Πορφυρίς, από κοχύλια ή μυλόπετρες;
Οινοχόη τριφυλλόστομη από την Φοινίκη, βρέθηκε στην Νίσυρο, ελληνική ονομασία για μια αρχαία ναυτική παραλιακή χώρα στη θέση που σήμερα βρίσκεται ο Λίβανος και τμήμα της Συρίας.
Η ονομασία της Φοινίκης δόθηκε πιθανόν επειδή οι Ελληνες εισήγαγαν από εκεί μια μοναδική τότε χρωστική ουσία στο χρώμα του αίματος[πορφύρα] που στα ελληνικά λεγόταν «φοινόν».
Ο Πλίνιος μας πληροφορεί ότι η πρώτη ονομασία της Νισύρου ήταν η Πορφυρίς. Ο Στέφανος Βυζάντιος ισχυρίζεται ότι το αρχαίο όνομα της δεν το έλαβε από τις άφθονες πορφύρες που είχαν οι ακτές της, αλλά από τους Φοίνικες που λέγονταν Πορφυρείς. Αλλες πηγές αναφέρουν ότι λεγόταν Πορφυρίς λόγω παραγωγής μυλόπετρων από τον ντόπιο πορφυρίτη.
Το ερώτημα που τίθεται είναι άν το όνομα της προέρχεται από τα κοχύλια ή απο τις μυλόπετρες; Από μια πρώτη ματιά δεν είναι ξεκάθαρο. Εδώ είναι κάποιες απλές σκέψεις για αυτό το θέμα.
Η σχέση των Φοινίκων με τους Νισύριους είναι καλά τεκμηριωμένη από αρχαιολογικά ευρήματα και ιστορικές αναφορές, όπως και η παραγωγή πορφύρας από τους ντόπιους, μια χρωστική ουσία που έπαιρναν από την βλέννα των κοχυλιών Murex.
Η παραγωγή της πορφύρας για χρήση ως βαφής υφασμάτων λέγεται ότι ξεκίνησε ήδη από το 1200 π.Χ. από τους Φοίνικες, και συνεχίστηκε από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους μέχρι το 1453, με την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Όμως πρόσφατη αρχαιολογική ανακάλυψη σημαντικού αριθμού οστράκων Murex στην Κρήτη υποδηλώνει ότι οι Μινωίτες πρωτοστάτησαν στην εξόρυξη της αυτοκρατορικής πορφύρας αιώνες πριν από τους Τύριους.
Η χρονολόγηση από συντοποθετημένη κεραμική φανερώνει ότι η βαφή μπορεί να παρήχθη κατά τη Μεσομινωική περίοδο τον 20ο-18ο αιώνα π.Χ. Η χρωστική ουσία ήταν δαπανηρή και πολύπλοκη στην παραγωγή και τα αντικείμενα που χρωματίζονταν μαζί της συνδέθηκαν με τη δύναμη και τον πλούτο.
Η παραγωγή χρωστικής πορφύρας στην Νίσυρο παραμένει άγνωστο αν σχετίζεται με τους πρώτους κατοίκους του νησιού, τους μινωίτες Τελχίνες και άν είχε ξεκινήσει πολύ πριν από τον ερχομό των Φοινίκων.
Το πρώτο όνομα της Νισύρου, είναι προημηρικό και αναμφισβήτητα οφείλεται σε μια πλουτοπαραγωγική πηγή της. Αν η παραγωγή βαφής αρχίζει κάπου στον 12ο αιώνα π.Χ, τότε η παραγωγή των περίφημων μυλόπετρων της από «πορφυρίτη», ένα πέτρωμα από τοπική ηφαιστειακή λάβα, μπορεί να είναι μιά λογική απάντηση.
Άλλωστε και ο Στράβων επισημαίνει:«Η Νίσυρος βρίσκεται βόρεια της Τήλου και απέχει περίπου 60 στάδια τόσο από αυτήν όσο και από την Κω. Είναι στρογγυλή και ψηλή και βραχώδης, με βράχο να είναι αυτός από τον οποίο κατασκευάζονται μυλόπετρες. Εν πάση περιπτώσει, οι γειτονικοί λαοί εφοδιάζονται καλά με μυλόπετρες από εκεί».Περιγράφει ως κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή του νησιού την μυλόπετρα και όχι την χρωστική πορφύρα.
Η παραγωγή του πορφυρίτη, πέτρα Νισυρίτις, γινόταν από παλιά.Ακόμη πριν από την χρήση του φοινού, 20ο-12ο αιώνα π.Χ, πιθανώς σε αυτόν πρέπει να χρεωθεί η πρώτη ονομασία του νησιού.
Η οινοχόη συναντάται στο αρχ. μουσείο της Νισύρου.
Γεωδίφης
Πέντε πόδια από το τείχος
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Μυλόπετρα[Νισυρίτις λίθος] ή ο μύλιος λίθος του Στράβωνα, από ντόπιο ανδεσίτη[δεξιά και από βασάλτη αριστερά], ηλικίας 100000-70000 ετών ένα υλικό πάνω στο οποίο όχι μόνο στηρίχθηκε η οικονομία της Νισύρου αλλά και έλαβε το πρώτο του όνομα το νησί.
Η λέξη murex χρησιμοποιήθηκε από τον Αριστοτέλη για αυτά τα είδη σαλιγκαριών, καθιστώντας την έτσι ένα από τα παλαιότερα κλασικά ονόματα θαλασσινών κοχυλιών που χρησιμοποιούνται ακόμη από την επιστημονική κοινότητα. Στην φωτογραφία κοχύλια Haustellum brandaris, από την Torregaveta, της Νότια Ιταλίας, είναι τα ακανθώδη murex, μια από τις πηγές της αρχαίας βαφής.Οι Φοίνικες έφτιαχναν επίσης μια βαφή βαθύ μπλε χρώματος, που μερικές φορές αναφέρεται ως βασιλικό μπλε ή μωβ υάκινθος, η οποία παρασκευαζόταν από ένα στενά συγγενικό είδος θαλάσσιου σαλιγκαριού. Τα αρχαιολογικά δεδομένα από την Τύρο δείχνουν ότι τα σαλιγκάρια μαζεύονταν σε μεγάλες δεξαμενές για να αποσυντεθούν. Αυτό δημιούργησε μια φρικτή δυσωδία που στην πραγματικότητα αναφέρθηκε από αρχαίους συγγραφείς. Στη φύση, τα σαλιγκάρια χρησιμοποιούν την έκκριση ως μέρος της αρπακτικής τους συμπεριφοράς για να καταπραΰνουν το θήραμα και ως αντιμικροβιακή επένδυση στις μάζες αυγών.Φωτογραφία-M.Violante .