Ο ιδρυτής της Μικροπαλαιοντολογίας και οι πρώτες μελέτες στα Τρηματοφόρα
Alcide Dessalines d'Orbigny, 1802.
Κατά τη διάρκεια του 18 και 19ου αιώνα, το Παρίσι ήταν πράγματι ένα πολυσύχναστο μέρος για την επιστήμη.
Το 1794 η βασιλεία του τρόμου τελείωσε και μια νέα κυβέρνηση ανέλαβε που όμως ήταν πιο υποστηρικτική στις επιστήμες. Ο παλιός Βασιλικός Βοτανικός Κήπος και το θυγατρικό Βασιλικό Μουσείο αναδιοργανώθηκαν όπως επίσης το Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Naturelle. Όλα αυτά συνέβαλλαν και έδωσαν την κατάλληλη ώθηση ώστε να ξεπηδήσουν πολλοί λαμπροί επιστήμονες, συμπεριλαμβανομένων του Cuvier, του Lamarck, και του Αυγουστίνου François César Prouvençal de Saint-Hilaire (1779-1853), Γάλλο βοτανολόγο και ταξιδιώτη.
Μεταξύ αυτών αξιοσημείωτοι ερευνητές ήταν ο Alcide Dessalines d' Orbigny, ο οποίος θεωρείται ο ιδρυτής της Μικροπαλαιοντολογίας και Βιοστρωματογραφίας. Εργάστηκε στη φυσική ιστορία, τη γεωλογία, παλαιοντολογία,ανθρωπολογία,γλωσσολογία,ταξινόμηση& συστηματική.
Ο Alcide d' Orbigny γεννήθηκε στην Coueron (Charente-Maritime) στις 6 Σεπτεμβρίου, 1802. Από τα νεανικά του χρόνια, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη μελέτη μιας ομάδας μικροσκοπικών ζώων που ονόμασε ''Τρηματοφόρα'' και καθιέρωσε τη βάση μιας νέας επιστήμης, της Μικροπαλαιοντολογίας.
Ξεκίνησε να εργάζεται σε νεαρή ηλικία με τον πατέρα του, έναν γιατρό, ο οποίος τον εισήγαγε στη μελέτη των μικροσκοπικών κοχυλιών που είχε συλλέξει από το Λα Ροσέλ, ένα σημαντικό λιμάνι στην ακτή της Γαλλίας.
Ωστόσο, ο Bartolomeo Beccari, ήταν ο πρώτος που μελέτησε αυτά τα μικροσκοπικά κοχύλια που είναι δυνατόν να παρατηρηθούν μόνο κάτω από το μικροσκόπιο. Ο Beccari ανέλυσε λεπτομερώς την εξωτερική και την εσωτερική δομή του κελύφους, αναγνωρίζοντας τους θαλάμους και την ελικοειδή δομή, και αποδίδοντας αυτούς τους οργανισμούς σε μικροσκοπικά «Corni di Ammone», συνεχίζοντας τη διαρκή σύγχυση μεταξύ των αμμωνιτών και των τρηματοφόρων που ξεκίνησε το 1565, όταν ο Conrad Gesner είχε περιγράψει τους nummulites(νουμουλίτες) που είχε συλλέξει στα περίχωρα του Παρισιού. Επίσης ο Giovanni Bianchi (γνωστός με το ψευδώνυμο Jaco Planco) στο έργο του "De conchis minus notis'' (1739) περιγράφει πολλά μικρό -τρηματοφόρα (microforaminifera)που βρίσκονται σε αφθονία στην ακτογραμμή του Ρίμινι και έδωσε το όνομα «Corni di Ammone»(Κέρατα του Άμμωνα) .
Στις 7 Νοεμβρίου 1825, ο d' Orbigny παρουσιάστηκε στην Ακαδημία των Επιστημών, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα των παρατηρήσεών του σε ένα έργο με τίτλο ''Tableau méthodique de la classe des Céphalopodes'' με το οποίο ταξινομούσε τα Κεφαλόποδα. Είναι σαφές ότι ο d' Orbigny εξέτασε επίσης αυτή την ομάδα μικροσκοπικών οστράκων που ανήκουν στα Κεφαλόποδα. Αλλά ήταν ο πρώτος που χώρισε τα Κεφαλόποδα σε δύο ζωολογικούς κώδικες: Τα Σιφνονίφερα με ξεχωριστό θάλαμο και τα Τρηματοφόρα ( Foraminifères) που χαρακτηρίζονται από ανοίγματα (ή οπές) που βρίσκεται στο διάφραγμα το οποίο χωρίζει δύο διαδοχικούς θαλάμους. Για να επεξηγήσει το έργο του, ο d' Orbigny έφτιαξε 73 εικονογραφημένα σχέδια ενώ επιπλέον δημιούργησε γλυπτά μοντέλα από 100 τρηματοφόρα είδη σε ένα πολύ λεπτό ασβεστόλιθο.
Υπάρχει ένα μεγάλο κενό μεταξύ της δημοσίευσης του πρωτοποριακού έργου του και άλλα έργα του που ήταν αφιερωμένα στα τρηματοφόρα, λόγω του πολύχρονου ταξιδιού του στη Νότια Αμερική το οποίο παρουσιάστηκε σε 9 τόμους του βιβλίου του " Voyage dans l'Amerique Méridionale »(1835-1847).
Το 1835, ο Félix Dujardin ανακάλυψε ότι τα τρηματοφόρα δεν ήταν κεφαλόποδα, αλλά μονοκύτταροι οργανισμοί. Η σημαντική αυτή ανακάλυψη οδήγησε τον d' Orbigny να αποκλείσει τα τρηματοφόρα από τα Κεφαλόποδα. Σε μια εργασία που δημοσιεύθηκε το 1839, ο ίδιος εκθέτει το ιστορικό των μελετών των τρηματοφόρων και τα παρουσιάζει ως μια κατηγορία, για πρώτη φορά. Επιπλέον διαίρεσε την ιστορία της μελέτης τους σε 4 περιόδους με αποκορύφωμα την αποκάλυψη της μονοκύτταρης φύση τους.
Στην πρόσφατη περίοδο που ήταν αφιερωμένη στα τρηματοφόρα που συνέλεξε στη Νότια Αμερική τόνισε την επιρροή των ρευμάτων, της θερμοκρασίας και του βάθους σχετικά με τα πρότυπα διανομής τους. Στο '' Mémoire sur les foraminifères de la craie Blanche du Bassin de Paris'' που δημοσιεύθηκε το 1840, ο d' Orbigny απέδειξε ότι τρηματοφόρα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθούν για την ταξινόμηση των γεωλογικών στρωμάτων.
Η κληρονομιά του D'Orbigny ήταν εξαιρετική με χιλιάδες είδη να έχουν περιγραφεί, καθώς και τις εμφανίσεις των απολιθωμάτων κυρίως στη Γαλλία. Εξαιρετικό ήταν το έργο του ''Le Voyage dans l'Amerique Méridionale'' που δημοσιεύτηκε μεταξύ 1835-1847, με το οποίο καλύπτει τη βιολογία, εθνολογία, ανθρωπολογία, παλαιοντολογία, και άλλες πτυχές της Χιλής, του Περού, την Αργεντινή, την Ουρουγουάη και ιδιαίτερα τη Βολιβία.
Το 1853, ο Ναπολέων ΙΙΙ τον τίμησε δίνοντας την προεδρία της Παλαιοντολογίας στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας-National d'Histoire Naturelle . Μετά το θάνατό του, στις 30 Ιουνίου 1857, η συλλογή του d 'Orbigny, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 14.000 είδη και πάνω από 100.000 δείγματα χωρίς να υπολογίζουμε τα αναρίθμητα τρηματοφόρα που φύλαξε σε διάφορα γυάλινα μπουκάλια, δημοπρατήθηκε από την οικογένειά του. Η συλλογή αγοράστηκε από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το 1858 και καταχωρήθηκε στον κατάλογο του εργαστηρίου της Παλαιοντολογίας αυτού του θεσμού.
Γεωδίφης
Πηγές:
1.d’Orbigny, A. 1826. Tableau méthodique de la classe des Céphalopodes. Annals des Sciences Naturelles
2.Heron-Allen, E. (1917) Alcide d’Orbigny, his life and his work. Journal of the Royal Microscopic Society
3. Ιστοσελίδα paleonerdish.wordpress.com/2015/04/27/alcide-dorbigny