ΘΕΜΑΤΑ

ΑΝΤΙΤΗΛΟΣ1 ΑΡΚΟΙ2 ΑΡΚΟΝΗΣΟΣ3 ΑΡΜΑΘΙΑ1 ΑΣΤΑΚΙΔΑ1 ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ9 ΑΥΓΟ1 ΓΑΔΑΡΟΣ6 ΓΑΙΑ3348 ΓΛΑΡΟΣ1 ΓΥΑΛΙ28 ΔΙΒΟΥΝΙΑ2 ΔΟΛΙΧΗ1 ΕΛΛΑΔΑ1321 ΖΑΦΟΡΑΣ ΜΑΚΡΥΣ1 ΙΑΣΟΣ4 ΙΜΙΑ2 ΚΑΛΑΒΡΟΣ1 ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ2 ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ1 ΚΑΛΟΛΙΜΝΟΣ2 ΚΑΛΥΜΝΟΣ153 ΚΑΜΗΛΟΝΗΣΙ2 ΚΑΝΔΕΛΙΟΥΣΑ3 ΚΑΡΠΑΘΟΣ13 ΚΑΣΟΣ8 ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ20 ΚΑΣΤΡΙ1 ΚΕΔΡΕΑΙ[SEDIR]1 ΚΕΡΑΜΟΣ1 ΚΙΝΑΡΟΣ1 ΚΝΙΔΟΣ25 ΚΟΛΟΦΩΝΑΣ1 ΚΟΥΝΕΛΙ1 ΚΡΕΒΑΤΙΑ1 ΚΩΣ2052 ΛΕΒΙΘΑ3 ΛΕΙΨΟΙ6 ΛΕΠΙΔΑ1 ΛΕΡΟΣ31 ΛΕΣΒΟΣ1 ΛΥΤΡΑ1 ΜΥΝΔΟΣ1 ΝΕΚΡΟΘΗΚΗ1 ΝΕΡΟΝΗΣΙ1 ΝΗΠΟΥΡΙ1 ΝΗΣΟΣ1 ΝΙΜΟΣ1 ΝΙΣΥΡΟΣ180 ΞΕΝΑΓΟΡΑ ΝΗΣΟΙ1 ΟΦΙΔΟΥΣΑ1 ΠΑ.ΦΩ.ΚΩ43 ΠΑΤΜΟΣ29 ΠΑΧΕΙΑ6 ΠΕΝΤΙΚΟΝΗΣΙΑ1 ΠΕΤΡΟΚΑΡΑΒΟ1 ΠΙΑΤΑ1 ΠΙΤΤΑ1 ΠΛΑΤΕΙΑ1 ΠΛΑΤΗ2 ΠΟΝΤΙΚΟΥΣΑ1 ΠΡΑΣΟ1 ΠΡΑΣΟΝΗΣΙ1 ΠΡΑΣΟΝΗΣΙΑ1 ΠΡΑΣΟΥΔΑ ΚΑΤΩ1 ΠΥΡΓΟΥΣΑ5 ΡΟΔΟΣ126 ΡΩ1 ΣΑΒΟΥΡΑ1 ΣΑΜΟΣ13 ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ57 ΣΑΡΑΚΙ1 ΣΑΡΙΑ1 ΣΕΣΚΛΙ1 ΣΟΧΑΣ1 ΣΤΡΟΒΙΛΟΣ1 ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ[ΑΓΑΘΟΝΗΣΙΟΥ]1 ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ[ΜΕΓΙΣΤΗΣ]1 ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ[ΝΙΣΥΡΟΥ]3 ΣΥΜΗ38 ΣΥΡΝΑ4 ΣΦΥΡΝΑ1 ΤΕΛΕΝΔΟΣ1 ΤΕΡΜΕΡΑ1 ΤΗΛΟΣ28 ΤΡΑΓΟΝΕΡΑ1 ΤΡΑΓΟΥΣΑ1 ΤΣΟΥΚΑ1 ΦΑΡΜΑΚΟΝΗΣΙ2 ΧΑΛΚΗ15 ΨΕΡΙΜΟΣ22
Εμφάνιση περισσότερων

Ερως και Ψυχή


Σε ένα βασίλειο, τα πολύ αρχαία χρόνια, βασιλιάς ήταν ένας ευτυχισμένος άρχοντας που είχε τρεις κόρες και μια γυναίκα, που αγαπούσε πολύ. Είχε καλές σχέσεις με τους άλλους βασιλιάδες της περιοχής του και γι’ αυτό δεν έκανε ποτέ πόλεμο. 

Το βασίλειο του ήταν πολύ πλούσιο και οι υπήκοοι του ζούσαν ευτυχισμένοι και χαρούμενοι. Από τις τρεις κόρες που είχε, τις δύο, τις πιο μεγάλες, τις πάντρεψε  με δύο βασιλιάδες από μακρινά βασίλεια πολύ πλούσιους. Την τρίτη του κόρη, που την έλεγαν Ψυχή, δε μπορούσε να την παντρέψει, γιατί ήταν τόσο όμορφη που η ομορφιά της ξεπερνούσε την ομορφιά της Θεάς  Αφροδίτης. 

Όλοι οι άντρες λάτρευαν την ομορφιά της σαν να ήταν θεά σε τέτοιο βαθμό, που η λατρεία της ξεπέρασε τη λατρεία της θεάς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ερημώσουν οι ναοί της. Κανένας άνδρας δεν πήγαινε να προσκυνήσει και να θυσιάσει στους ναούς της, ούτε στην Πάφο, ούτε στα Κύθηρα ούτε στην Κνίδο που ήταν το περίφημο άγαλμά της. Η θεά θύμωσε με την ασέβεια των θνητών, δε μπορούσε να αντέξει την προσβολή και πήρε την απόφαση να εκδικηθεί. Γι’ αυτό πρόσταξε τον γιο της τον Έρωτα να χτυπήσει την αντίζηλό της με τα βέλη του, που φέρνουν στην καρδιά πόνους και την κάνουν να χτυπά δυνατά, με αποτέλεσμα να μουδιάζει το σώμα , και να χάνονται τα λογικά. Έτσι λοιπόν την κάνει να αγαπήσει παράφορα τον πιο ταπεινό και ασήμαντο άνθρωπο, τον πιο περιφρονημένο όλου του κόσμου.

Ο καιρός περνούσε και όλοι πίστεψαν πως η Ψυχή ήταν η ίδια η θεά που άφησε στον λαμπρό Όλυμπο τον λαμπερό της θρόνο και ήρθε στη γη να κατοικήσει με τους θνητούς. Όπως συχνά γίνεται, η ομορφιά της Ψυχής έγινε η αιτία να αισθάνεται δυστυχισμένη γιατί όλοι οι νέοι σαν την αντικρίζανε έμεναν μαγεμένοι από τη χάρη της και κανείς δεν αποφάσιζε να τη ζητήσει για γυναίκα του. Έτσι τα κάλλη της έμεναν ατρύγητα, το κορμί της ακύρσευτο, τα χείλη της αφίλητα και η καρδιά της άδεια. Η Ψυχή μόνης στο παλάτι, έκλαιγε την άδικη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της. Ο πατέρας της σαν είδε ότι κανένας νέος δεν αποφάσιζε να πάρει για γυναίκα του την όμορφη θυγατέρα του, απελπίστηκε και κατέφυγε στο μαντείο των Δελφών, να ρωτήσει το θεό Απόλλωνα για την τύχη της κόρης του, που μαράζωνε κλεισμένη στην κάμαρά της. Η Πυθία η μάντισσα όμως, έδωσε μια παράξενη απάντηση στο γέρο βασιλιά. Του μήνυσε να οδηγήσει την όμορφη θυγατέρα στην πιο ψηλή κορφή ενός μακρινού βουνού, νυφοστολισμένη σαν να ήτανε να παντρευτεί. Στην ανεμοδαρμένη κορυφή θα συναντούσε το γαμπρό που ήταν το ριζικό της να γίνει ο σύντροφος της ζωής της. Το ταίρι της θα ήταν ένα πελώριο φτερωτό φίδι Στεναχωρήθηκε  ο δύστυχος πατέρας σαν άκουσε το χρησμό, σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Μα άλλη επιλογή δεν είχε. Μπορούσε να αντιταχτεί στο θέλημα των Ολυμπίων;  Έτσι γύρισε στο παλάτι και άρχισαν του μαύρου γάμου τις ετοιμασίες. Γονείς και λαός, αντί να τραγουδούν τα χαρούμενα γαμήλια τραγούδια, συνόδεψαν την άτυχη κόρη με θρήνους και μοιρολόγια που αντιλαλούσαν στις πλαγιές του βουνού.. Σαν έφτασαν στην κορυφή, χαιρέτησαν τη θλιμμένη κόρη με αναφιλητά και πήραν το δρόμο της επιστροφής, αφήνοντας μόνη και έρημη τη Ψυχή. 

Σε λίγο όμως ένας δροσερός Ζέφυρος φύσηξε, την ανασήκωσε στην ανάλαφρη αγκάλη του και ταξιδεύοντας πάνω από στεριές και θάλασσες, την έφερε και την απίθωσε μέσα σε έναν μαγεμένο κήπο, όπου χανόταν το μάτι σου, χωρίς να μπορεί να διακρίνει αρχή και τέλος. Σαστισμένη σεργιάνιζε στον κήπο η Ψυχή μένοντας έκθαμβη από την ομορφιά της φύσης, οπότε πίσω από κάποια δέντρα πρόβαλε ένα ολόχρυσο παλάτι που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί σε όσα βασίλεια πήγε μαζί με τους γονιούς της. Ούτε φρουρούς διέκρινε να το φυλάγουν, ούτε υπηρέτες να μπαινοβγαίνουν. Με σφιγμένη από τον φόβο καρδιά μπήκε από την ανοιχτή κεντρική θύρα κι άρχισε να τριγυρίζει θαυμάζοντας τη διακόσμηση, τους πίνακες με τα θαυμαστά χρώματα που φάνταζαν ζωντανοί, τα όμορφα αγάλματα.

Καθώς άρχισε να ξεθαρρεύει και να σκορπίζει ο φόβος, άκουσε μια φωνή δίχως να καταλαβαίνει από που προερχόταν: «Καλωσόρισες κυρά μου. Όλα όσα θαυμάζεις είναι δικά σου. Ας μη λυπάται η καρδιά σου! Ηρέμησε, νιώσε πως είσαι αρχόντισσα στο παλάτι σου και κάθισε να ξαποστάσεις! Όταν φύγει της κούρασης το βάρος και θελήσεις να νοιαστείς για της ομορφιάς σου την φροντίδα, χτύπα το χρυσό κουδούνι και θα τρέξουν πρόθυμοι υπηρέτες, που για σένα αόρατοι θα είναι, μα με χαρά κάθε επιθυμία σου θα ικανοποιήσουν…» .

Σαν έφυγε από τα μέλη της η κούραση και το σφίξιμο της καρδιάς, πήρε το κουδουνάκι που στη λαβή από ελεφαντόδοντο ήταν σμιλεμένο το σφιχταγκάλιασμα ενός νεαρού ζευγαριού και στο μαγευτικό κουδούνισμά του ένιωσε την παρουσία πρόθυμων και χαρούμενων υπηρετών που όμως δεν μπορούσε να τους δει. Αυτοί πραγματικά έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν. Τη βοήθησαν να λούσει τα μαλλιά της, να πλύνει στην αλαβάστρινη μπανιέρα όπου έπλεαν μυρωδάτα φυτά κι αιθέρια λάδια το κορμί της και να βάλει εξωτικά αρώματα. 

Νέα ολομέταξα φορέματα, χρυσοκεντημένα, που όμοια τους δεν είχε ξαναδεί, την περίμεναν για να ντυθεί. Μετά την οδήγησαν σε πλούσιο τραπέζι όπου γεύτηκε τα νοστιμότερα φαγητά και φρούτα. Ολόχρυσα κηροπήγια με κεριά που σκόρπιζαν του μελιού το άρωμα φώτιζαν την τραπεζαρία, ενώ θεσπέσια μουσική έβγαινε από τις χορδές μιας άρπας και μιας λύρας και μια αγγελική φωνή υμνούσε του έρωτα τις χαρές και τους πόθους. Κι αφού ευφράνθηκε το σώμα και η ψυχή της κόρης, οι αόρατοι υπηρέτες την πήγαν στο νυφική κάμαρα με το κρεβάτι από μυρωδάτο τριανταφυλλόξυλο και τις αλαβάστρινες γωνίες και σκαλιστές φιγούρες που το σκέπαζαν σεντόνια από το καλύτερο βαμβάκι της γης και ολομέταξες κουβέρτες με σχεδιασμένη νυφική άμαξα και το νέο ζευγάρι χαρούμενο, την οποία έσερναν κύκνοι και συνόδευαν γερανοί και χελιδόνια. Σαν έπεσε στα απαλά σκεπάσματα η Ψυχή κι έσβησαν όλα τα φώτα κι απλώθηκε απόλυτο σκοτάδι ένιωσε να ξαπλώνει δίπλα της ο άγνωστος άντρας της. Εκεί μέσα στο βαθύ σκοτάδι ένιωσε τον ερωτικό του πόθο στον οποίο αφέθηκε και έγινε δική του. Κόντευε να ξημερώσει και η Ψυχή ήλπιζε να γνωρίσει τον άντρα της. Μα πριν ο ήλιος σκορπίσει το μαύρο σκοτάδι για να δει τον σύντροφο της η Ψυχή, αυτός χάθηκε από κοντά της. Τα ίδια επαναλήφθηκαν και την επόμενη ημέρα, οι υπηρέτες πρόθυμα την υπηρετούσαν όλη τη μέρα φροντίζοντας να έχει ό,τι επιθυμούσε. Τη νύχτα, σαν απλωνόταν το σκοτάδι, ο άγνωστος σύντροφος ερχόταν και της χάριζε την ερωτική ευτυχία και το πρωί πριν ξημερώσει μυστηριωδώς εξαφανιζόταν. Η ζωή συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο και τον πρώτο καιρό ήταν ευχαριστημένη η Ψυχή. 

Στο πατρικό όμως παλάτι οι γονείς της βασισμένοι στον χρησμό του θεού πίστευαν πως η πανέμορφη θυγατέρα τους είχε σαν ταίρι το τρομερό φίδι και έτσι ήταν μέσα στο πένθος, το θρήνο και την απελπισία. Οι άλλες δυο κόρες, έτρεξαν να τους παρηγορήσουν μα μάταια. Στο μεταξύ και η Ψυχή άρχισε να νιώθει μοναξιά, να μην έχει έναν άνθρωπο να ανταλλάξει δυο λόγια, να μάθει νέα του έξω κόσμου, των δικών της. Ένιωσε δυστυχία, να είναι ολομόναχη στο παλάτι όλη τη μέρα παρέα με αόρατα πνεύματα που τη φρόντιζαν χωρίς να αισθάνεται τη ζεστασιά από την παρουσία τους και το βράδυ να πλαγιάζει και να γεύεται την αγκαλιά και τα χάδια κάποιου που ούτε το πρόσωπο του δεν είχε δει. Δεν άντεξε τη μοναξιά, την πήραν τα δάκρυα και πάνω στα χάδια με τον άντρα της τον παρακάλεσε να της επιτρέψει να μηνύσει στις αδελφές της να έρθουν για λίγο καιρό, να τις δει που τις είχε επιθυμήσει και να της κρατήσουν συντροφιά. Ο άντρας της που την αγαπούσε, της έδωσε την άδεια μα της έβαλε έναν ορό: «Μπορείς να τις δεχτείς και να τις φιλοξενήσεις, μπορείς να τους δωρίσεις ό,τι θελήσουν από τα υπάρχοντα μας, μα να είσαι προσεκτική. Μη σε πλανέψουν με τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως γιατί για πάντα θα με χάσεις και η δυστυχία θα σου πλακώσει τη ζωή.» Η Ψυχή που στο μεταξύ αγάπησε τον μυστηριώδη άντρα της, υποσχέθηκε στον αγαπημένο της να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε στα σπλάχνα της έφερνε τον καρπό του ερωτά τους και από τη στάση της θα εξαρτιόταν η φύση του παιδιού τους. Αν τηρούσε την υπόσχεση, το παιδί που θα γεννιόταν θα ήταν αθάνατο, αν όμως δεν την τηρούσε θα ήταν θνητό και μια μέρα η υγρή γη θα δεχόταν το σώμα του. 

Μετά από μέρες οι αδελφές της Ψυχής ανεβήκαν στην κορυφή του βουνού, ώστε με κλάματα να πνίξουν τον καημό από το χαμό της αγαπημένης αδελφής. Έλυσαν τα μακριά μαλλιά και τα τραβούσαν θρηνώντας, οπότε μέσα στους θρήνους άκουσαν αγαπημένη φωνή. Ήταν η Ψυχή που τις καλούσε σιμά της. Φύσησε πάλι ο Ζέφυρος κι ανάλαφρα τις έφερε στο παλάτι της αδελφής τους. Μ’ ανείπωτη χαρά αγκαλιάστηκαν και τώρα τα τρυφερά τους μάγουλα βραχήκαν από χαράς δάκρυα. Έκατσαν αρκετές μέρες λέγοντας όλα τα νέα και αφού την χόρτασαν τα ματιά τους, πήραν το δρόμο του γυρισμού με τη δροσερή πνοή του Ζέφυρου. Οι επισκέψεις πύκνωσαν, μα σε κάθε επίσκεψη, ο φθόνος μεγάλωνε για την ευτυχία της αδελφής και τους αναρίθμητους θησαυρούς που είχε στη διάθεση της. Στους γέρους γονείς μιλιά δεν είπαν για την τύχη της Ψυχής, αφήνοντας τους να πιστεύουν πως η στερνοθυγατέρα τους είχε από καιρό πεθάνει. 

Φθόνος ανάβλυσε από τα εσώψυχα τους και οι σκέψεις για να κάνουν κακό στην αδελφή τους θόλωναν το μυαλό τους. Στιγμή δεν σταμάτησαν να ρωτούν για τον άγνωστο γαμπρό τους. Η Ψυχή στο τέλος αναγκάστηκε να επινοήσει ένα ψέμα, πως τάχα ο αγαπημένος της ήταν ένας πανώριος νέος, σαν ήρωας δυνατός που ζωσμένος τη φαρέτρα με τα βέλη του, παρέα με τα πιστά του κυνηγόσκυλα, ολημερίς κυνηγούσε, στα βαθύσκιωτα δάση, φέρνοντας νόστιμο φαγητό, για τη γυναίκα που στα σπλάχνα της το παιδί τους μεγάλωνε. Αυτό φούντωσε πιότερο τον πόθο στις αδελφές που είχαν παντρευτεί γέρους κι ανήμπορους βασιλιάδες ανίκανους να τις κάμουν να χαρούν του έρωτα τη φλόγα. Ο σύντροφος της Ψυχής σαν θεός που ήταν καταλάβαινε τις σκοτεινές διαθέσεις των αδελφών της αγαπημένης του και επαναλάμβανε τις προειδοποιήσεις για την ανεπανόρθωτη καταστροφή που θα προκαλούσε η παράβαση της εντολής του. 

Κάποτε, που οι αδελφές επέμεναν να μάθουν λεπτομέρειες για τη ζωή της Ψυχής με τον άντρα της, αυτή ξεχάστηκε και τους είπε, τάχα, πως ο άντρας της ήταν ηλικιωμένος  και ήταν έμπορας και είχε μια μεγάλη επιχείρηση στην κοντινή επαρχία. Καθόλου δεν έπεισε το νέο ψέμα τις αδελφές της κι αυτές την πίεσαν φορτικά να τους αποκαλύψει την αλήθεια. Τότε αυτή δεν βάσταξε και τους είπε πως ποτέ δεν είχε αντικρύσει το πρόσωπο του συντρόφου της. Τρόμαξαν με την αποκάλυψη οι αδελφές και έφεραν στο νου τους την μαντεία για το φίδι. Έτσι την έπεισαν πως ο άγνωστος άντρας που δε φανερωνόταν ήταν το τρομερό φίδι που προφήτεψε ο Απόλλωνας και δεν είχε καλό σκοπό. Περίμενε να γεννηθεί το παιδί του και μετά θα την έτρωγε. Για να γλιτώσει από τον βέβαιο θάνατο μόνο ένας τρόπος υπήρχε. Ένα βράδυ, που ο ύπνος θα του είχε σφαλίσει τα ματιά, αφού θα είχε κρυμμένο ένα κοφτερό μαχαίρι στο κρεβάτι, να ανάψει το λυχνάρι και να κόψει μονομιάς το κεφάλι του τρομερού τέρατος. Σα σφοντύλι στριφογύριζε η σκέψη στης Ψυχής το απονήρευτο μυαλό. Τη βασάνιζε από τη μια η ιδέα της παρακοής και η αποτρόπαια πράξη του φονικού κι από την άλλη η ιδέα το τρυφερό κορμί της να βρεθεί στο στομάχι του τέρατος. Σκεφτόταν και το αγγελούδι που θα γεννιόταν και θα του έλειπε το τρυφερό μητρικό χάδι, ενώ θα ήταν αναγκασμένο να ζήσει στο τερατώδες περιβάλλον του πατέρα του. Έτσι πήρε την απόφαση να χτυπήσει πρώτη. Ένα βράδυ αφού καμώθηκε την πολύ ερωτευμένη και τον μάγεψε με τα χάδια της αυτός έγειρε να κοιμηθεί από τη γλυκιά κούραση του έρωτα , οπότε αυτή σηκώθηκε και άναψε το λυχνάρι. Ω, θεοί, τι αντίκρισαν τα μάτια της! Ο ωραιότερος άντρας της γης ήταν ξαπλωμένος γυμνός δίπλα της. Στα πόδια του κρεβατιού ήταν ριγμένα ένα τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη. Μπροστά της ήταν ο ίδιος ο Έρωτας, ωραιότερος και από την εικόνα που είχε σχηματίσει στη νεαρή φαντασία της, ακόμα πιο θεσπέσιος από το καλύτερο άγαλμα του. Σαν χαμένη πήγε να περιεργαστεί τα ξακουστά σύνεργα του. Ξαφνικά τρυπήθηκε στο δάχτυλο από μια σαΐτα κι ένας παράφορος έρωτας για τον πανέμορφο άντρα της την κατέλαβε. Ο πόνος την έκανε να συνέλθει και να καταλάβει την παρακοή της. Πικρά μετάνιωσε για την ανέντιμη πράξη της κι έσυρε το μαχαίρι που προόριζε για το φονικό, προσπαθώντας να αυτοκτονήσει, σαν τιμωρία της μωρίας της. Μάταια όμως προαπάθησε, το μαχαίρι γλίστρησε από το χέρι και έπεσε κάτω από το κρεβάτι. Αποσβολωμένη κοίταζε τον Έρωτα, τον άντρα της που πρόδωσε και τα χέρια της έτρεμαν. Τότε χύθηκε μια σταγόνα καυτό λάδι του λυχναριού στο γυμνό ώμο του άντρα που πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο. Σαν είδε την αγαπημένη του, κατάχλομη να τον βλέπει μέσα από τα δάκρυα της, που σαν διαμάντια λαμποκοπούσαν στο φως του λυχναριού, ένιωσε να αδειάζουν τα σπλάχνα του, θλίψη τον συνεπήρε, έδωσε μια με τις πουπουλένιες φτερούγες του να φύγει μακριά μα μόλις που πρόφτασε να γαντζωθεί γεμάτη απελπισία, στο ένα του πόδι η Ψυχή, και να πάρει τα ύψη μαζί του μέσα στα κατάλευκα σύννεφα. Μα η κούραση την εξάντλησε, τα χεριά της γλίστρησαν και άρχισε να πέφτει. Ο Έρωτας, που εξακολουθούσε να την αγαπάει, παρακάλεσε τον αγέρα κι αυτός την απίθωσε αργά – αργά, χωρίς να πάθει τίποτα. Μετά κατέβηκε πιο κάτω, στάθηκε στην κορυφή κοντινού ψηλόλιγνου κυπαρισσιού και με παράπονο της είπε: «Σε είχα προειδοποιήσει όμως εσύ μ’ αψήφησες. Γιατί έδειξες τόση αχαριστία; Γι’ αυτή την αποκοτιά σου, τίναξες όλη την ευτυχία σου στον αέρα. Τώρα γεύσου τον καρπό της αχαριστίας σου.» Λέγοντας αυτά πέταξε μακριά και χάθηκε στα ύψη. Πάνω στην απελπισία της η Ψυχή ρίχτηκε στ’ αφρισμένα νερά ενός ποταμού να πνιγεί. Εκείνος ευθύς γαλήνεψε, την σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και ήρεμα την άφησε πάνω στην πυκνή τη χλόη που’ χε φυτρώσει διπλά στην όχθη του. Παραμερίζοντας τα βρεγμένα μαλλιά που της σκέπαζαν το πρόσωπο, είδε να στέκεται μπροστά της ο μεγάλος θεός Παν, που ήρθε να την παρηγορήσει. Της έδωσε θάρρος για τη ζωή και την μετάπεισε να συνεχίσει να ζει, βάζοντας σαν στόχο να ξανακερδίσει την αγάπη και τον Έρωτα. Έτσι από κείνη τη στιγμή η Ψυχή είχε ένα σκοπό στη ζωή της, να ξαναβρεί και πάλι την χαμένη ευτυχία. Μα πρώτα έπρεπε να τιμωρήσει τις ζηλιάρες και φθονερές αδελφές της που την παρέσυραν σε αυτή την προδοσία. Πιάνει πρώτα τη μεγαλύτερη, που πρωτοστάτησε στην απάτη και της είπε πως τάχα, ο Έρωτας την εγκατέλειψε γιατί του άρεσε περισσότερο η επισκέπτρια αδελφή και ήταν έτοιμος να την παντρευτεί. Τότε αυτή παράτησε τον άντρα της και την οικογένεια τους, λέγοντας ψέματα πως πέθαναν οι γονείς της και τράβηξε στη γνωστή κορφή του βουνού. Πήδησε από έναν βράχο, πιστεύοντας πως ο Ζέφυρος και πάλι θα την ανασήκωνε κι έτσι γκρεμίστηκε βάφοντας τα βράχια με το αίμα της. Την ίδια τύχη είχε και η δεύτερη αδελφή, κομματιάζοντας το κορμί της στους αιχμηρούς βράχους που έγινε τροφή των αρπαχτικών πτηνών. 

Αφού τιμώρησε αυτές που έγιναν η αιτία της συμφοράς της, η Ψυχή ξεκίνησε την αναζήτηση του Έρωτα, του αγαπημένου που από απερισκεψία έχασε. Έψαξε σε στεριές και θάλασσες, σε γόνιμες και σε άκαρπες περιοχές, σε πεδιάδες κι απάτητες κορφές βουνών, μα άδικος ο κόπος της. Ακόμα και οι θεοί, η καταφυγή των θλιμμένων ανθρώπων, την είχαν εγκαταλείψει γιατί δεν ήθελαν να έρθουν αντιμέτωποι με τη θεά της ομορφιάς την Αφροδίτη, που έτρεφε μίσος για τη θνητή που ξελόγιασε τον γιο της, τον Έρωτα. Μάταια κατέφυγε στα ιερά της Ήρας και της Δήμητρας ικετεύοντας τη συμπόνια τους. Ούτε και αυτές θέλησαν να τη βοηθήσουν αν και τη σπλαχνιστήκαν. Στο τέλος, με την ελπίδα ότι ίσως εκεί να έβρισκε τον αγαπημένο της, αναγκάστηκε να καταφύγει στην Πάφο στο παλάτι Αφροδίτης. Η θεά είχε από καιρό αναθέσει στον Ερμή που τριγύριζε σε όλο τον κόσμο, να βρει τη θνητή που πήρε τα μυαλά του πιστού γιου της που τη συνόδευε πάντα και είτε με το καλό, είτε με τη βία, να την οδηγήσει μπροστά της.

 Έτσι ασυλλόγιστα η Ψυχή έπεσε στα χεριά της θεάς, που την είχε κυριεύσει μανία και ήθελε να πάρει εκδίκηση. Από τη στιγμή που πάτησε το πόδι στης θεάς το παλάτι, μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Δυο πιστές της θεάς δούλες, η Θλίψη και η Έγνοια,  αυλάκωναν με μαστίγιο το τρυφερό κορμί της και τρίχα – τρίχα ξερίζωναν από την όμορφη κεφαλή της τα μαλλιά. Μετά πηρέ σειρά η ιδία η θεά, που με τα χέρια της χαστούκισε το ροδομάγουλο πρόσωπο και της ξέσκισε τα ρούχα. Κι ενώ ολόκληρο το σώμα, από την κορφή μέχρι τα νύχια, πονούσε, άλλη δοκιμασία έβαλε η θεά στη νύφη της. Σε τεράστιο σωρό από ανακατεμένους καρπούς κάθε είδους, στάρι, κριθάρι, κεχρί, κουκιά, ρεβιθιά, φακές και παπαρουνόσπορο, την οδήγησε και έδωσε την εντολή σε λίγες ώρες να τους ξεδιαλέξει και να τους βάλει χωριστά. Ήρθαν όμως τα μυρμήγκια και βοήθησαν στο ξεχώρισμα. Την άλλη μέρα πιο δύσκολα βάσανα την περίμεναν. Τώρα η θεά την έβαλε να βρει χρυσό μαλλί από του βουνού τα πρόβατα και μετά από την πηγή της Στυγός, που ακοίμητοι δράκοι την φύλαγαν μέρα και νύχτα, να κουβαλήσει νερό. Και αυτά τα κατάφερε έχοντας νέους συμπαραστάτες στα βάσανά της το προφητικό καλάμι, που της έδωσε τη συμβουλή να μαζέψει με υπομονή τις τούφες το μαλλί, που πάνω στα αγκάθια των θάμνων άφηναν τα πρόβατα. Και τον αετό του Δία, που της γέμισε ένα κανάτι  από το παράξενο νερό της πηγής. 

Δε μαλάκωσε όμως της θεάς ο θυμός και της ανάθεσε μια άλλη πιο δύσκολη αποστολή, στέλνοντας την Ψυχή στον κόσμο των σκιών, στο ζοφερό Άδη, για να δανειστεί από της Δήμητρας την κόρη, την όμορφη Περσεφόνη μια αλοιφή ομορφιάς, γιατί η δική της είχε τελειώσει. Συμπαραστάτη είχε αυτή τη φορά ένα μαγικό πύργο, που της έδωσε συμβουλή πως θα μπορούσε με τις λιγότερες δοκιμασίες να κατέβει στου Κάτω Κόσμου τα δώματα. Όμως κι εδώ καρτέρι της είχε στήσει η ατυχία. Σαν πήρε το γυάλινο βάζο με τη θεϊκή   αλοιφή, της πέρασε η σκέψη να βάλει κι αυτή λίγο από το θείο φάρμακο για να γίνει πιότερο όμορφη ώστε και πάλι να ξελογιάσει τον Έρωτα και την αγάπη του να ξανακερδίσει. Μα τη στιγμή που έβγαλε το πώμα από το βάζο, σαν σύννεφο, αποπνιχτικός αχνός, που ήταν ο Ύπνος, την τύλιξε και στην υγρή γη την πέταξε, χάνοντας τις αισθήσεις της. 

Όμως ο άντρας της ο Έρωτας, ούτε στιγμή δεν έβγαλε από τη σκέψη του την αγαπημένη του γυναίκα και αφού πέρασε η πρώτη οργή, ηρέμησε και τη συγχώρησε. Η μάνα του, η Αφροδίτη τον είχε κλειδωμένο σε μια κάμαρα, για να γιατρευτεί τάχα η πληγή από το καυτό λαδί που είχε πέσει στην τρυφερή σάρκα του ώμου του, εκείνη τη θλιβερή νυχτιά. Πήρε το αυτί του τη φοβερή δοκιμασία στου Ταρτάρου τα σκότη που η μάνα του έβαλε την Ψυχή.  Έτσι το έσκασε, χωρίς κανείς να τον πάρει είδηση από το θεϊκό παλάτι και στου Πλούτωνα το θλιβερό παλάτι πήγε. Έφτασε τη στιγμή, που σωριαζόταν η Ψυχή έχοντας χάσει τις αισθήσεις της. Με μιας στο βάζο ξανάκλεισε τον Ύπνο και την αγαπημένη του έσφιξε στην αγκαλιά του. Μετά τη σήκωσε ανάλαφρα χτυπώντας τα φτερά και την έφερε στον Όλυμπο. 

Εκεί, σε μια σύναξη των θεών, με τη βοήθεια του Δία, τον οποίο τόσες φορές τον είχε βοηθήσει στους έρωτες του, σαϊτεύοντας τις όμορφες που είχε βάλει στο μάτι ο πατέρας των θεών, καταλάγιασε της μάνας του την οργή. Ο ίδιος ο Δίας, που αχάριστος δεν ήταν, πρωτοστάτησε για το μεγάλο γλέντι που στήθηκε στου Ολύμπου τα παλάτια, για την, επίσημη πια, γαμήλια ένωση του φτερωτού θεού με την θεόμορφη θνητή. Έτσι η Ψυχή έγινε επίσημα γυναίκα του Έρωτα και σαν δώρο της χαρίστηκε η αθανασία. Η ευτυχία τους σφραγίστηκε μετά από λίγο καιρό, όταν ήρθε στον κόσμο και ο καρπός της αγάπης τους, ένα πανέμορφο κοριτσάκι, η Ηδονή. 

 Θεοδόσης.Ν. Διακογιάννης

Φωτογραφία-Cupid and Psyche από Clodion ( 1814)

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Recent Posts Widget