Ο ΒΟΣΚΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ο Πλάτωνας στο δεύτερο βιβλίο της «Πολιτείας» του, βάζει τον αδελφό του Γλαύκωνα να διηγείται μια ιστορία για κάποιο βοσκό τον Γύγη, που έβοσκε τα κοπάδια του βασιλιά της Λυδίας. Την ίδια ιστορία αλλά με ορισμένες παραλλαγές μας την διηγείται και ο πατέρας της ιστορίας, ο Ηρόδοτος στο πρώτο βιβλίο του έργου του.
Μια μέρα που έβρεχε από το πρωί ως το βράδυ, ο τόπος είχε πλημμυρίσει. Δεν έφτανε όμως αυτό έγινε και ένας σεισμός που κατατρόμαξε το βοσκό του βασιλιά, το Γύγη, αλλά και τα ζώα που έβοσκε. Καθώς προσπαθούσε να περιμαζέψει το κοπάδι του είδε ότι είχε δημιουργηθεί στη γη ένα ρήγμα πολύ μεγάλο και βαθύ. Τον βοσκό τον κέντησε τότε η περιέργεια να δει τι υπήρχε στο βάθος του ρήγματος. Με μεγάλη προσοχή για να μην τσακιστεί κατάφερε να κατέβει και τότε έκπληκτος είδε ότι εκεί υπήρχαν πολλά και διάφορα παράξενα πράγματα. Μαζί μ’ αυτά ήταν και ένα μπρούτζινο άλογο που στα πλευρά του είχε κάτι ανοίγματα σαν παράθυρα. Γεμάτος περιέργεια έσκυψε σε ένα από τα παράθυρα αυτά και τι να δει. Μέσα στο άλογο υπήρχε ένας άνθρωπος γυμνός και ξαπλωμένος ανάσκελα. Με φόβο στην καρδιά, μπήκε στην κοιλιά του αλόγου και πήγε κοντά στον ξαπλωμένο άνθρωπο. Κατάλαβε τότε ότι ο άνθρωπος ήταν πεθαμένος, δε φορούσε τίποτα εκτός από ένα δαχτυλίδι στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του χεριού. Ο βοσκός το έβγαλε και το πέρασε στο δικό του δάχτυλο. Ανέβηκε πάλι στην επιφάνεια της γης και συνέχισε να βόσκει το κοπάδι του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και όλοι οι βοσκοί του βασιλιά μαζεύτηκαν για να πάρουν απόφαση ποιοί θα πήγαιναν στο παλάτι για να δώσουν αναφορά στο βασιλιά σχετικά με τις γέννες των ζώων και την πρόοδο των κοπαδιών. Ο Γύγης την ώρα που συζητούσαν οι άλλοι, έπαιζε με το δαχτυλίδι που είχε πάρει από τον άνθρωπο του ρήγματος και έτυχε να γυρίσει τη σφεντόνα του δαχτυλιδιού προς το μέσα μέρος του χεριού του. Όμως με μεγάλη του έκπληξη κατάλαβε ότι είχε γίνει αόρατος, γιατί οι άλλοι μιλούσαν γιαυτόν σαν να μην ήταν παρών. Γύρισε τότε το δαχτυλίδι προς το έξω μέρος του χεριού του και φανερώθηκε πάλι στα μάτια των συντρόφων του.
Δοκίμασε πολλές φορές και κάθε φορά που το δαχτυλίδι γύριζε προς τα μέσα γινόταν άφαντος και όταν το ξαναγύριζε προς τα έξω φανερωνόταν.
Ο Γύγης τα κατάφερε να μπει στην ομάδα των βοσκών που θα πήγαιναν στο παλάτι του βασιλιά.
Βασιλιάς της Λυδίας τα χρόνια εκείνα ήταν ο Κανδαύλης ο οποίος καυχιόταν ότι ήταν απόγονος του Ηρακλή. Τώρα πια είχε γεράσει όμως με τη σκληράδα του κατάφερνε να κυβερνά κι ας υπέφεραν οι υπήκοοι του.
Ο βασιλιάς μόλις είδε τον Γύγη μέσα στην αντιπροσωπία των βοσκών τον συμπάθησε τον κράτησε λοιπόν κοντά του και τον έκαμε σύμβουλο του. Με τη δύναμη του δαχτυλιδιού ο Γύγης, μπορούσε να παρακολουθεί τους πολίτες αλλά και τους αυλικούς και να ξέρει αν συνωμοτούσαν εναντίον του βασιλιά. Έτσι κατάφερνε να τον ειδοποιεί για τις συνομωσίες που ανακάλυπτε και ο βασιλιάς για το λόγο αυτό τον είχε σε μεγάλη υπόληψη.
Μια μέρα όμως που ο Γύγης πήγε να πλύνει τα χέρια του σε μια κρήνη έβγαλε το δαχτυλίδι και το άφησε δίπλα του, κείνη την ώρα πέρασε ένα κοράκι το άρπαξε και εξαφανίστηκε.
Ήταν πράγμα σπάνιο για τους Λυδούς, που είχαν τη γυναίκα μονάχα για να τους κάνει παιδιά, ο βασιλιάς τους, ο Κανδαύλης, να ήταν τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του η οποία πράγματι ήταν μια πανέμορφη αρχόντισσα. Να όμως που δεν του έφτανε η ευτυχία του. Η μοίρα τον έσπρωχνε να θέλει και οι άλλοι να γνωρίζουν για την ομορφιά της για να τον καλοτυχίζουν.
Μια μέρα την ώρα που συζητούσε με τον σύμβουλο του το Γύγη, για ορισμένα σοβαρά θέματα του παλατιού, σε ώρα μεγάλης οικειότητας μαζί του, άρχισε να του λέει πόσο όμορφη γυναίκα είχε. Ο Γύγης τον άκουγε με σεβασμό και ενδόμυχα παρακαλούσε να σταματήσει αυτή η κουβέντα. Εκείνος όμως επέμενε να καυχιέται για τα κάλλη της ωραίας του γυναίκας και λέει στο Γύγη: «το ξέρω ότι και συ όπως όλοι οι άνθρωποι έχουν εμπιστοσύνη πιο πολύ στο μάτι παρά στα αυτιά, γιαυτό θα σε βάλω απόψε μέσα στην κρεβατοκάμαρα μου για να δεις τη γυναίκα μου γυμνή και να θαυμάσεις την ομορφιά της».
Ο Γύγης του βάζει τις φωνές. Τι είναι αυτά που μου λες άρχοντα μου; Μου ζητάς να δω τη γυναίκα σου γυμνή αφού ξέρεις ότι η γυναίκα μαζί με το ρούχο της που βγάζει, βγάζει από πάνω της και την ντροπή; Σε παρακαλώ αφέντη μου, πιστεύω ότι έχεις την πιο όμορφη γυναίκα της Λυδίας, όμως μη με αναγκάσεις να κάμω πράξη άνομη.
Όμως η μοίρα του βασιλιά τον σπρώχνει προς τον γκρεμό. Λέει στο Γύγη: «απόψε όταν θα πάω για ύπνο θα σε πάρω μαζί μου. Θα σε κρύψω πίσω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας μου. Σε λίγο θα μπει και η βασίλισσα. Το σκαμνί που ακουμπά τα ρούχα της όταν γυμνώνεται βρίσκεται δίπλα στην πόρτα. Εσύ θα τη δεις, και μόλις γυρίσει την πλάτη της για να προχωρήσει προς το κρεβάτι κοντά μου, θα βγεις έξω από την κάμαρα χωρίς να σε πάρει χαμπάρι.
Ο Κανδαύλης με την επιμονή του κατάφερα το Γύγη να τον υπακούσει. Την ίδια νύχτα κρύβεται πίσω από την πόρτα και βλέπει ολόγυμνη τη βασίλισσα. Όταν όμως γύρισε για να φύγει, κάτι έγινε και εκείνη τον πήρε μυρωδιά και κατάλαβε τι παιχνίδι της είχε σκαρώσει ο Κανδαύλης. Έκαμε την ανήξερη, ξάπλωσε κοντά του, μόνο που όλη τη νύχτα σκεπτόταν πως θα εκδικηθεί τον άνδρα της.
Την άλλη μέρα όταν ο βασιλιάς έφυγε, η γυναίκα τα κανονίζει πρώτα με τους αυλικούς της και μετά διατάζει να φέρουν μπροστά της τον Γύγη. Αυτός θαρρώντας ότι η βασίλισσα δεν είχε καταλάβει τίποτα την περασμένη νύχτα, πάει να τη συναντήσει ανυποψίαστος. Μόλις όμως εκείνος παρουσιάζεται η βασίλισσα του βάζει το μεγάλο δίλημμα: Ή θα σκοτώσεις το βασιλιά και θα γίνεις εσύ βασιλιάς και άνδρας μου, ή θα βάλω να σε σκοτώσουν αμέσως τώρα.
Ο Γύγης την παρακαλεί να μη διαλέξει ανάμεσα στη ζωή του βασιλιά και τη δική του. Η βασίλισσα όμως ανένδοτη, μόλις βράδιασε τον κρύβει μέσα στην κρεβατοκάμαρα, πίσω από την ίδια πόρτα. Εκείνος την ώρα που ο ύπνος πήρε το βασιλιά βγαίνει από την κρυψώνα του και με ένα μαχαίρι σκοτώνει τον Κανδαύλη. Τότε η βασίλισσα του βάζει τη βασιλική κορώνα.
Έγινε μεγάλος βασιλιάς ο Γύγης. Ο Αρχίλογος τον αναφέρει σε ένα ποίημα του με θαυμασμό για τα πλούτη του.
Να λοιπόν μια άλλη ιστορία με βοσκό που αυτή τη φορά έγινε μεγάλος βασιλιάς.
Θεοδόσης Διακογιάννης