Ο κυρ Αλέξανδρος
Φέτος κλείνουν 109 ολόκληρα χρόνια από το θάνατο του κυρ-Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη του μεγάλου μας διηγηματογράφου, του κοσμοκαλόγερου των Ελληνικών γραμμάτων, του ανθρώπου που με μαεστρία περισσή και θαυμαστή διαίσθηση κατάφερνε να φέρνει στο χαρτί τους χαρακτήρες των ανθρώπων να τους κάνει το ψυχογράφημα τους, με αγάπη για τον πόνο των πλασμάτων.
Κάθε χώρα έχει την λογοτεχνία της μεγάλη ή μικρή που μέσα στους αιώνες παρουσιάζει ποικιλία εκδηλώσεων, καταμερισμό δυνάμεων, ανάμεσα στην ποίηση, στη μυθιστορία και στις τόσες άλλες μορφές της. Έχει τις προσωπικότητες της τις μεγάλες της δυνάμεις τις ιδιοφυΐες της τις αναμφισβήτητες μεγαλοφυΐες της έχει τους εκλεκτούς της. Η Νεοελληνική λογοτεχνία έχει κάτι παραπάνω απ’ όλα αυτά, έχει τον Άγιο της.
Το μικρό αυτό αφιέρωμα, προσκύνημα θα έλεγα στο όνομα του για το θαύμα που πρόσφερε στον τόπο, το φως ιλαρόν που με αυτό κατάφερε να φωτίσει τα σκοτάδια που σκέπαζαν την Ελλάδα, ας είναι ένα μνημόσυνο για την ψυχή του.
Η ζωή του δύσκολη. Παπαδοπαίδι μεγαλωμένος με τις αυστηρές αρχές και ιδέες των Κολλυβάδων μέσα σε ένα περιβάλλον σκιαθίτικο του προπερασμένου αιώνα κατάφερε να αποκτήσει μόρφωση, αυτοδίδακτος πολλές φορές, για να μπορέσει να καλ-λιεργήσει το ταλέντο που του χάρισε ο θεός. Το τέλος του, δραματικό αλλά και ευλογημένο.
Έξω το κρύο είναι δυνατό. Στο στενό δωμάτιο με τους ασβεστωμένους τοίχους, το λιθόκτιστο τζάκι απέναντι από το παράθυρο, είναι μισόσβηστο, λίγη στάχτη ζεστή απομένει ακόμα. Κατάχαμα σκεπασμένος με κάτι κιλίμια ο κυρ Αλέξανδρος μέρες τώρα υποφέρει από μια άσχημη γρίπη. Φώναξε τον αρχιμανδρίτη Μπούρα και του ζήτησε να του διαβάσει από το ιστορημένο χειρόγραφο που έχει τις λειτουργίες του Χρυσοστόμου και του Βασιλείου του μεγάλου την ωραία εκείνη προσευχή των μεγάλων αμαρτωλών που μετανοούν. Ο πυρετός βασανίζει το πονεμένο του κορμί. Δεν ήθελε να τον δει γιατρός. Ήταν του Αγίου Βασιλείου, ανήμερα της πρωτοχρονιάς. Έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί μα δε βρήκε τη δύναμη. Τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα. Τη νύχτα ζήτησε κάποιο βιβλίο. Αυτό που του έφεραν οι αδελφές του δεν ήταν αυτό που ζητούσε. «Δεν πειράζει», είπε. «Το παίρνω αύριο». Τι να ζητούσε άραγε κείνη την ώρα; το Ευαγγέλιο, τον Όμηρο, τον Σαίξπηρ τον Θουκυδίδη, πάντως τον είδαν να χαϊδεύει σαν τυφλός το βιβλίο που τούφεραν με τα σκελετωμένα του χέρια τα εμπύρετα. Μετά ζήτησε από τους φίλους και τις αδελφές του που τον συντρόφευαν να τον αφήσουν μόνο. Γύρισε προς τον τοίχο και άρχισε να ψάλλει χαμηλόφωνα το δοξαστικό της έκτης ώρας των Θεοφανίων. «Την χείραν σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν Δεσπότου έπαρον υπέρ υμών προς αυτόν Βαπτιστά». Στη μία μετά τα μεσάνυχτα, οι αδελφές του τον βρήκαν κοιμισμένο με τα μάτια παγωμένα ακίνητα. Ο κυρ Αλέξανδρος είχε πετάξει. Την επομένη 3 Ιανουαρίου 1911 εψάλει η εξόδιος ακολουθία. Έξω χιόνιζε. τον πήγαν στην εκκλησία με ανοιχτό το φέρετρο. Οι νιφάδες έπεφταν στο μέτωπο τα γένια και τα μαλλιά λες και το έκαναν επίτηδες για να παρουσιαστεί λευκότερος και καθαρότερος ενώπιον του δικαίου Θεού. Και η φύση που τόσο ερωτικά την ύμνησε λες και συνηγορούσε σ’ αυτό.
Θ.Ν.Διακογιάννης