Σανδαράχη, το «αρρενικό» ορυκτό του Θεόφραστου
Κίτρινη και κόκκινη σανδαράχη.
Ο Θεόφραστος ο Ερέσιος είχε ταξινομήσει τους λίθους σε διαφορετικά είδη και αναζητούσε τις συγγένειες μεταξύ τους με βάση τις διαφορετικές τους ιδιότητες. Στο έργο του ''Περί λίθων'' περιγράφει το αρρενικό(αρσενικό) ένα ορυκτό που σήμερα είναι ευρέως γνωστό ως σανδαράχη -όνομα που προέρχεται πιθανότατα από την Ανατολή.
Η σανδαράχη είναι θειούχο ορυκτό του αρσενικού, με χρώμα πορτοκαλί-κίτρινο και ειδικό βάρος 3.5, τήκεται στους 300 - 325 °C, ανήκει στην κατηγορία των σουλφιδίων.
Δεν είναι τόσο σπάνιο ορυκτό, όμως πολύ δύσκολα σχηματίζει ευδιάκριτους κρυστάλλους. Συχνά παρατηρείται σε γαιώδεις, φλοιώδεις ή ινώδεις μάζες σε κόκκους ή σε μορφή σκόνης, καθώς, με την πάροδο του χρόνου αποσυντίθεται προς κίτρινη σκόνη. Η διαδικασία αυτή είναι χρονοβόρα, επιταχύνεται, όμως, με την έκθεση του ορυκτού σε φως για αυτό τον λόγο τα δείγματα της πρέπει να αποθηκεύονται σε απόλυτο σκοτάδι. Συχνά έχει μια ξεχωριστή μυρωδιά παρόμοια με θείο, αλλά οφείλεται στο αρσενικό.
Η κίτρινη σανδαράχη στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κυκλοφορούσε στο εμπόριο ενώ στην Κίνα είχε χρησιμοποιηθεί ως φάρμακο, ακόμη και αν ήταν πολύ τοξική. Το χρησιμοποιούσαν για να γιατρεύουν τα τραύματα από βέλη με δηλητήριο. Λόγω του εντυπωσιακού χρώματος του ορυκτού, ήταν ένα από τα αγαπημένα υλικά των αλχημιστών, τόσο στην Κίνα όσο και στη Δύση, καθώς έψαχναν μεθόδους και τρόπους για να παράξουν το χρυσό.
Κατά τον Πλίνιο, ο Γάιος προσπάθησε να φτιάξει χρυσό από κίτρινη συριακή σανδαράχη επειδή πίστευε ότι στην ορυκτολογική σύσταση της συμμετέχει και ο χρυσός στο οποίο πιθανότατα να οφείλεται το έντονο κίτρινο χρώμα.
Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν ότι ήταν τοξική όμως έκαναν χρήση της στην φαρμακολογία. Ο Στράβωνας αναφέρει ότι η εξόρυξη της ήταν επίπονη και θανατηφόρα ενώ αρκετές φορές εγκατέλειπαν την εκμετάλλευση του ορυκτού ως ασύμφορου.
Για αιώνες, η κίτρινη βαφή χρησιμοποιήθηκε ως χρωστική ύλη στη ζωγραφική και στα βουλοκέρια. Ήταν μία από τις λιγότερο κατανοητές φωτεινό κίτρινο-χρωστικές ουσίες που χρησιμοποιούσαν οι καλλιτέχνες μέχρι τον 19ο αιώνα. Ωστόσο, η ακραία τοξικότητα και ασυμβατότητα με άλλα κοινά χρωστικά υλικά συμπεριλαμβανομένων του μολύβδου και του χαλκού και η εξαλλοίωσή της από την φωτεινή ακτινοβολία περιόρισε την χρήση της ως χρωστική ουσία ιδίως όταν κίτρινες βαφές καδμίου εισήχθησαν στα χρώματα κατά τον 19ο αιώνα.
Σήμερα η κίτρινη βαφή χρησιμοποιείται στην παραγωγή της υπέρυθρης υάλου, σε λινέλαιο, ημιαγωγούς, φωτοαγωγούς, χρωστικές ουσίες και πυροτεχνήματα. Η κίτρινη βαφή εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρέως στην αγροτική Ινδία ως αποτριχωτική ουσία. Χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία για να αφαιρέσει τις τρίχες από τα δέρματα κάτι το οποίο έκαναν και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι.
Συνήθως παρατηρείται, σε περιβάλλοντα με υδροθερμικές διαδικασίες χαμηλών θερμοκρασιών, σε θερμές πηγές και σε φουμαρόλες. Είναι συχνό προϊόν εξαλλοίωσης άλλων αρσενικούχων ορυκτών, ιδιαίτερα της ερυθράς σανδαράχης. Έχει χαρακτηριστική οσμή. Συναντάται μαζί με την κόκκινη σανδαράχη (realgar κόκκινη σκόνη του μεταλλείου), τον αντιμονίτη, τον βαρύτη, γύψο, ασβεστίτη και ορυκτά του αργύρου και του μολύβδου.
Στην Ελλάδα συναντάται στην Σαντορίνη, στην Κω και σε άλλα μέρη συνήθως ως προϊόν που συνδέεται κυρίως με την ηφαιστειακή και την υδροθερμική δραστηριότητα.
Κοιτάσματα της υπάρχουν στην Ρουμανία,Περού, Ιαπωνία, ΗΠΑ και την Αυστραλία. Ωστόσο, λέγεται ότι η καλύτερη σανδαράχη υπάρχει κοντά στον Ελλήσποντο(Μυσία).
Σε αντίθεση με την χώρα μας στις ΗΠΑ θεωρείται ως ένα πολύ σημαντικό και στρατηγικής σημασίας ορυκτό.
Η κίτρινη σανδαράχη συνδέεται με τα κοιτάσματα χρυσού. Στο ορυχείο χρυσού Twin Creeks(3ο της Β.Αμερικής), η χαρτογράφηση της μεταλλοφορίας της ήταν καθοριστικής σημασίας στην έρευνα των γεωλόγων, για την ύπαρξη χρυσού.
Γεωδίφης
Πηγές
1.Βικιπαίδεια
2.Oρυκτά, πετρώματα και πολιτισμός-Μιχάλης Νικολάου
3.Ψηφιακή έκδοση ''Ορυκτά''-Mindat.org