Η φωτιά στο Κοίλος
Κατά τον Ιταλό- Αιθιοπικό πόλεμο, η Ιταλική πολεμική αεροπορία, καθώς και ο πολεμικός στόλος, είχαν κατά πολύ αυξηθεί στον Δωδεκανησιακό χώρο.
Εξώμενα στην Πατσή (Κοίλος) με την θεία μου την Μαντούνα, για να τελειώσουμε το αλώνεμα. Θυμάμαι ήτο ημέρα Πέμπτη και κατά τις 19.39 το πρωί, όταν περνούσε από δίπλα το μαντρί, η Γιαννάρα τσακώθηκε με την Άννα του Νικόλα του Κοντομηνώλη, επειδή τα κατσίκια είχαν αρπάξει μερικά στάχυα από το κτήμα της που ήταν παραδίπλα του δικού μας.
Η Γιαννάρα, μεγάλος φωνακλάς, της έλεγε:«Αν δεν σταματήσεις, θα σε βάλω εδώ πάνω στ' άχερα και θα σε κάψω»,δείχνοντας την δική της θημωνιά.
Κατά τις 11.09 με 19 η ώρα, είπα στη θεία μου ότι θα μαγερευα εγώ τ' αυγά, όπως με είχε μάθει, για να φάμε. Μπήκα στο σπηλάδι και σε μια γωνιά έβαλα τη τσουκάλα με το νερό στα κούμουλα και άναψα τη φωτιά.
Το μισό σπηλάδι ήτο ήδη στοιβαγμένο με άχυρα, στη δε άλλη πλευρά είχαμε έξι τσουβάλια εκατοστάρικα κριθάρι έτοιμο.
Η θεία μου αλώνευε και εγώ ασχολούμουν με το μαγείρεμα, όταν ξαφνικά άκουσα τον θόρυβο αεροπλάνων. Βγήκα και ανέβηκα στο δώμα, όπου πραγματικά είδα 4 αντιτορπιλικά με συνοδεία δύο αεροπλάνων, να κατευθύνονται προς την Ρόδο.
Το θέαμα ήτο κάτι το απίθανο και αφαιρέθηκα να σεριανίζω.
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και το σπηλάδι ζώστηκε στις φλόγες, στην δε είσοδό του, από τους καπνούς δεν μπορούσες ούτε καν να πλησιάσεις.
Η θεία μου έβαλε τις φωνές και καλούσε σε βοήθεια, εγώ δε μόνος μου τί μπορούσα να κάνω; Δεν άργησαν να έλθουν οι πρώτες ενισχύσεις: ο Θεοχάρης από την Τραχαντήρα και ο Στρατής με τον Παναγιώτη του Μπρούφα από τα Αρφανά.
Αμέσως με τα φτυάρια, ρίχνοντας χώμα στην είσοδο, λιγόστευσαν τις φλόγες και κατόρθωσαν να μπουν στο σπηλάδι, πέτυχαν να τραβήξουν τα πέντε τσουβάλια έξω, εν μέσω φωτιάς και καπνού. Το έκτο έσπασε και σκόρπισε παντού το κριθάρι. ΄Εβγαλαν επίσης και τα άλλα χρειώδη, τα αυγά δεν θυμάμαι τί έγιναν!
Τελικά, ο κίνδυνος παρήλθε, αλλά επειδή τα άχυρα ήταν στοιβαγμένα και η φωτιά από τις πάντες προχώρησε βαθειά, ήτο αδύνατο να σβήσει τελείως με το χώμα. Νερό δεν υπήρχε για χρήση σβησίματος (μονάχα να πιούμε και για τα ζώα) και έτσι θυμάμαι που επί δύο εβδομάδες σιγοκαίγονταν τα άχυρα μέχρι το τελευταίο.
Θυμάμαι που εκείνες τις μέρες είχα σκοτώσει έξι φίδια στο ίδιο κτήμα και η θεία μου με μάλλωνε να μην τα σκοτώνω, γιατί ήταν, λέει. το «στοιχειό» του χωραφιού και δεν έκανε να εκλείψουν.
Τώρα, το στοιχειό του χωραφιού, η κατάρα της Γιαννάρας, η δική μου αφηρημάδα, η ζημιά έγινε και οι μόνοι που ωφελήθηκαν από την φωτιὰ ήταν οι χοίροι και τα μυρμήγκια, που επί μήνες ετροφοδοτούντο με το κριθάρι που είχε διασκορπιστεί στα άχυρα και στο χώμα.