Τώρα είν’ αποκριές που χορεύουν κι οι γριές
Έτσι τραγουδούσαν παλιά τις μέρες του γλεντιού και της αποκριάς, λίγο πριν αρχίσει η μεγάλη σαρακοστή με τις νηστείες και τις προσευχές της. Εμείς με την ευκαιρία των ημερών θυμηθήκαμε ένα ευτράπελο επίγραμμα του Σάμιου Φιλητά καθώς και τον 6ο μιμίαμβο του Ηρώνδα και σας το παρουσιάζουμε γιατί ταιριάζει με τις μέρες αυτές.
Πεντικονταέτης και επί πλέον η φιλέραστος
Νικιάς εις νηόν Κύπριδος εκρέμασεν
σάνδαλα και χαίτης ανέλιγμα, τον δε διαυγή
χαλκόν, ακριβείης ουκ’ απολειπόμενον
και ζώνην πολύτιμον, ά τα’ ου φωνητά προς ανδρός
αλλ’ εσορής πάσης Κύπριδος οπτασίην.
(Σε μετάφραση.)
Η πενηντάρα η Νικιάς η πολυαγαπημένη
μες στο ναό της Κύπριδας κρέμασε τα σανδάλια,
μπούκλες απ’ τα μαλλάκια της, καθώς και τον καθρέφτη
τον γυαλισμένο κι ακριβό, και την πανώρια ζώνη,
κι αυτά που δεν είναι σωστό οι άνδρες να τα ξέρουν.
Την οπτασία της θεάς θα δεις της Αφροδίτης.
Ένα επίγραμμα από τα δεκαέξι που σώζονται, του Φιλητά του Σάμιου. Ο Μελέαγρος το συμπεριέλαβε στον στέφανο του που έγραψε στην Κω στα γεράματα του, και έτσι διασώθηκε αφού περιλήφθηκε στην Ελληνική Ανθολογία του Κεφαλά που επονομάστηκε Παλατινή.
Στον κώδικα του Βατικανού ο ποιητής του επιγράμματος έχει την προσωνυμία Σάμιος για να ξεχωρίζει από τον άλλο Φιλητά τον Κώο. Ο δικός μας Φιλητάς που έζησε περίπου στην περίοδο από το 334 έως το 270 π.Χ. Πήγε στην Αλεξάνδρεια καλεσμένος από τον Πτολεμαίο τον Α΄ για να γίνει δάσκαλος του γιου του, του ξακουστού Πτολεμαίου του Φιλάδελφου που είχε γεννηθεί στην Κω. Ο Καλλίμαχος τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση και ο Θεόκριτος τον αναφέρει με θαυμασμό στο 7ο του ειδύλλιο. Κατά την παράδοση μάλιστα, ο Θεόκριτος υπήρξε μαθητής του. Η Σούδα μας πληροφορεί ότι έγραψε επιγράμματα και ερωτικές ελεγείες που τις αφιέρωνε στην ερωμένη του την Βιττίδα. ¨Ήταν τόσο μικρόσωμος και μικροκαμωμένος που φορούσε σανδάλια με μολυβένιους πάτους για να μην τον παίρνει ο αέρας.
Για τον άλλο Φιλητά τον Σάμιο εκτός από το όνομα και την καταγωγή του ξέρουμε ότι ήταν ένας ξακουστός επιγραμματοποιός που έζησε στα χρόνια του Φιλίππου και του Αλέξανδρου και σαν άριστος γραμματικός προσκλήθηκε κι αυτός από τον Πτολεμαίο στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας για να γίνει δάσκαλος του Φιλάδελφου. Έγραψε πολλές ελεγείες και επιγράμματα από τα οποία διασώθηκαν μόνο 16. Θεωρείται δε κορυφαίος επιγραμματοποιός.
Αυτός λοιπόν ο Σάμιος Φιλητάς θέλοντας να γράψει ένα αναθηματικό επίγραμμα για την Θεά Αφροδίτη (Κύπριδα), βάζει μιαν εταίρα, την Νικιάδα που ‘χε πια ξεπεράσει τα πενήντα να αφιερώσει στο ναό της θεάς του Έρωτα τον ερωτικό της εξοπλισμό.
Ο ποιητής την θέλει πενηντάρα και βάλε σαν να λέγαμε σήμερα μια συνταξιούχο του επαγγέλματος.
Ποια εργαλεία λοιπόν από το επάγγελμα της θα αναθέσει η «φιλέραστος» εταίρα;
Τα σανδάλια της. Ήταν τα πρώτα που έβγαζε πριν ξαπλώσει με τον εραστή της στο κρεβάτι. Τα σανδάλια οι θήκες των ποδιών που πολλοί τα βλέπουν σαν όργανα ερωτικά της γυναίκας. Σήμερα έχουμε τα παπούτσια χονδροειδή ή χαριτωμένα που για την κατασκευή τους οι σχετικές βιομηχανίες κάνουν μελέτες και μελέτες για να καθορίσουν το σχήμα τους, το ύψος του τακουνιού το άνοιγμα του δέρματος του θα επιτρέπει τη θέαση της τρυφερής σάρκας του ποδιού που προεξέχει ερεθιστικά και δημιουργούν μόδα η οποία έρχεται παρέρχεται και επανέρχεται διαχρονικά. Στην αρχαία Κίνα ειδικοί για τα πόδια σταρλατάνοι παραμόρφωναν τα κόκαλα του ποδιού με έναν κτηνώδη τρόπο, χρησιμοποιώντας ένα σύστημα επιδέσμων που μετέτρεπαν το πόδι σε ένα πόδι λωτού, το οποίο χρησιμοποιούσαν σαν ένα ξεχωριστό σεξουαλικό όργανο (φαλλικό, κολπικό και αυνανιστικό).
Και αμέσως μετά μερικές μπούκλες από τα σγουρά της τα μαλλιά που δέχτηκαν τόσα χάδια και που τόσο τα λάτρεψαν για την απαλότητα τους και τη γυαλάδα τους οι κατά καιρούς εραστές της. Τα μαλλιά που όλοι γνωρίζουμε την απαλή κινητικότητα τους καθώς πέφτουν από το κεφάλι σε ωραιότατες τούφες, από την εποχή της Νεφερτίτης ως την κατάξανθη Μονρόε, η μόδα, οι κυρίες, και οι βιομηχανίες που ασχολούνται με τους χρωματισμούς τους την γυαλάδα τους το φούντωμα τους δε σταματούν να τα καταστούν ερωτικά.
Και τον γυαλιστερό μπρούτζινο καθρέφτη της που λάμπει ακόμα κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια, τόσα χρόνια που της έδειχνε το υπέροχο, το λατρεμένο της σώμα, σε στάσεις κάθετες και οριζόντιες. Τον καθρέφτη που η παράδοση τον θέλει μαγικό σύμβολο. Μπροστά στον καθρέφτη που μιλούσε και στεκόταν κι’ ερωτούσε αν υπάρχει ωραιότερη γυναίκα στον κόσμο η ανταγωνίστρια μητριά της Χιονάτης;
Φαίνεται ότι ήταν συνήθεια των εταιρών να αφιερώνουν τον καθρέπτη τους στην Αφροδίτη μετά τη συνταξιοδότηση τους. Ένας άγνωστος αρχαίος συγγραφέας μας διηγείται ότι η Λαΐς η πανέμορφη και ξακουστή εταίρα στο τέλος της ζωής της δώρισε στο ναό της Αφροδίτης τον καθρέφτη της συνοδεύοντας τον με την παρακάτω επιγραφή: «Αυτή που κάποτε η Ελλάδα φαρμακερά τη χλεύαζε, τα δωμάτια της οποίας ήταν γεμάτα εραστές, η Λαΐς, αφιερώνει τον καθρέφτη στην Παφία. Δε θέλω απ’ εδώ και εμπρός να βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Όπως ήμουν, δε με δείχνει ο καθρέφτης».
Η Λαΐς ήταν σύγχρονη της Ασπασίας. Καταγόταν από την Κόρινθο. Ήταν τόσο ωραία που όλοι οι γλύπτες και οι ζωγράφοι της εποχής της έτρεχαν πίσω της για να αποθανατίσουν το υπέροχο σώμα της. Είχε μαζέψει τόσο χρήμα που το παλάτι της και οι κήποι της στην Κόρινθο έκαναν υπερήφανους τους κατοίκους της πόλης. Όταν πέθανε γριά και εγκαταλειμμένη από τους εραστές της ολόκληρη η Κόρινθος πένθησε το θάνατο της.
Κι ύστερα τη ζώνη την πολύτιμη. Τη ζώνη που συγκρατεί το ιμάτιο τόσο κοντά στην ευαίσθητη περιοχή. Τη ζώνη που στα αρχαία χρόνια όποια την έλυνε παρέδινε στον εραστή το πολιορκημένο κάστρο.
Μα με τη ζώνη τελείωσε η αφιέρωση; Όχι βέβαια.
Μαζί με όλα αυτά αφιέρωσε η Νικιάς και τα «ΟΥ ΦΩΝΗΤΑ» δηλαδή αυτά που δεν επιτρέπονται να ειπωθούν από τους άνδρες. Ο ποιητής εδώ αναγκάζεται για να μην προκαλέσει για να μην ερεθίσει τους αναγνώστες του, να χρησιμοποιήσει ένα τέχνασμα να μην πει τα πράγματα με το όνομα τους αλλά να τα συγκαλύψει με δυο λεξούλες «ου φωνητά».
Τι ήταν όμως αυτά τα «ου φωνητά»; Μήπως ήταν τα μικροσκοπικά και κομψά πήλινα βαζάκια που έβαζε μέσα τα αρώματα της; Μήπως το ξυράφι που χρησιμοποιούσε για την αποτρίχωση της; Μήπως το κοκκινάδι με το οποίο έβαφε τα ηδονικά της χείλη ή μήπως το λυχνάρι της νύχτας σύντροφος της πιστός, τόσα χρόνια τώρα, που έβλεπε ότι γινόταν στην κρεβατοκάμαρα της; Ασφαλώς τίποτα από όλα αυτά που αναφέραμε.
Και ο αναγνώστης αρχίζει να εξάπτεται. Ποιος τάχα θα του λύσει την απορία; Ποιος
θα του δώσει απάντηση στο ερώτημα του;
Στο ερώτημα απάντηση θα δώσει ο Κώος μιμιαμβογράφος Ηρώνδας που στον 6ο του μιμίαμβο με τίτλο «Φιλιάζουσαι ή ιδιάζουσαι», βάζει δύο φιληνάδες την Μητρώ και την Κοριττώ να συζητούν και να διαπληκτίζονται για τον κόκκινο βαυβώνα.
ΦΙΛΙΑΖΟΥΣΑΙ Ή ΙΔΙΑΖΟΥΣΑΙ
ΚΟΡΙΤΤΩ (Στη φίλης της Μητρώ που έρχεται να την επισκεφθεί)
Κάτσε Μητρώ. (Στη δούλα της) Βαλ’ το σκαμνί να κάτσει η κυρία
Σήκω λοιπόν, πρέπει εγώ, όλα να σου τα λέω;
μονάχη σου πια τίποτα κακόμοιρη δεν κάνεις
Μα το θεό στο σπίτι αυτό τούβλο είσαι παρά δούλα
όταν σερβίρω το φαΐ, τα ψίχουλα μετράεις
κι αν πέσει χάμω τόσο δα μουγκρίζεις όλη μέρα.
κι οι τοίχοι δεν αντέχουνε τους αναστεναγμούς σου.
Τώρα που σε χρειάζομαι τον τοίχο σφουγγαρίζεις
κλέφτρα.. χρωστάς χάρη σ’ αυτήν αλλιώς θα τις αρπούσες
απ’ τα ίδια τα χέρια μου.
ΜΗΤΡΩ
Βρε Κοριττώ τα ίδια
τραβάς με μένανε και συ. Κι εγώ τα δόντια τρίζω
κι εγώ γαυγίζω σαν σκυλί πάντοτε μέρα νύχτα
στα τέρατα. Αλλ’ άκουσε με προσοχή γιατί ήρθα.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Ξεκουμπιστείτε από δω χαθείτε από μπροστά μας,
αφτιά και γλώσσα μοναχά και στ’ άλλα, αραλίκι…
ΜΗΤΡΩ
Φίλη καλή μου Κοριττώ μην πεις κανένα ψέμα
παρακαλώ ποιος σούραψε τον κόκκινο βαυβώνα;
ΚΟΡΙΤΤΩ
Πες μου που το ‘δες βρε Μητρώ εσύ αυτό το πράμα;
ΜΗΤΡΩ
Το ‘χε προχτές της Έριννας η κόρη, η Νοσσίδα.
Ναι μα την πίστη μου όμορφο είν’ ένα τέτοιο δώρο.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Και η Νοσσίδα από πού το πράμα αυτό το πήρε;
ΜΗΤΡΩ
Εάν το πω σε σένανε δε θα με ματρυρήσεις;
ΚΟΡΙΤΤΩ
Όσα μου πεις, στ’ ορκίζομαι στα μάτια μου Μητρώ μου,
κανένας απ’ της Κοριττώς το στόμα δε θ’ ακούσει.
ΜΗΤΡΩ
Η Ευβούλη, η κόρη της Βιτάς τόδωσε, και της είπε,
να το κρατήσει μυστικό, κανείς να μην το μάθει.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Γυναίκες… Η γυναίκα αυτή να δεις θα με πεθάνει
εγώ που την λυπήθηκα σαν με παρακαλούσε
της το ‘δωσα Μητρώ προτού το χρησιμοποιήσω,
κι αυτή αμέσως τα’ άρπαξε σαν να το βρήκε χάμω
και το δωρίζει εδώ κι εκεί σ’ αυτές που δεν αξίζουν
αφού είναι τέτοια άπιστη στο διάβολο να πάει
κι ας ψάξει φίλη για να βρει αντί για μας μιαν άλλη.
Ακούς εκεί το πράμα μου να δώσει στη Νοσσίδα;
σ’ αυτήν που ότι και να πω, κι όποιον κι αν κάμω λόγο,
-συγχώρα με Αδράστεια-, χίλια κομμάτια να ‘χα
κανένα δεν της έδινα ούτ’ ένα ψωριασμένο.
ΜΗΤΡΩ
Δεν πρέπει όμως Κοριττώ εύκολα να θυμώνεις
αν λόγο ανόητο ακούς, πρέπει η καλή γυναίκα
να ‘χει πολλή υπομονή, γι’ αυτό, εγώ τα φταίω
που άνοιξα το στόμα μου, ας μού ‘κοβαν τη γλώσσα.
Ωστόσο αυτό που ρώτησα, ποιος σου τον έχει ράψει;
αν μ’ αγαπάς, να μου το πεις, γελάς και με κοιτάζεις;
τώρα τη βλέπεις τη Μητρώ πρώτη φορά στ’ αλήθεια;
στα πόδια πέφτω Κοριττώ μην πεις κανένα ψέμα
μον’ πες μου ποιος σου το ‘ραψε.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Αλήθεια με παρακαλείς;
Ο Κέρδωνας μου το ‘ραψε.
ΜΗΤΡΩ
Ποιος Κέρδωνας για πες μου
γιατί είναι δυο οι Κέρδωνες, ένας γαλανομάτης,
της Μυρταλίνας γείτονας, κόρης της Κυλαιθίδας
αλλά αυτός ούτε χορδή στη λύρα να χτυπήσει,
δε ξέρει με το πράμα του. Στη συνοικία ο άλλος
του Ερμοδώρου έμενε, μετά από την πλατεία,
αλλά είναι γέρος τώρα πια, τον είχε η Καλαιθίδα,
γκόμενο η μακαρίτισσα, θεός να τη σχορέσει.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Δεν είν’ εκείνος ούτε αυτός όπως τον λες Μητρώ μου
μα κάποιος απ’ τις Ερυθρές ίσως κι από τη Χίο
και ήρθε εδώ. Ένας κοντός μοιάζει με τον Πραξίνο
και φαλακρός, ομοιότητα, μοιάζουνε σαν δυο σύκα.
μα σαν μιλήσει ο Κέρδωνας ευτύς καταλαβαίνεις
πως είναι άλλος που μιλά και όχι ο Πραξίνος
Στο σπίτι του εργάζεται και στα κρυφά πουλάει
γιατί τα καταστήματα τα ελέγχει η Εφορία.
Όμως τι έργα φτιάχνει αυτός, της Αθηνάς τα έργα
αυτής τα χέρια θάβλεπες στου Κέρδωνα τα χέρια
Και γω Μητρώ, γιατί είχε δυο στα χέρια του κρατώντας,
εγούρλωσα τα μάτια μου και τά ‘βλεπα με πόθο
δεν είναι τόσο όρθια τα ανδρικά αιδοία
- είμαστε τάχα μοναχές-; Κι όχι μονάχα όρθια,
μα είναι και πιο μαλακά ακόμα κι απ’ τον ύπνο
και οι τιράντες, πούπουλα όχι λουριά. Κι αν ψάξεις,
για τις γυναίκες δε θα βρεις άλλο τέτοια τσαγκάρη
ΜΗΤΡΩ
Γιατί λοιπόν το άφησες το δεύρο το πράμα;
ΚΟΡΙΤΤΩ
Και τι, Μητρώ, δε έκαμα θέλοντας να τον πείσω;
τον φίλησα, του χάιδεψα με χάρη τη φαλάκρα
του έχυσα γλυκό κρασί να πιει χαϊδολογώντας
και μοναχά το σώμα μου δεν του ‘πα να πηδήξει.
ΜΗΤΡΩ
Έπρεπε αν στο ζήταγε, έπρεπε να το δώσεις.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Ναι φυσικά, μα η στιγμή κατάλληλη δεν ήταν,
γιατί μπήκε στη μέση μας, πια; του Βιτά η δούλα
μερονυχτίς το μήλο μου τρίβωντας τον σκουριάζει
και δε δίνει λίγα λεπτά να φτιάξει το δικό της.
ΜΗΤΡΩ
Και πως αυτός το δρόμο σου χρυσή μου τον εβρήκε;
πες μου καλή μου Κοριττώ, μην πεις κανένα ψέμα.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Τον έστειλε η Άρτεμης και του ‘δειξε το σπίτι
αυτή η κόρη του Κανδά εκείνου του τσαγκάρη.
ΜΗΤΡΩ
Πάντα λοιπόν η Άρτεμης κάτι καινούργιο βρήσκει
ρουφώντας όλο το κρασί που πίνουν οι ρουφιάνες.
Αφού λοιπόν τα δυο δαυλιά δε μπόρεσες να πάρεις
θα έπρεπε να μάθαινες το άλλο ποια το πήρε.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Τον παρακάλεσα πολύ μα όρκο είχε πάρει
να μην το πει, κι αρκέστηκε μόνο σ’ αυτά Μητρώ μου.
ΜΗΤΡΩ
Το δρόμο τώρα δείξε μου στης Άρτεμης που πάει
θα μάθω αυτός ο Κέρδωνας πραγματικά ποιος είναι.
Για σου καλή μου Κοριττώ βλέπεις αυτό πεινάει
να το ταΐσω ειν’ ώρα του.
ΚΟΡΙΤΤΩ
(Στη δούλα) Ε, συ την πόρτα κλείσε
άντε μωρή κλοσσοπουλού και μέτρησε τις κότες
αν ειν’ σωστές και ρίξε τους και λίγα άγρια χόρτα
γιατί στ’ αλήθεια τις αρπούν αυτοί οι κλευτοκοτάδες
όσο καλά κι αν τις φυλάς στου κόλπου σου την τρύπα.
Τον βαυβώνα έραψε ο σκυτεύς (τσαγκάρης) Κέρδωνας που δεν έχει δικό του μαγαζί αλλά δουλεύει κρυφά στο σπίτι του γιατί φοβάται την εφορία που κατακλέβει τους τεχνίτες. Όμως τα έργα του, αληθινά καλλιτεχνήματα, είναι σαν να βγήκαν από τα χέρια της θεάς Αθηνάς της Εργάνης. Όταν ήλθε στο σπίτι της, λέει η Κοριττώ, κρατούσε στα χέρια του δύο «πράματα» που μόλις τα είδε γούρλωσε τα μάτια της από τον πόθο. Ούτε τα ανδρικά αιδοία δεν είναι τόσο όρθια και μόνο αυτό; ήταν και τα δύο τόσο μαλακά σαν όνειρο και οι τιράντες σαν πούπουλο, όχι λουριά.
Να λοιπόν που μάθαμε για τον «βαυβώνα» πως δούλευε με τιράντες και όχι με λουριά, αυτό το όργανο που κατασκευαζόταν με δέρμα μαλακό και που ξετρέλανε την Κοριττώ του Ηρώνδα και που σήμερα εκτίθεται στα «sex chop» σε χίλιες δυο παραλλαγές και ποικιλίες, λαστιχένιο ή πλαστικό, τεχνικό ομοίωμα του ανδρικού μορίου που για να δονείται του ενσωματώνουν και μηχανισμό που δουλεύει με μπαταρίες.
Αυτά λοιπόν για τα «ου φωνητά» από το επίγραμμα του άλλου Φιλητά από τη Σάμο που με το αξέχαστο επίγραμμα του μας παρέσυρε και γράψαμε μια τόσο μεγάλη σελίδα.
Θεοδόσης Διακογιάννης
Βιβλιογραφία
Κώστας Ι. Πτίνης: Ιστορία της Σάμου. Από τα Μυθικά χρόνια μέχρι τον
17ο αι. μ.Χ. Σάμος 1992.
Βασίλειος Γ.Μανδηλαρας: Οι Μίμοι του Ηρώνδα. Εκδόσεις Καρδαμίτσα.
Θεοδόσης Ν. Διακογιάννης: Οι 8 Μιμίαμβοι του Ηρώνδα. Έμμετρη μετάφραση.
(Ανέκδοτο)
Σωτήρης Κακίσης, Στέφανος Κουμανούδης: Ηρώνδας, Επτά μιμίαμβοι. Ύψιλον
βιβλία.
Γιώργης Ν.Κουκούλης, Ηρώνδα Μίμοι, Αναγνωστήριο Καλύμνου «ΑΙ
ΜΟΥΣΑΙ»
Αγησιλάου Ντόκα Η ερωτική ζωή των Αρχαίων Ελλήνων. Εκδοτικός
οίκος Αστήρ Αλ.& Ε. Παπαδημητρίου.
Βασίλ. Ι.Λαζανά Τα αρχαία Ελληνικά ερωτικά επιγράμματα
Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα.
Lamberto Di Gregorio Eronda Mimiambi (V-XIII) Εκδόσεις V&P
Robert Flaceliere Ο Έρωτας στην αρχαία Ελλάδα
Εκδόσεις Δημ. Παπαδήμα
Roger Dadoun Ο Ερωτισμός Εκδόσεις Το Βήμα γνώση.
τραβάς με μένανε και συ. Κι εγώ τα δόντια τρίζω
κι εγώ γαυγίζω σαν σκυλί πάντοτε μέρα νύχτα
στα τέρατα. Αλλ’ άκουσε με προσοχή γιατί ήρθα.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Ξεκουμπιστείτε από δω χαθείτε από μπροστά μας,
αφτιά και γλώσσα μοναχά και στ’ άλλα, αραλίκι…
ΜΗΤΡΩ
Φίλη καλή μου Κοριττώ μην πεις κανένα ψέμα
παρακαλώ ποιος σούραψε τον κόκκινο βαυβώνα;
ΚΟΡΙΤΤΩ
Πες μου που το ‘δες βρε Μητρώ εσύ αυτό το πράμα;
ΜΗΤΡΩ
Το ‘χε προχτές της Έριννας η κόρη, η Νοσσίδα.
Ναι μα την πίστη μου όμορφο είν’ ένα τέτοιο δώρο.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Και η Νοσσίδα από πού το πράμα αυτό το πήρε;
ΜΗΤΡΩ
Εάν το πω σε σένανε δε θα με ματρυρήσεις;
ΚΟΡΙΤΤΩ
Όσα μου πεις, στ’ ορκίζομαι στα μάτια μου Μητρώ μου,
κανένας απ’ της Κοριττώς το στόμα δε θ’ ακούσει.
ΜΗΤΡΩ
Η Ευβούλη, η κόρη της Βιτάς τόδωσε, και της είπε,
να το κρατήσει μυστικό, κανείς να μην το μάθει.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Γυναίκες… Η γυναίκα αυτή να δεις θα με πεθάνει
εγώ που την λυπήθηκα σαν με παρακαλούσε
της το ‘δωσα Μητρώ προτού το χρησιμοποιήσω,
κι αυτή αμέσως τα’ άρπαξε σαν να το βρήκε χάμω
και το δωρίζει εδώ κι εκεί σ’ αυτές που δεν αξίζουν
αφού είναι τέτοια άπιστη στο διάβολο να πάει
κι ας ψάξει φίλη για να βρει αντί για μας μιαν άλλη.
Ακούς εκεί το πράμα μου να δώσει στη Νοσσίδα;
σ’ αυτήν που ότι και να πω, κι όποιον κι αν κάμω λόγο,
-συγχώρα με Αδράστεια-, χίλια κομμάτια να ‘χα
κανένα δεν της έδινα ούτ’ ένα ψωριασμένο.
ΜΗΤΡΩ
Δεν πρέπει όμως Κοριττώ εύκολα να θυμώνεις
αν λόγο ανόητο ακούς, πρέπει η καλή γυναίκα
να ‘χει πολλή υπομονή, γι’ αυτό, εγώ τα φταίω
που άνοιξα το στόμα μου, ας μού ‘κοβαν τη γλώσσα.
Ωστόσο αυτό που ρώτησα, ποιος σου τον έχει ράψει;
αν μ’ αγαπάς, να μου το πεις, γελάς και με κοιτάζεις;
τώρα τη βλέπεις τη Μητρώ πρώτη φορά στ’ αλήθεια;
στα πόδια πέφτω Κοριττώ μην πεις κανένα ψέμα
μον’ πες μου ποιος σου το ‘ραψε.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Αλήθεια με παρακαλείς;
Ο Κέρδωνας μου το ‘ραψε.
ΜΗΤΡΩ
Ποιος Κέρδωνας για πες μου
γιατί είναι δυο οι Κέρδωνες, ένας γαλανομάτης,
της Μυρταλίνας γείτονας, κόρης της Κυλαιθίδας
αλλά αυτός ούτε χορδή στη λύρα να χτυπήσει,
δε ξέρει με το πράμα του. Στη συνοικία ο άλλος
του Ερμοδώρου έμενε, μετά από την πλατεία,
αλλά είναι γέρος τώρα πια, τον είχε η Καλαιθίδα,
γκόμενο η μακαρίτισσα, θεός να τη σχορέσει.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Δεν είν’ εκείνος ούτε αυτός όπως τον λες Μητρώ μου
μα κάποιος απ’ τις Ερυθρές ίσως κι από τη Χίο
και ήρθε εδώ. Ένας κοντός μοιάζει με τον Πραξίνο
και φαλακρός, ομοιότητα, μοιάζουνε σαν δυο σύκα.
μα σαν μιλήσει ο Κέρδωνας ευτύς καταλαβαίνεις
πως είναι άλλος που μιλά και όχι ο Πραξίνος
Στο σπίτι του εργάζεται και στα κρυφά πουλάει
γιατί τα καταστήματα τα ελέγχει η Εφορία.
Όμως τι έργα φτιάχνει αυτός, της Αθηνάς τα έργα
αυτής τα χέρια θάβλεπες στου Κέρδωνα τα χέρια
Και γω Μητρώ, γιατί είχε δυο στα χέρια του κρατώντας,
εγούρλωσα τα μάτια μου και τά ‘βλεπα με πόθο
δεν είναι τόσο όρθια τα ανδρικά αιδοία
- είμαστε τάχα μοναχές-; Κι όχι μονάχα όρθια,
μα είναι και πιο μαλακά ακόμα κι απ’ τον ύπνο
και οι τιράντες, πούπουλα όχι λουριά. Κι αν ψάξεις,
για τις γυναίκες δε θα βρεις άλλο τέτοια τσαγκάρη
ΜΗΤΡΩ
Γιατί λοιπόν το άφησες το δεύρο το πράμα;
ΚΟΡΙΤΤΩ
Και τι, Μητρώ, δε έκαμα θέλοντας να τον πείσω;
τον φίλησα, του χάιδεψα με χάρη τη φαλάκρα
του έχυσα γλυκό κρασί να πιει χαϊδολογώντας
και μοναχά το σώμα μου δεν του ‘πα να πηδήξει.
ΜΗΤΡΩ
Έπρεπε αν στο ζήταγε, έπρεπε να το δώσεις.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Ναι φυσικά, μα η στιγμή κατάλληλη δεν ήταν,
γιατί μπήκε στη μέση μας, πια; του Βιτά η δούλα
μερονυχτίς το μήλο μου τρίβωντας τον σκουριάζει
και δε δίνει λίγα λεπτά να φτιάξει το δικό της.
ΜΗΤΡΩ
Και πως αυτός το δρόμο σου χρυσή μου τον εβρήκε;
πες μου καλή μου Κοριττώ, μην πεις κανένα ψέμα.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Τον έστειλε η Άρτεμης και του ‘δειξε το σπίτι
αυτή η κόρη του Κανδά εκείνου του τσαγκάρη.
ΜΗΤΡΩ
Πάντα λοιπόν η Άρτεμης κάτι καινούργιο βρήσκει
ρουφώντας όλο το κρασί που πίνουν οι ρουφιάνες.
Αφού λοιπόν τα δυο δαυλιά δε μπόρεσες να πάρεις
θα έπρεπε να μάθαινες το άλλο ποια το πήρε.
ΚΟΡΙΤΤΩ
Τον παρακάλεσα πολύ μα όρκο είχε πάρει
να μην το πει, κι αρκέστηκε μόνο σ’ αυτά Μητρώ μου.
ΜΗΤΡΩ
Το δρόμο τώρα δείξε μου στης Άρτεμης που πάει
θα μάθω αυτός ο Κέρδωνας πραγματικά ποιος είναι.
Για σου καλή μου Κοριττώ βλέπεις αυτό πεινάει
να το ταΐσω ειν’ ώρα του.
ΚΟΡΙΤΤΩ
(Στη δούλα) Ε, συ την πόρτα κλείσε
άντε μωρή κλοσσοπουλού και μέτρησε τις κότες
αν ειν’ σωστές και ρίξε τους και λίγα άγρια χόρτα
γιατί στ’ αλήθεια τις αρπούν αυτοί οι κλευτοκοτάδες
όσο καλά κι αν τις φυλάς στου κόλπου σου την τρύπα.
Τον βαυβώνα έραψε ο σκυτεύς (τσαγκάρης) Κέρδωνας που δεν έχει δικό του μαγαζί αλλά δουλεύει κρυφά στο σπίτι του γιατί φοβάται την εφορία που κατακλέβει τους τεχνίτες. Όμως τα έργα του, αληθινά καλλιτεχνήματα, είναι σαν να βγήκαν από τα χέρια της θεάς Αθηνάς της Εργάνης. Όταν ήλθε στο σπίτι της, λέει η Κοριττώ, κρατούσε στα χέρια του δύο «πράματα» που μόλις τα είδε γούρλωσε τα μάτια της από τον πόθο. Ούτε τα ανδρικά αιδοία δεν είναι τόσο όρθια και μόνο αυτό; ήταν και τα δύο τόσο μαλακά σαν όνειρο και οι τιράντες σαν πούπουλο, όχι λουριά.
Να λοιπόν που μάθαμε για τον «βαυβώνα» πως δούλευε με τιράντες και όχι με λουριά, αυτό το όργανο που κατασκευαζόταν με δέρμα μαλακό και που ξετρέλανε την Κοριττώ του Ηρώνδα και που σήμερα εκτίθεται στα «sex chop» σε χίλιες δυο παραλλαγές και ποικιλίες, λαστιχένιο ή πλαστικό, τεχνικό ομοίωμα του ανδρικού μορίου που για να δονείται του ενσωματώνουν και μηχανισμό που δουλεύει με μπαταρίες.
Αυτά λοιπόν για τα «ου φωνητά» από το επίγραμμα του άλλου Φιλητά από τη Σάμο που με το αξέχαστο επίγραμμα του μας παρέσυρε και γράψαμε μια τόσο μεγάλη σελίδα.
Θεοδόσης Διακογιάννης
Βιβλιογραφία
Κώστας Ι. Πτίνης: Ιστορία της Σάμου. Από τα Μυθικά χρόνια μέχρι τον
17ο αι. μ.Χ. Σάμος 1992.
Βασίλειος Γ.Μανδηλαρας: Οι Μίμοι του Ηρώνδα. Εκδόσεις Καρδαμίτσα.
Θεοδόσης Ν. Διακογιάννης: Οι 8 Μιμίαμβοι του Ηρώνδα. Έμμετρη μετάφραση.
(Ανέκδοτο)
Σωτήρης Κακίσης, Στέφανος Κουμανούδης: Ηρώνδας, Επτά μιμίαμβοι. Ύψιλον
βιβλία.
Γιώργης Ν.Κουκούλης, Ηρώνδα Μίμοι, Αναγνωστήριο Καλύμνου «ΑΙ
ΜΟΥΣΑΙ»
Αγησιλάου Ντόκα Η ερωτική ζωή των Αρχαίων Ελλήνων. Εκδοτικός
οίκος Αστήρ Αλ.& Ε. Παπαδημητρίου.
Βασίλ. Ι.Λαζανά Τα αρχαία Ελληνικά ερωτικά επιγράμματα
Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα.
Lamberto Di Gregorio Eronda Mimiambi (V-XIII) Εκδόσεις V&P
Robert Flaceliere Ο Έρωτας στην αρχαία Ελλάδα
Εκδόσεις Δημ. Παπαδήμα
Roger Dadoun Ο Ερωτισμός Εκδόσεις Το Βήμα γνώση.