά του. Με την παντοδυναμία του, κατάφερε να της προκαλέσει ερωτικό πόθο για ένα νεαρό, πανέμορφο βοσκό, τον Αγχίση, που έβοσκε τα πρόβατα του πάνω στο βουνό της Ίδης, κοντά στην Τροία.
Η Αφροδίτη τον είδε μια μέρα να λούζεται στα καθαρά νερά ενός ποταμού, θαύμασε την ομορφιά του, και ευθύς ένας παράξενος, μεγάλος πόθος, γεννήθηκε στη ψυχή της. Τρέχει αμέσως και πάει στο ναό της στην Πάφο. Εκεί κάλεσε τις τρεις Χάριτες και αφού κλείδωσε τις πόρτες του ναού άρχισε να στολίζεται και να καλλωπίζεται Οι Χάριτες την έλουσαν μέσα στο γάλα, περιποιήθηκαν το πρόσωπο της με κρέμες μαγικές και με καλλυντικά που την έκαμαν να λάμπει ολόκληρη. Την έντυσαν με φορέματα αραχνοΰφαντα την στόλισαν με καλοδουλεμένα κοσμήματα που άστραφταν τα διαμάντια, οι σάπφειροι, ο ίασπις και τα ρουμπίνια. Όταν τελείωσαν, η Αφροδίτη, έδεσε στην δαχτυλιδένια της μέση τη μεταξένια ζώνη, που έκρυβε τους πόθους και τους έρωτες και που όταν λυνόταν, μαζί της έλυνε και κάθε αντίσταση για τον έρωτα. Ξανακοιτάχτηκε ακόμα μια φορά στον καθρέφτη και ικανοποιημένη άνοιξε τα φτερά της και πέταξε για την Ίδη.
Η πανέμορφη θεά έφτασε σε ένα ξέφωτο ενός δάσους με κέδρους και εκεί σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να παρουσιαστεί στον Αγχίση με τη θεϊκή της μορφή γιατί αν την έβλεπε εκείνος θα φοβόταν. Μεταμορφώθηκε λοιπόν και πήρε τη μορφή μιας βασιλοπούλας. Τράβηξε τότε για την καλύβα του βοσκού αλλά στο δρόμο της επιτέθηκαν τα άγρια θηρία του δάσους. Εκείνη όμως έλυσε τη μαγική ζώνη με την ερωτική της δύναμη και αμέσως τα άγρια λιοντάρια, οι αιμοβόροι λύκοι και οι απειλητικές τίγρεις άρχισαν να κουνούν φιλικά τις ουρές τους και να εξαφανίζονται ζευγάρια-ζευγάρια στις σκοτεινές συστάδες του δάσους.
Όταν η θεά έφτασε στην Καλύβα του Αγχίση, εκείνος κοιμόταν ολόγυμνος. Μόλις τον είδε εκείνη, πόθος μεγάλος την κυρίεψε. Τον πλησιάζει και τον αγγίζει με τα θεϊκά της δάχτυλα. Εκείνος ξυπνά ξαφνιασμένος και θαμπώνεται κυριολεκτικά από την ομορφιά της. Αμέσως στο μυαλό του περνά η ιδέα ότι αυτή που στέκεται μπροστά του πρέπει να είναι μια θεά. Εκείνη όμως κατάφερε να τον πείσει ότι είναι μια βασιλοπούλα, κόρη του βασιλιά της Φρυγίας Οτρέα και ότι ο φτεροπόδαρος θεός Ερμής την έφερε εδώ για να γίνει ταίρι του.
Για να μην μακρολογούμε ο Αγχίσης δε μπορούσε να αντισταθεί στο πάθος που του άναψε η ωραία κόρη και έσμιξε με τη θεά στο κρεβάτι της καλύβας. Μετά αποκοιμήθηκε και η Αφροδίτη πήρε πάλι τη θεϊκή της μορφή.
Όταν ξύπνησε ο Αγχίσης και είδε την Αφροδίτη μέσα σε ένα φωτοστέφανο κατάλαβε ότι ήταν θεά, κατατρόμαξε, και άρχισε να την παρακαλεί να μην τον τιμωρήσει για την πράξη του. Η Αφροδίτη τον καθησύχασε λέγοντας του ότι, ήταν θέλημα του Δία αυτό που έγινε και του φανέρωσε ότι έχει στα σπλάχνα της το γιό του. Το γιό ενός βοσκού.
Η Αφροδίτη συνέχισε να λέει στον Αγχίση ότι το παιδί του θα είναι αγόρι, θα το μεγαλώσουν οι Νεράιδες των δασών και θα του το φέρουν όταν γίνει νεανίας. Θα πρέπει να τον ονομάσει Αινεία και ότι θα γινόταν άνδρας ένδοξος και θα άφηνε ένδοξους απογόνους. Όμως θα έπρεπε να προσέξει να μη φανερώσει σε κανένα ότι το παιδί το έκανε μαζί της, δηλαδή με μια θεά. Πρέπει να διαδώσει ότι το έκαμε με μια Νύμφη του δάσους από αυτές που ζουν στο βουνό της Ίδης, διαφορετικά η τιμωρία του θα ήταν σκληρή, γιατί ο Δίας θα τον κατακεραύνωνε με τους κεραυνούς του.
\
Ο Αγχίσης, έζησε την υπόλοιπη ζωή του σαν άρχοντας, έχοντας πάντα στη θύμηση του τις λίγες ευτυχισμένες ώρες που έζησε στην αγκαλιά της ωραιότερης θεάς. Στα γεράματα του όμως έχασε το φως του.
Όταν οι Έλληνες κυρίευσαν την Τροία, ο Αινείας ο γιος του βοσκού Αγχίση έσωσε τον τυφλό πατέρα του από την οργή των εχθρών, σηκώνοντας τον στους ώμους του και μεταφέροντας τον στα πλοία που ξεκινούσαν το ταξίδι που θα τους έφερνε στη νέα τους πατρίδα τη Ρώμη.
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ
Αγχίσης και Αφροδίτη - William Blake Richmond (19ος αιώνας)