Οδοιπορικό στη Παλιά Καρδάμενα
από τον Αχιλλέα Γ.Κουτσουράδη
Η ιδιαίτερα αγαπητή μου κυρία Ελένη Παπαχαρτοφύλη, η πιστή ανεψιά του αλησμόνητου Τάσου Καραναστάση και θεματοφύλακας της βιβλιοθήκης και του αρχείου του, είχε την καλοσύνη ,να μου παραδώσει μια επιστολή, που βρέθηκε στα χαρτιά του θείου της. Την έγραψε ο πατέρας μου, δικηγόρος Γιώργος Κουτσουράδης και την απηύθυνε στους παιδικούς φίλους και συμπατριώτες του Ηρακλή και Τάσο Καραναστάση, που κατοικούσαν τότε και εργάζονταν στην Αθήνα, μεταφέροντας τους το «άρωμα» του αγαπημένου τους χωριού, με την ευκαιρία της νοεμβριανής γιορτής των Αγίων Αναργύρων.
Την αναδημοσιεύω εδώ, αφιερώνοντας την στη μνήμη του συντάκτη και των αποδεκτών της και σε όλους τους νοσταλγούς ενός όχι ιδιαίτερα παλιού παρελθόντος.
Καρδάμενα 1/11/1959
Αγαπητοί μου Ηρακλή και Τάσο,
Αφορμήν μου έδωσε ο Αχιλλέας ,διότι τελειώνοντας την έκθεσή του θέλησε να βάλει και ημεροχρονολογία, όπως λέγουμε ημείς οι δικηγόροι, δεν θυμότανε και μ’αρώτησε. 31 Οκτωβρίου παιδί μου, και σταμάτησα….σκέφτηκα αμέσως, αύριο, 1η Νοεμβρίου των Αγίων Αναργύρων. Ήδη τα παιδιά του σχολείου Καρδαμένης θα γύρισαν από τον εσπερινό….μέσα στη ψυχή μου όμως άναψε η θύμησις και πήρα την απόφαση, αύριο είπα, πρέπει να είμαι στους Αγίους Αναργύρους. Με την σκέψη του ταξιδιού, με το μοτοσακό, έκλεισα τα μάτια, ονειροπόλησα και κοιμήθηκα. Αλλά στις 7 το πρωί είχα πάρει την γενναία απόφαση, παρόλλο που φύσαγε νοτιάς γερός και σιγοψυχάλιζε, ανεχώρουν δια την πατρώαν γή. Ο δρόμος μακρύς, η βροχή ψιλή και σιγανή και ο νοτιάς γερός. Ανέβηκα τες Κοκκινόγες και από το διάστελλο, την επί το επισημότερον διασταύρωση, δέχθηκα φάτσα τον αγέρα της Νοτιάς με τες χονδρές ψυχάλες, έβλεπα αφρισμένη την θάλασσα από τον Κάβο-Κριό και την Τήλο-Νίσυρο και τα κύματα αγριεμένα να σπάνε στην άμμο της Αγίας Βαρβάρας και πέρα από τον Γουρνιάτη προς τον κόρφο της Κεφάλου. Σε λίγο είμαι στον κάμπο και ήδη περνώ έξω από την εκκλησία του χωριού μας, γυρίζω τιμόνι και παίρνω στροφή προς τον Αγρελλο, προς του Πατσή το κτήμα, τον ψηλό γκρεμό και σε λίγο σταθμεύω γιατί το μοτοσακό δεν προχωρεί. Είναι το ανέβασμα προς το μέρος του Χατζηάμαλλου. Σε όλη αυτή την διαδρομή, κοπέλλες και μαθητούδια, δηλαδή από του Μάρκου τις συκιές μέχρι κοντά στο μοναστηράκι, κόσμος και κόσμος. Νόμιζα ότι θα έφθανα στην απόλυση και όταν είδα τα παιδιά του σχολείου με τους δασκάλους να προχωρούν μπήκα και εγώ στη γραμμή και ξανάζησα τα παιδικά μου.
Τέλος να το μοναστηράκι, πιο όμορφο,πιο αξιαγάπητο δεν μπορεί να είναι άλλο στον κόσμο, το άσπρο εκκλησάκι, το φτωχό με ένα πέτρινο σταυρό. Κόσμος και κόσμος μαζεμένος μπροστά από το παλιό σχολείο που είναι τώρα το σπίτι της καλογριάς. Τι σύμπτωση. Ο γιος του Φτίμιου με κοφίνια γλυκολέμονα, εκεί ο «Φαραώ» με καραμέλες και φιστίκια, παρεκεί ένας φωτογράφος. Περνώ το μικρό γεφυράκι, και μπαίνω στη εκκλησίτσα. Ανάβω ένα κερί για τον εαυτό μου και από ένα για σας, γιατί πίστεψα πώς είμεθα και οι τρεις μαζί. Σταμάτησα κοντά στο δεσποτικό, ψάλανε τα παιδιά, μέσα ο παπά-Κωσταντής, Τα Άγια τοις Αγίοις….Ήρθανε από την επιτροπή να με πάρουν στο παγκάριο, τους παρεκάλεσα να με αφήσουν εκεί μου ήμουν, δηλαδή δίπλα στο δεσποτικό. Το μάτι μου πάντα στην επιγραφή:ΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΑΝΕΣΚΙΔΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΑΙΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ 1854.Το μυαλό μου στρέφεται στα 105 χρόνια πίσω, όταν ο συμαίος αυτός έφτιαχνε τις εικόνες του. Ενας αιώνας πίσω, ένας μεγάλος χρόνος που πέρασε, φτωχέ Συμαίε, κανείς δεν σε σκέπτεται, παρά μονάχα εγώ που σε διαβάζω τώρα και αναπολώ. 105 χρόνια, ένας αιώνας και εσύ πάντα εδώ στο δεσποτικό. Γραμμένο με το χέρι σου διαλαλείς ότι ένας αιώνας δεν σε έκανε να ξεχασθείς. Που να φύγω εγώ λοιπόν κοντά από το δεσποτικό. Από την αριστερή πλευρά είναι ένα παραθύρι και αγναντεύω τον αντίκρυ λόφο. Η « τσούλλα»,ο δρόμος προς την Αντιμάχεια. Ακόμα βλέπω από το ανοικτό παράθυρο την φοινικιά. Άλλος στόχος αυτός .Θα είναι και τούτο το δένδρο ενός αιώνα. Εχει ύψος μεγάλο, πολύ μεγάλο. Ποιος να το φύτεψε. Πόσο θα ζήσει ακόμα. Δεν έγραψε ο φυτεψας την χρονολογία, σαν τον Συμιακό μας με τις εικόνες του. Να και το παλιό μας σχολείο, που οι παππούδες μας φοιτούσαν να μάθουν το χτοήχι και τον Απόστολο. Θεέ μου, πώς μπόρεσαν και έζησαν και πρόκοψαν αυτοί οι ξεριζωμένοι άνθρωποι και είχαν και κοινό ταμείο για να φτιάχνουν ναούς και τέμπλα και εικόνες από καλούς τεχνίτες. Που ενδιαφέρονταν για τα κοινά, για να μας δώσουν σε μας την ζωή, την παράδοση. Την μνήμη των σκέπτομαι και από ψυχής συντετριμμένης αναφωνώ ,να είναι αιωνία σας η μνήμη. Και όταν ο παπάς με την εικόνα των εορταζόντων Αγίων έφτασε πίσω από το ιερό για να μνημονεύσει, ενοριτών και συνδρομητών του ιερού τούτου ναού, υπέρ κοπιόντων και ψαλλόντων ,έψαλλα και εγώ την ευχή μου και όταν ύστερα ο ίδιος παπάς σταμάτησε στη πόρτα του μοναστηριού για να φιλήσουν την εικόνα, δεν βάσταξα…το βλέπετε με την φωτογραφία που τα λεει όλα…και δεν θα πείτε ότι ο Κουτσουράδης είχε πάλι ίστρο και μας αράδιασε τους στοχασμούς του. Εμμάρτυρος απόδειξις και ο Κώστα ο Χατζημπαλής.
Με φιλία και αγάπη
Γιώργης Κουτσουράδης
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Φωτογραφίες πρόσφατες από τον ναό των Αγ.Αναργύρων της Παλιάς Καρδάμαινας