Λοιμός
Τις μέρες αυτές που ο κόσμος ολόκληρος δοκιμάζεται από την πανδημία του κορονοϊού, και που τα μέτρα για την αντιμετώπιση της μας έκλεισαν στα σπίτια μας, αναθυμήθηκα διαβάζοντας τον Ιπποκράτη, την περιγραφή από το Τρίτο Βιβλίο των Επιδημιών, στο Τμήμα Τρίτον, στη 2η κατάσταση, την περιγραφή μιας επιδημίας που τα συμπτώματα της μοιάζουν με τα συμπτώματα του λοιμού των Αθηνών που συνέβη στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, που τόσο παραστατικά περιγράφει ο μεγάλος δάσκαλος της ιστορίας Θουκυδίδης. Άραγε ο Θουκυδίδης είχε διαβάσει Ιπποκράτη;
Από το τη Δεύτερη Κατάσταση αντιγράφω μόνο το προοίμιο που σαν να μου θυμίζει κάτι από τις καιρικές συνθήκες του περασμένου χρόνου.
«Χρονιά με νότιους ανέμους βροχοπτώσεις και συνεχή άπνοια. Όταν πλησίαζε η ανατολή του Αρκτούρου, ενώ την προηγούμενη περίοδο είχε επικρατήσει για ένα χρόνο ξηρασία, έβρεξε πολύ και φύσηξαν νότιοι άνεμοι. Το φθινόπωρο ήταν σκοτεινό και συννεφιασμένο, με άφθονες βροχές. Ο χειμώνας είχε νοτιάδες, υγρασία και ήταν ήπιος. Πολύ καιρό μετά το ηλιοστάσιο κατά την ισημερία εμφανίστηκαν βοριάδες και χιόνια που δεν κράτησαν όμως πολύ.
Η άνοιξη είχε πάλι νοτιάδες και άπνοια, Έπεσαν πολλές βροχές σε όλο αυτό το διάστημα μέχρι την ανατολή του Κυνός. Το καλοκαίρι ήταν αίθριο και ζεστό με ισχυρό καύσωνα. Τα μελτέμια φύσηξαν για λίγο και άτακτα, Με την ανατολή του Αρκτούρου έπεσαν πάλι άφθονες βροχές και φύσηξαν βοριάδες. Επειδή το έτος επικράτησαν νοτιάδες, υγρασία και ήπιες καιρικές συνθήκες , η υγεία των ανθρώπων ήταν καλή τον χειμώνα πλην των φυματικών που θα αναφέρω πιο κάτω.
Το προοίμιο αυτό φανερώνει πόσο ο Ιπποκράτης υπολόγιζε στις καιρικές συνθήκες και την επίδραση τους στις επιδημίες και τις αρρώστιες.
Να και το κείμενο του Θουκυδίδη που περιγράφει τις ταλαιπωρίες και τα βάσανα των Αθηναίων κατά την περίοδο του λοιμού.
Τέτοια επιδημία τόσο βαριά και αφανισμός ανθρώπων τόσο μεγάλος, κανένας δε θυμάται, γιατί ούτε οι γιατροί μπορούσαν να βοηθήσουν γιατί δεν γνώριζαν την αρρώστια και πέθαιναν και οι ίδιοι επειδή πλησίαζαν τούς αρρώστους για να τους θεραπεύσουν. Και οι παρακλήσεις στα ιερά ἤ τα μαντεία, και όσα άλλα παρόμοια μεταχειρίστηκαν, αποδείχθηκαν ανώφελα· γι ̓ αυτό και στο τέλος τα παράτησαν όλα, νικημένοι από το κακό.
Ἡ αρρώστια άρχισε, όπως λέγεται, πρώτα από την Αιθιοπία, στην Άνω Αίγυπτο, και κατέβηκε έπειτα στην Αίγυπτο και τη Λιβύη και στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας του Βασιλέως [των Περσών]. Στην πόλη της Αθήνας εμφανίστηκε ξαφνικά και οι πρώτοι άνθρωποι πού προσβλήθηκαν ήταν στον Πειραιά, γι ̓ αυτό και είπαν πώς είχαν ρίξει δηλητήρια στα πηγάδια οι Πελοποννήσιοι. Ύστερα έφθασε και στην άνω πόλη και πέθαιναν πολύ περισσότεροι. Εγώ θα εκθέσω την πορεία της νόσου και τα συμπτώματά της. Θα τα περιγράψω διότι πέρασα ὁ ίδιος την αρρώστια και είδα ο ίδιος άλλους πού είχαν προσβληθεί από αυτήν. Τη χρονιά εκείνη συνέβαινε, κατά κοινή ομολογία, να μην υπάρχουν άλλες αρρώστιες· εάν όμως, υπέφερε κανείς από κάποιο άλλο νόσημα, όλα κατέληγαν σε αυτήν την αρρώστια. Τούς άλλους, χωρίς να υπάρχει καμία φανερή αιτία, ξαφνικά, ενώ, ως τότε ήσαν καλά, τούς έπιανε πονοκέφαλος με υψηλό πυρετό, κοκκίνιζαν τα μάτια τους και έτσουζαν πολύ, επίσης εσωτερικά ὁ φάρυγγας και ἡ γλώσσα γίνονταν αμέσως κόκκινα σαν αίμα και η αναπνοή τους έβγαζε μία παράξενη δυσοσμία· έπειτα ερχόταν φτέρνισμα και βραχνάδα κι ύστερα από λίγο ὁ πόνος κατέβαινε στο στήθος με δυνατό βήχα ...
Τα όρνεα και τα τετράποδα, όσα αγγίζουν άνθρωπο, παρόλο ότι πολλοί έμεναν άταφοι, αυτά ἤ δεν πλησίαζαν ἤ, εάν έτρωγαν, ψοφούσαν. Απόδειξη ἡ εξαφάνιση τέτοιων πουλιών, πού έγινε αισθητή και δεν τα έβλεπε πια κανείς ούτε γύρω από τα πτώματα ούτε αλλού πουθενά· εμφανέστερο έκαναν αυτό το αποτέλεσμα οι σκύλοι, επειδή συμβιώνουν με τούς ανθρώπους.
Οι άνθρωποι πέθαιναν, άλλοι από έλλειψη φροντίδας και άλλοι παρά τη μεγάλη περιποίηση πού είχαν· φάρμακο, δεν βρέθηκε ούτε ένα. ...Επειδή κολλούσαν την αρρώστια ὁ ένας από τον άλλο, πέθαιναν αράδα σαν πρόβατα· κι αυτό ήταν το πιο ολέθριο. Επειδή φοβούνταν να πλησιάσουν ὁ ένας τον άλλον, οι άρρωστοι χάνονταν αβοήθητοι, και σπίτια πολλά ερημώθηκαν, αφού δεν υπήρχε κανένας να τους περιποιηθεί, ἤ πάλι, εάν πλησίαζαν, πέθαιναν, προπαντός όσοι ήθελαν να φανούν γενναίοι· και από φιλότιμο έμπαιναν στα σπίτια αρρώστων φίλων, χωρίς να λογαριάζουν τον εαυτό τους, γιατί στο τέλος ακόμη και οι δικοί τους, αποκαμωμένοι από τη συμφορά, παρατούσαν τα μοιρολόγια (ὀλοφύρσεις) γι ̓ αυτούς που πέθαιναν. Περισσότερο, όμως, λυπόνταν τον ετοιμοθάνατο και τον πάσχοντα όσοι είχαν περάσει την αρρώστια και είχαν σωθεί, διότι ήξεραν από δική τους πείρα πώς ένιωθαν και επειδή οι ίδιοι ήσαν πια ασφαλείς· πράγματι, δύο φορές τον ίδιο άνθρωπο δεν τον έπιανε ἡ αρρώστια, θανατηφόρα τουλάχιστον. ...
Πέρα από την ταλαιπωρία της αρρώστιας, προστέθηκε και ἡ συγκέντρωση του πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πόλη, ιδίως για τούς «πρόσφυγες», καθώς δεν υπήρχαν αρκετά σπίτια, αλλά ζούσαν σε καλύβια αποπνικτικά μέσα στο κατακαλόκαιρο, ὁ όλεθρος γινόταν σε συνθήκες μεγάλης αταξίας, νεκροί κείτονταν ὁ ένας πλάι στον άλλο, όπως ξεψυχούσαν, κι άλλοι μισοπεθαμένοι κυλιόνταν στους δρόμους και γύρω σε όλες τις βρύσες, από τη λαχτάρα τους για νερό. Και τα ιερά, όπου είχαν κατασκηνώσει, ήσαν γεμάτα πτώματα, αφού οι άνθρωποι πέθαιναν εκεί. Διότι, με τις διαστάσεις πού είχε πάρει το κακό, οι άνθρωποι, στην απόγνωσή τους, αδιαφορούσαν για τα ιερά και τα όσια. Και τα έθιμα πού τηρούσαν ως τότε κατά την ταφή των νεκρών καταπατήθηκαν όλα, και τούς έθαβαν όπως ὁ καθένας μπορούσε. Πολλοί μάλιστα έτρεχαν σε ξένες πυρές προλαβαίνοντας εκείνους πού είχαν σωριάσει τα ξύλα, ακουμπούσαν επάνω τον δικό τους νεκρό και άναβαν τη φωτιά, άλλοι πάλι έριχναν τον νεκρό πού έφεραν πάνω σε κάποιον άλλον πού καιγόταν κι έφευγαν.
Κατά άλλες απόψεις, ὁ λοιμός έγινε αφορμή για μεγαλύτερη ανομία στην πόλη. Ευκολότερα, δηλαδή, αποτολμούσε κανείς πράγματα πού πρωτύτερα απέφευγε να κάνει κατά τις ορέξεις του, διότι έβλεπαν τώρα πόσο απότομα ήσαν τα γυρίσματα της τύχης και για τους ευκατάστατους, πού ξαφνικά πέθαιναν, και για τούς υπόλοιπους, πού πρωτύτερα δεν είχαν τίποτα δικό τους και τώρα έπαιρναν αμέσως τα πλούτη εκείνων. Αποφάσιζαν έτσι να χαρούν τη ζωή τους και να την απολαύσουν γρήγορα, πιστεύοντας ότι και τα σώματα και τα χρήματα ήσαν εξίσου εφήμερα. Κανένας δεν είχε διάθεση να επιμένει περισσότερο σε κάτι πού το θεωρούσε καλό, αφού δεν ήταν βέβαιος ότι δεν θα πέθαινε προτού να το πραγματοποιήσει· κι έτσι ἡ απόλαυση της στιγμής και ο,τι κατά οποιονδήποτε τρόπο συντείνει σε αυτήν θεωρήθηκε καλό και χρήσιμο. Κανένας φόβος των θεών ἤ νόμος των ανθρώπων δεν τούς συγκρατούσε αφ ̓ ενός διότι έκριναν ότι είναι το ίδιο είτε σέβεται κανείς τους θεούς είτε όχι, αφού έβλεπαν ότι χάνονταν όλοι αδιακρίτως, και αφ ̓ ετέρου διότι κανένας δεν έτρεφε την ελπίδα ότι θα ζούσε μέχρι να γίνει ἡ δίκη και να τιμωρηθεί για αυτές τις πράξεις του, απεναντίας πολύ μεγαλύτερη τιμωρία θεωρούσαν να πέσει στο κεφάλι τους αυτή πού τούς είχε κιόλας επιβληθεί και που, προτού να τους χτυπήσει, λογικό ήταν να θέλουν να απολαύσουν κάτι στη ζωή τους.
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ