Η οσμή των Ιμίων
Η λάσπη στο βυθό της θάλασσας κρύβει πολύτιμες πληροφορίες για την εξέλιξη μιας περιοχής. Πολλές φορές αυτές μπορούν να σχετίζονται με υποθαλάσσια ηφαιστειακή δράση, που έγινε κατά το παρελθόν ή ακόμη με συγκρούσεις αστεροειδών στη Γη ή με κάθε άλλου είδους πληροφορία.
Πριν από 15-5 εκατομμύρια χρόνια, η υποβύθιση της Αφρικανικής λιθοσφαιρικής πλάκας κάτω από τη μικροπλάκα του Αιγαίου σε ένα ή περισσότερα επίπεδα είχε ως αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, και τη δημιουργία πολλών ηφαιστείων στον τωρινό χώρο μεταξύ της Χίου, της Σάμου, της Καλύμνου, της Κω αλλά και της μικρασιατικής ακτής. Τα ηφαίστεια μπορεί να μην υπάρχουν σήμερα αλλά τότε είχαν έντονη δράση. Οι ηφαιστειακές εκρήξεις της περιόδου εκείνης μας έδωσαν πετρώματα που βρίσκονται τόσο στο χερσαίο όσο και στον υποθαλάσσιο χώρο της περιοχής μας.
Ο χώρος από τη Σάμο ως την Κω το περίφημο «πλατώ Κω-Σάμου» αποτελείται από ηφαιστειακά υλικά. Το ανατολικό μέρος της Κω συμμετείχε σε αυτή την ηφαιστειακή δραστηριότητα και απομεινάρια αυτής της δράσης παρουσιάζονται νοτιοδυτικά της οροσειράς του Δίκαιου με ένα χαρακτηριστικό πέτρωμα που ονομάζεται «μονζονίτης», που επίσης υπάρχει στη μικρασιατική ακτή. Ο μονζονίτης συχνά συγχέεται με το γρανίτη επειδή και οι δύο είναι ελαφρά χρωματισμένοι, αλλά έχει χαλαζία μικρότερο από 20%. Απο μονζονίτη της Σχιζόπετρας και του Περιστερώνα, του νότιου μέρους του Δίκαιου, οι αρχαίοι πρόγονοί μας αλλά και οι Ρωμαίοι έφτιαξαν τους μεγαλοπρεπείς και πανέμορφους κίονες των ναών, που σήμερα συναντάμε στο νησί μας. Το συγκεκριμένο ηφαιστειακό πέτρωμα δημιουργήθηκε, όταν στο Αιγαίο υπήρχε η ενιαία ξηρά της Αιγηίδας.
Όμως, η κληρονομιά από τις εκρήξεις εκείνης της περιόδου δεν ήταν μόνο ο μονζονίτης, αλλά και μια σειρά από μεταλλεύματα, που σήμερα συναντάμε τόσο στο νησί μας όσο και στις γύρω περιοχές. Στον υποθαλάσσιο χώρο μεταξύ της Κω και των Ιμίων υπάρχουν ποικίλα σπάνια ορυκτά. Μεταξύ αυτών πιθανόν να υπάρχει και ένα ορυκτό που ονομάζεται «όσμιο»[φωτογραφία] και ανήκει στην ομάδα του λευκόχρυσου. Είναι από τα σκληρότερα μεταλλεύματα που υπάρχουν στη φύση, αυτό με τη μεγαλύτερη πυκνότητα από όλα τα γνωστά στοιχεία και το πλέον δύστηκτο μέταλλο της ομάδας του. Επίσης είναι πολύ σπάνιο αφού παρουσιάζεται σε πολύ λίγα μέρη του πλανήτη μας.
Το όσμιο, ως στοιχείο ανακαλύφθηκε από τους Βρετανούς χημικούς Σμίθσον Τένναντ και Ουΐλιαμ Γουόλαστον το 1803, όταν αναζητούσαν μεθόδους εμπλουτισμού του λευκόχρυσου. Ανακάλυψαν, έτσι, τα στοιχεία όσμιο, ιρίδιο, ρόδιο και παλλάδιο. Το όσμιο επειδή, όταν εκτίθεται στον ατμοσφαιρικό αέρα, επικαλύπτεται από ένα λεπτό στρώμα τετροξειδίου, το οποίο δίνει μια χαρακτηριστική, διαπεραστική, έντονη οσμή και γι’ αυτό το λόγο ο Τένναντ του έδωσε τη συγκεκριμένη ονομασία η οποία προέρχεται από την ελληνική λέξη οσμή.
Πρόκειται για ένα μέταλλο αργυρόλευκο με ελαφρώς γαλάζια απόχρωση και εξαιρετικά σκληρό αλλά και εύθρυπτο, ακόμη και σε υψηλές θερμοκρασίες. Θεωρείται πολύ ανθεκτικό στη διάβρωση και πολύ δύσκολα κατασκευάζεται στο εργαστήριο, διότι, όταν εκτεθεί στον αέρα σε θερμοκρασία δωματίου, σχηματίζει το τετροξείδιο του οσμίου, το οποίο είναι ιδιαίτερα τοξικό και δηλητηριώδες, προσβάλλει έντονα το αναπνευστικό σύστημα, τα μάτια, και μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να προκαλέσει τύφλωση, καθώς επίσης προκαλεί ζημιά και στο δέρμα. Λόγω της μεγάλης αδράνειάς του, απαντά συνήθως ελεύθερο στη φύση και όχι με μορφή ενώσεων.
Το όσμιο ως μέταλλο προέρχεται είτε από εξωγήινα αντικείμενα, όπως αστεροειδείς ή κομήτες είτε από βαθιές διαδικασίες στο εσωτερικό της Γης κυρίως του γήινου μανδύα. Τα άτομα οσμίου υπάρχουν σε δύο ισότοπα, ένα εκ των οποίων είναι ελαφρώς βαρύτερο από το άλλο. Το όσμιο των εξωγήινων αντικειμένων όπως των αστεροειδών είναι πολύ πλουσιότερο στην ελαφρύτερη μορφή απ’ ότι το γήινο όσμιο. Όμως οι επιστήμονες έχουν τη δυνατότητα να προσδιορίζουν πόσο από το εξωγήινο υλικό είναι παρόν σε κάθε απόθεμα του μετάλλου που εντοπίζουν. Στη βόρεια και νότια Αμερική, το όσμιο απαντάται σε αμμώδεις όχθες ποταμών, ενώ στη Ρωσία και το Βόρνεο σε ορισμένες άμμους. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, άνθησε το εμπόριο του οσμίου και του κόκκινου υδράργυρου, μιας άλλης ουσίας με εκρηκτικές ιδιότητες. Η αξία του οσμίου στις ΗΠΑ ανέρχεται στα 150-200.000 δολάρια ανά γραμμάριο. Η αξία του οσμίου είναι υψηλή γιατί είναι δυσεύρετο στη φύση, ενώ είναι γνωστό ότι η μεταλλουργία του ορυκτού υπήρχε εδώ και χρόνια στην πρώην Σοβιετική Ένωση.
Το όσμιο, όπως το ιρίδιο και ο κόκκινος υδράργυρος είναι μέταλλα που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία των πυρηνικών για τις χημικές ιδιότητές τους και έχουν σχέση με τις διαστημικές εφαρμογές. Κυρίως, όμως, χρησιμοποιείται για την παραγωγή πολύ σκληρών κραμάτων με άλλα μέταλλα της ομάδος του λευκόχρυσου. Αυτό το τόσο σπάνιο μέταλλο, που μπορεί κανείς να το βρει σε πολύ μικρές ποσότητες σε λίγα μέρη της Γης, είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια ότι πιθανόν να υπάρχει σε μεγάλες ποσότητες στα Ίμια. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για γήινο όσμιο που προέρχεται από τις γεωλογικές διαδικασίες που συνέβησαν στην περιοχή μας. Παρουσιάζεται με τη μορφή καρβονυλίων, επειδή αντιδρά με άνθρακα και οξυγόνο και όχι με άζωτο.
Γεωδίφης
Πηγή:Γεωστοχασμοί, 2010[e-book]
Αναπαράσταση της περιοχής των Ιμίων, το χρονικό διάστημα μεταξύ 11-8 εκατομμύρια χρόνια πριν, τότε που η Αιγηίδα ξηρά επικρατούσε της θάλασσας.
Οταν κάποιος από τους πεφωτισμένους της φυλής μας μετέτρεπε το N.Λήμνια σε Ιμια δεν φανταζόταν πως πάνω σε αυτό θα πατούσαν αργότερα οι αγαπητοί γείτονες. Ο παρακάτω αμερικάνικος υδρογραφικός χάρτης [1990] στηρίζεται σε γερμανικά& ελληνικά δεδομένα του 1985 που προέρχονται από την «μήτρα» των χαρτών θαλάσσης, τον υδρογρ. χάρτη του Βρετανικού Ναυτικού[19ου αιώνα], το παγκόσμιο διπλωματικό εργαλείο για διενέξεις σε θέματα θαλάσσης.