Ο Ιπποκράτης και ο τσοπάνης
Μια ιστορία θα σας πω κι ας πέρασαν αιώνες
μα πάντα η αάμνηση όμως σε μας θα μένει
για τον αρχαίο το γιατρό τον Μέγα Ιπποκράτη
που πήρε την ιατρική από ιερείς και μάγους
και με το φιλοσοφικό και το λαμπρό του πνεύμα
και με την παρατήρηση, την έκαμε επιστήμη.
Στο Ασκληπιείο, το ιερό τέμενος του προγόνου,
Κόσμος πολλύς ερχότανε τα πάθη του να γειάνει
Και κείνος τους θεράπευε με τη σοφή του τέχνη
ή με φωτιά ή με βότανα είτε με τα νυστέρια
Ακόμα και την ιερή που λέγανε τη νόσο
Ήξερε πως κάποιου θεού δεν ήταν τιμωρία
Παρά μονάχα μια στραβή παραξενιά της φύσης.
Τους νεαρούς του μαθητές τους όρκιζε με όρκο
Το δάσκαλο τους ν’ αγαπούν και να τον εκτιμούνε
Να σέβονται τον ασθενή και να μη λένε σ’ άλλους
Ότι ακούσουν κι ότι δουν στων άρρωστων τα σπίτια
Και να υπάρχει σεβασμός στο σώμα των ανθρώπων
Είτε γυναίκες ειν’ αυτές ή ελεύθεροι ή δούλοι
Να ωφελούν με προσοχή χωρίς να κάνουν βλάβη
Ένας τσοπάνης στο βουνό πούβοσκε τα κατσίκια
Τον έπιασε ένα σύγκρυο, τρέμαν τα κόκκαλα του
Κιτρίνισε το δέρμα του και μέρα με τη μέρα
Όλο και αδυνάτιζε και τον εσφίγγαν πόνοι.
Είπε πως θάταν κρύωμα, μα πέρασαν οι μέρες
Και κείνος αδυνάτιζε πονούσε στα μηλίγγια.
Τον έπιασε συλλογισμός κι απόφαση επήρε
Τι κάθομαι στον πυρετό δεν πάω στον Ποκράτη;
Ούλοι τον λένε πώς είναι, καλός γιατρός και γιένει
Αρρώστιες, που άλλος κανείς δε ξέρει να γιατρέψει.
Σταλίζει τις κατσίκες του παίρνει και τον αμπά του
Και με τη γκλίτσα βοηθό φτάνει στο Ασκληπιείο
Ζητά να δει και το γιατρό για να τον εξετάσει.
Ο Ιπποκράτης κάθονταν πάνω σε μία πέτρα
Κι είχε μπροστά του δυο παιδιά, τα θέριζεν ο βήχας
Τους έδωσε τα φάρμακα που έπρεπε να πιούνε
Και θα γινόντουσαν καλά μέσα σε έξι μέρες.
Πάει και ο τσοπάνης μας, και λέει του Ιπποκράτη:
Δέμε γιατρέ πως έγινα μέρα τη μέρα λιώνω,
Και μου πονούν τα κόκκαλα σ’ όλο μου το σώμα
Το δέρμα μου κιτρίνισε τα σωθικά μου καίνε.
Ο Ιπποκράτης άρχισε να τονε εξετάζει
ψηλάφισε το στήθος του και όλο του το σώμα
χτύπησε με τα δάχτυλα την πλάτη του κι αμέσως
έτρεξε κίτρινη χωλή απ΄ το πρησμένο στόμα.
Τελείωσε η εξέταση και λέει στο τσοπάνη
Εσκέφτηκε ώρα πολλή και λέει στο τσοπάνη
Δε βλέπω νάχεις γιατριά γιατί αυτή η αρώστια
Ειν’ επικίνδυνη πολύ, εκτός εάν, ποιος ξέρει;
Τι είναι γιατρέ μου το εάν; του λέει ο τσοπάνης
Κι ο Ιπποκράτης τ’ απαντά ανέβα συ στη μάντρα
Γιατί δεν έχω γιατρικό τέτοιο να σε γιατρέψω.
Αγκομαχώντας έφτασε στη μάντρα ο τσοπάνης
Και πέρναγαν οι μέρες του με βάσανα και πόνους
Και το κορμί του έλιωνε τα κόκκαλα πονούσαν
Τον έπιασε μια λύπηση και μια μελαγχολία.
Μια μέρα κει που άρμεγε τις καρπερές κατσίκες
Και μάζεψε το γάλα τους μέσα σε μια καρδάρα
που ακούμπησε στην εμπασιά τον πέτρινο τον τοίχο
είδε ένα φίδι πράσινο πελώριο, μεγάλο,
που στην καρδάρα έσκυψε κι ήπιε όλο το γάλα
Ο δράκοντας επρίστικε κι εξέρασεν το χάμου
Τόδεν ο άρρωστος βοσκός κι ευτίς έκαμε σκέψη
Δεν είναι τούτη πια ζωή με βάσανα και πόνους
Γιαυτό, το δηλητήριο που ξέρασε το φίδι
Θα πάω να φάω ο δύστυχος μονάχος να πεθάνω.
Ότι είπε έτσι κι έκαμε και ξάπλωσε στον ήλιο
Και καρτερούσε ο δύσμοιρος το τέλος του για νάρθει.
Όμως, σε λίγο ένοιωσε οι πόνοι να του φεύγουν
Πέρασαν μέρες κι έθρεψαν οι σάρκες του, κι οι πόνοι,
Φύγανε από τα κόκκαλα, το δέρμα του είχε ασπρίσει
Κι ένοιωθε πως η δύναμη ξανάρθε όπως πρώτα.
Τότε λοιπόν εσκέφτηκε να πάει στ’ Ασκληπιείο
Τον Ιπποκράτη για να δει κ’ ήθελε να του δείξει
Ότι μόνος γιατρεύτηκε και ότι η συμβουλή του
Δεν ήτανε τόσο καλή, αφού στη μάντρα πάνω
Τον έστειλε χωρίς γιατρειά μονάχος να πεθάνει.
Τον βρήκε και καθότανε στην ίδια πέτρα πάνω
Κι από μακριά του φώναζε: «Με είδες Ιπποκράτη»;
Και κείνος του απάντησε ήσυχος και γαλήνιος
Πως θα μπορούσα να σου πω να βρεις πράσινο φίδι
Να το ποτίσεις μπόλικο και κατσικίσιο γάλα
Και να το βάλεις εμετό το γάλα να σου κάμει
Να φας εσύ το ξερατό τη γιατρειά για νάβρεις;
Τότε ο τσοπάνης θαύμασε τις γνώσεις του Ιπποκράτη
Που γνώριζε τη γιατρειά μα πόσο δύσκολη ήταν
Κι όλος χαρά εφτάγιανος και σιγοτραγουδώντας
με απαλά πηδήματα γύρισε στο μαντρί του .
Θεοδόσης Ν. Διακογιάννης